5. Παρά τις διατάξεις οποιασδήποτε άλλης νομοθεσίας εκάστοτε σε ισχύ στη Δημοκρατία, σε περίπτωση καθυστέρησης της πληρωμής όπως ορίζεται στη σύμβαση για την παράδοση αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών, τόκος υπερημερίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 6, καθίσταται απαιτητός από την ημέρα που ακολουθεί την ημερομηνία πληρωμής ή το τέλος της περιόδου πληρωμής που ορίζει η σύμβαση:
Νοείται ότι -
(α) εάν η ημερομηνία ή η περίοδος πληρωμής δεν ορίζεται στη σύμβαση, τόκος καθίσταται αυτόματα απαιτητός χωρίς να υπάρχει οποιαδήποτε υποχρέωση υπενθύμισης -
(i) τριάντα ημέρες μετά την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλης ισοδύναμης αίτησης για πληρωμή· ή
(ii) εάν η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή της ισοδύναμης αίτησης για πληρωμή είναι αβέβαιη, τριάντα ημέρες μετά την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών· ή
(iii) εάν ο οφειλέτης έχει παραλάβει το τιμολόγιο ή την ισοδύναμη αίτηση για πληρωμή πριν από τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, τριάντα ημέρες μετά την παραλαβή των αγαθών ή την παροχή των υπηρεσιών· ή
(iv) εάν προβλέπεται από οποιαδήποτε νομοθεσία ή τη σύμβαση, διαδικασία αποδοχής ή ελέγχου, με την οποία επαληθεύεται η συμφωνία των αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση και εάν ο οφειλέτης λάβει το τιμολόγιο ή την ισοδύναμη αίτηση για πληρωμή νωρίτερα ή κατά την ημερομηνία, κατά την οποία διενεργείται η αποδοχή ή ο έλεγχος, τριάντα ημέρες μετά από αυτή την τελευταία ημερομηνία.
(β) Ο πιστωτής δικαιούται τόκο υπερημερίας στο βαθμό που -
(i) έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις· και
(ii) δεν έχει λάβει εγκαίρως το οφειλόμενο ποσό, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση.
6.-(1) Εκτός εάν η σύμβαση ορίζει διαφορετικά, το ύψος των τόκων υπερημερίας ("νόμιμο επιτόκιο"), τους οποίους υποχρεούται να καταβάλει ο οφειλέτης, σύμφωνα με το άρθρο 5 ισούται με το άθροισμα του επιτοκίου που εφαρμόζει η Κεντρική Τράπεζα στην πλέον πρόσφατη κύρια πράξη ανα-χρηματοδότησης της, η οποία πραγματοποιείται πριν από την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου ("επιτόκιο αναφοράς"), συν επτά εκατοστιαίες μονάδες ("περιθώριο").
(2) Το επιτόκιο αναφοράς, το οποίο ισχύει την πρώτη ημερολογιακή ημέρα του οικείου εξαμήνου ισχύει για τους επόμενους έξι μήνες.
(3) Το επιτόκιο που εφαρμόζει η Κεντρική Τράπεζα για τις βασικές πράξεις αναχρηματοδότησης καθορίζεται από το επιτόκιο που ισχύει για τέτοιες πράξεις στις προσφορές με σταθερό επιτόκιο.
(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), σε περίπτωση, κατά την οποία μια βασική πράξη αναχρηματοδότησης πραγματοποιήθηκε σύμφωνα με τη διαδικασία της προσφοράς με κυμαινόμενο επιτόκιο, το επιτόκιο αυτό αφορά το οριακό επιτόκιο, το οποίο προέκυψε από την εν λόγω προσφορά. Αυτό ισχύει τόσο για τις δημοπρασίες με ενιαίο επιτόκιο όσο και για τις δημοπρασίες με κυμαινόμενο επιτόκιο.
7. Ο πιστωτής δικαιούται να απαιτήσει από τον οφειλέτη εύλογη αποζημίωση για όλα τα σχετικά έξοδα είσπραξης που οφείλονται στην καθυστερημένη πληρωμή του οφειλέτη, και τα οποία ανταποκρίνονται στις αρχές της αναλογικότητας όσον αφορά τη σχετική οφειλή, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση.