19.-(1) Η Υπηρεσία έχει καθήκον και αρμοδιότητα να εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή και αυτεπάγγελτα, τυχόν παραβάσεις οποιασδήποτε απαγορευτικής, ή προστατευτικής των συμφερόντων των καταναλωτών, διάταξης του παρόντος Νόμου.
(2) Όταν η Υπηρεσία, κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου διερεύνηση παραπόνου ή αυτεπάγγελτη έρευνα, διαπιστώσει παράβαση οποιασδήποτε απαγορευτικής, ή προστατευτικής των συμφερόντων των καταναλωτών διάταξης του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία να προβαίνει στις πιο κάτω ενέργειες, είτε διαζευκτικά είτε σωρευτικά, ανάλογα με τη φύση, τη διάρκεια και τη βαρύτητα της παράβασης:
(α) Να διατάξει ή να συστήσει στον ενδιαφερόμενο παραβάτη όπως μέσα σε τακτή προθεσμία τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψή της στο μέλλον, ή σε περίπτωση που η παράβαση τερματίσθηκε πριν από την έκδοση της απόφασης της Υπηρεσίας, να βεβαιώσει με απόφασή της την παράβαση, ή/και
(β) να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, ύψους μέχρι και το πέντε τοις εκατόν (5%) του κύκλου εργασιών του παραβάτη το οποίο όμως σε καμία περίπτωση δε θα ξεπερνά τις εκατό χιλιάδες λίρες (£100.000) , κατά το έτος μέσα στο οποίο συντελέστηκε η παράβαση ή κατά το αμέσως προηγούμενο της παράβασης έτος:
Νοείται ότι, αναφορικά με τράπεζα, συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα ή άλλο χρηματοπιστωτικό οργανισμό, για τον υπολογισμό του πιο πάνω διοικητικού προστίμου χρησιμοποιείται, ως βάση, αντί του κύκλου εργασιών, το ένα δέκατο του συνόλου του ενεργητικού:
Νοείται περαιτέρω ότι, αναφορικά με ασφαλιστική εταιρεία, ως βάση για τον υπολογισμό του πιο πάνω διοικητικού προστίμου, χρησιμοποιείται, αντί του κύκλου εργασιών, η αξία των κατά το τελευταίο οικονομικό έτος ανεκκαθάριστων ασφαλίστρων, που περιλαμβάνουν όλα τα εισπραχθέντα και προς είσπραξη χρηματικά ποσά δυνάμει των ασφαλιστηρίων συμβολαίων που έχουν συναφθεί από την ασφαλιστική εταιρεία ή για λογαριασμό της, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλίστρων που έχουν εκχωρηθεί σε αντασφαλιστές, μετά την έκπτωση του φόρου προστιθέμενης αξίας και άλλων φόρων που συνδέονται άμεσα με τον κύκλο εργασιών, ή/και
(γ) να αποφασίσει ότι σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, θα οφείλεται διοικητικό πρόστιμο από πενήντα μέχρι και διακόσιες λίρες (Λ.Κ. 50 - Λ.Κ. 200) για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής, ή/και
(δ) να ζητήσει με αίτησή της προς το δικαστήριο την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος, περιλαμβανομέ- νου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο, κατά την κρίση της, ενέχεται στην, ή ευθύνεται για την, παράβαση αυτή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 21 του παρόντος Νόμου.
(3) Κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) διερεύνηση οποιασδήποτε παράβασης, η Υπηρεσία δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψή της οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται έναντι του καταναλωτή από ή εκ μέρους του παραβάτη, αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική άρσης ή αποκατάστασης αυτής.
(4) Η Υπηρεσία οφείλει να αιτιολογεί δεόντως την απόφασή της σε σχέση με την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου.
20.-(1) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 19 επιβαλλόμενα διοικητικά πρόστιμα επιβάλλονται στον παραβάτη, με αιτιολογημένη απόφαση της Υπηρεσίας που βεβαιώνει την παράβαση, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο παραβάτη ή εκπρόσωπό του να ακουστεί, προφορικώς ή γραπτώς.
(2) Κατά της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον παραβάτη.
(3) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την Υπηρεσία όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών, η οποία αρχίζει να μετράται από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή χρηματικής ποινής ή, σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (2) , από την κοινοποίησή της επί της ιεραρχικής προσφυγής απόφασης του Υπουργού.
(4) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής των κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενων από την Υπηρεσία διοικητικών προστίμων, η Υπηρεσία λαμβάνει δικαστικά μέτρα και εισπράττεται το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
21.-(1) Το δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 19 του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, των περί Δικαστηρίων Νόμων του 1960 μέχρι (αρ.4) του 2002 και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών καθώς και οποιωνδήποτε άλλων νόμων ή κανονισμών που τροποποιούν ή αντικαθιστούν αυτούς, να εκδώσει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει -
(α) Την άμεση παύση και/ή μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης.
(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών κατά την κρίση του δικαστηρίου μέτρων προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η σχετική παράβαση.
(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του δικαστηρίου ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την απάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της παράβασης και/ή
(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(2) Το διάταγμα, που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1) , δύναται να αφορά όχι μόνο τις συγκεκριμένες πράξεις, παραλείψεις ή τη συμπεριφορά του προμηθευτή έναντι του συγκεκριμένου καταναλωτή, αλλά και παρόμοιες μελλοντικές πράξεις ή παραλείψεις ή συμπεριφορά αυτού έναντι των καταναλωτών γενικά.
- Ιστορικό Τροποποιήσεων
- 242(I)/2004
- 94(I)/2007
23. Οι προμηθευτές μέσων επικοινωνίας εξ αποστάσεως θέτουν τέρμα, εφόσον είναι σε θέση να το πράξουν, στις πρακτικές όπου, βάσει δικαστικής απόφασης δυνάμει του άρθρου 21 ή απόφασης της Υπηρεσίας δυνάμει του άρθρου 19, η οποία τους κοινοποιείται, κηρύσσονται ότι αντιβαίνουν τις πρόνοιες του παρόντος Νόμου.
24. Η Υπηρεσία μεριμνά για τη διάδοση τέτοιων πληροφοριών και συμβουλών, περιλαμβανομένων των αποφάσεών της και διαταγμάτων του δικαστηρίου, αναφορικά με την εφαρμογή του παρόντος Νόμου, τις οποίες αυτή θεωρεί χρήσιμες για την εξυπηρέτηση των καταναλωτών, καθώς και όλων των προσώπων που ενδεχομένως να επηρεάζονται από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
25. Όταν οποιαδήποτε παράβαση του παρόντος Νόμου διαπράττεται από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου και αποδεικνύεται ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, συνενοχή ή έγκριση ή έχει διευκολυνθεί από την επιδειχθείσα αμέλεια συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή οποιουδήποτε άλλου αξιωματούχου του νομικού προσώπου ή οποιουδήποτε άλλου φυσικού προσώπου που φαίνεται ότι ενεργεί υπό τέτοια ιδιότητα, το φυσικό αυτό πρόσωπο είναι επίσης ένοχο της προαναφερθείσας παράβασης.