9.-(1) Η Εντεταλμένη Υπηρεσία και κάθε μέλος της Εντεταλμένης Υπηρεσίας, μέσα στα πλαίσια εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, έχει τις ακόλουθες εξουσίες:
(α) Να εισέρχεται, επιθεωρεί, ερευνά και διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε υποστατικό ή άλλο χώρο, που έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι υπάρχει παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τον παρόντα Νόμο·
(β) να ανακόπτει, εισέρχεται, επιθεωρεί, ερευνά και διενεργεί έλεγχο σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο ξηράς, θάλασσας ή αέρα, στο οποίο έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι συνδέεται με παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τον παρόντα Νόμο·
(γ) να εξετάζει οποιαδήποτε στοιχεία, καταχωρημένα σε μηχανικό, ηλεκτρικό ή ηλεκτρονικό σύστημα δεδομένων, και οποιαδήποτε βιβλία και έγγραφα, τα οποία βρίσκονται σε υποστατικό ή άλλο χώρο ή σε μεταφορικό μέσο, για τα οποία έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι περιέχουν οποιαδήποτε πληροφορία ή καταχώρηση σχετικά με πιθανή παράβαση και να παίρνει αντίγραφα, φωτοτυπίες και αποσπάσματά τους, νοουμένου, όσον αφορά τα αποσπάσματα, ότι έχει εύλογη αιτία να πιστεύει ότι τα αποσπάσματα αυτά ενδεχομένως να χρειαστούν για αποδεικτικούς σκοπούς αναφορικά με οποιαδήποτε παράβαση ή παράλειψη συμμόρφωσης με τον παρόντα Νόμο·
(δ) να εισέρχεται σε υποστατικό ή άλλο χώρο και σε μεταφορικό μέσο -
(i) συνοδευόμενος από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, του οποίου την παρουσία κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του παρόντος άρθρου,
(ii) φέροντας μαζί του οποιοδήποτε εξοπλισμό ή υλικά, που κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του παρόντος άρθρου, και
(iii) παίρνει δείγματα προϊόντων που κρίνει αναγκαία για οποιοδήποτε σκοπό για τον οποίο ασκεί εξουσία δυνάμει του παρόντος Νόμου.
(2) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), δεν επιτρέπεται η είσοδος σε κατοικία ή η άσκηση σε κατοικία οποιασδήποτε άλλης εξουσίας την οποία χορηγεί το εδάφιο (1), εκτός κατόπιν δικαστικού διατάγματος.
(3) Ο κάτοχος και ο υπεύθυνος οποιουδήποτε υποστατικού ή άλλου χώρου ή μεταφορικού μέσου και ο κάτοχος σχετικού με την υπό διερεύνηση παράβαση προϊόντος και αυτός που προσφέρει ή παρέχει σχετική με την υπό διερεύνηση παράβαση υπηρεσία και οποιοδήποτε πρόσωπο απασχολείται σε υποστατικό ή άλλο χώρο ή μεταφορικό μέσο, στο οποίο εισέρχεται το μέλος της Εντεταλμένης Υπηρεσίας, δυνάμει του εδαφίου (1), έχουν έκαστος υποχρέωση να παρέχουν στο μέλος της Εντεταλμένης Υπηρεσίας οποιαδήποτε πληροφορία που κατέχουν και κάθε διευκόλυνση, την οποία το μέλος της Εντεταλμένης Υπηρεσίας εύλογα απαιτεί, το δε μέλος της Εντεταλμένης Υπηρεσίας έχει εξουσία να απαιτεί και να λαμβάνει οποιαδήποτε τέτοια πληροφορία και διευκόλυνση.
(4) Κάθε μέλος της Εντεταλμένης Υπηρεσίας έχει υποχρέωση να επιδεικνύει, εφόσον του ζητηθεί, πριν και κατά την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του χορηγούνται δυνάμει του παρόντος άρθρου, πιστοποιητικό της ιδιότητάς του.
(5) Σε περίπτωση που, δυνάμει του παρόντος άρθρου, μέλος της Εντεταλμένης Υπηρεσίας –
(α) παίρνει δείγμα προϊόντος, ή/και
(β) παίρνει αντίγραφο, φωτοτυπία ή απόσπασμα στοιχείων, βιβλίων ή εγγράφων, ή/και
(γ) κατακρατεί ή δεσμεύει μεταφορικό μέσο ή προϊόντα ή μέρος των προϊόντων,
πληροφορεί σχετικά το πρόσωπο του οποίου τα συμφέροντα επηρεάζονται από τη σχετική προαναφερόμενη πράξη ή απόφαση ή το πρόσωπο το οποίο κατά τη στιγμή που δεσμεύονται ή κατακρατούνται τα αντικείμενα που αναφέρονται στις παραγράφους (α), (β) και (γ) είναι υπεύθυνο του υποστατικού ή του μεταφορικού μέσου, στη δε περίπτωση που αναφέρεται στην παράγραφο (γ), το μέλος της Εντεταλμένης Υπηρεσίας, επιπλέον πληροφορεί, το συντομότερο δυνατό, το προαναφερόμενο πρόσωπο γραπτώς ή με άλλο προσιτό υπό τις περιστάσεις τρόπο για τους λόγους στους οποίους βασίζεται η σχετική πράξη ή απόφαση.
(6) Στην περίπτωση που αναφέρεται η παράγραφος (γ) του εδαφίου (5), το μέλος της Εντεταλμένης Υπηρεσίας πληροφορεί επίσης το πρόσωπο που αναφέρεται στο ίδιο εδάφιο -
(α) περί του δικαιώματος του προαναφερόμενου προσώπου να προσβάλει την πράξη ή την απόφαση με προσφυγή στον Υπουργό, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 12, και
(β) περί της προθεσμίας εντός της οποίας δύναται να ασκηθεί το προαναφερόμενο δικαίωμα, η οποία καθορίζεται στο ίδιο εδάφιο του άρθρου 12.
10.-(1) Πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος, σε περίπτωση που:
(α) Αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή παρέχει σε μέλος της Εντεταλμένης Υπηρεσίας ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, ή αρνείται να προσκομίσει στο μέλος της Εντεταλμένης Υπηρεσίας πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο, την οποία πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο ή έγγραφο το μέλος της Εντεταλμένης Υπηρεσίας απαιτεί κατά την άσκηση των εξουσιών που του χορηγεί ο παρών Νόμος, ή
(β) μετακινεί, μεταβάλλει ή επεμβαίνει, με οποιοδήποτε τρόπο, χωρίς την εξουσιοδότηση του μέλους της Εντεταλμένης Υπηρεσίας, σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο ή προϊόν, το οποίο μέλος της Εντεταλμένης Υπηρεσίας κατακράτησε ή δέσμευσε δυνάμει της παραγράφου (γ) του εδαφίου (5) του άρθρου 9, ή
(γ) παραλείπει να συμμορφωθεί με διαταγή της Εντεταλμένης Υπηρεσίας δυνάμει της παραγράφου (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 11.
(2) Πρόσωπο ένοχο αδικήματος δυνάμει του εδαφίου (1) τιμωρείται, σε περίπτωση καταδίκης του, με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες λίρες (£50.000) ή με φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες ή και με τις δυο αυτές ποινές.
(3) Ανεξάρτητα από την ποινική ευθύνη ή ποινική δίωξη οποιουδήποτε προσώπου, η Εντεταλμένη Υπηρεσία δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο σύμφωνα με την παράγραφο (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 11 -
(α) Στον παραγωγό ή στο διανομέα, ανάλογα με την περίπτωση, όταν δεν παραχωρούν σε αυτήν, μέσα σε τακτή προθεσμία, τα απαιτούμενα έγγραφα ή τις πληροφορίες που αφορούν συγκεκριμένα προϊόντα ή παρακωλύουν με οποιοδήποτε τρόπο τις διαδικασίες αυτές ή παρέχουν ψευδείς ή παραπλανητικές πληροφορίες·
(β) σε οποιοδήποτε πρόσωπο που εσκεμμένα παρακωλύει μέλος της Εντεταλμένης Υπηρεσίας κατ’ εφαρμογήν των διατάξεων του παρόντος Νόμου·
(γ) σε οποιοδήποτε πρόσωπο που δε συμμορφώνεται με διαταγή της Εντεταλμένης Υπηρεσίας, σύμφωνα με την παράγραφο (ζ) του εδαφίου (2) του άρθρου 11.
(4) Σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, η Εντεταλμένη Υπηρεσία δύναται να επιβάλλει πρόστιμο σύμφωνα με την παράγραφο (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 11, για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής.
11.-(1)(α) Η Εντεταλμένη Υπηρεσία έχει καθήκον και αρμοδιότητα να εξετάζει, κατόπιν υποβολής παραπόνου ή/και αυτεπάγγελτα, τυχόν παραβάσεις του παρόντος Νόμου.
(β) Κατά τη διερεύνηση παράβασης, κατόπιν παραπόνου ή/και αυτεπάγγελτα, η Εντεταλμένη Υπηρεσία δύναται:
(i) Να ζητά από τον εμπορευόμενο να προσκομίσει μέσα σε εύλογο υπό τις περιστάσεις χρονικό διάστημα, αποδεικτικά στοιχεία σχετικά με την ακρίβεια των πραγματικών ισχυρισμών που αναφέρονται σε μια εμπορική πρακτική, εφόσον αυτό κρίνεται αναγκαίο, επί τη βάσει των δεδομένων της συγκεκριμένης υπόθεσης και λαμβάνοντας υπόψη τα έννομα συμφέροντα του εμπορευόμενου και των λοιπών επηρεαζόμενων, και
(ii) να θεωρεί ανακριβείς τους πραγματικούς ισχυρισμούς, εφόσον τα αποδεικτικά στοιχεία που ζητούνται σύμφωνα με την υποπαράγραφο (i) δεν προσκομιστούν έγκαιρα ή θεωρηθούν ανεπαρκή από την Εντεταλμένη Υπηρεσία.
(2) ΄Οταν η Εντεταλμένη Υπηρεσία, κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου διερεύνηση παραπόνου ή αυτεπάγγελτη έρευνα, διαπιστώσει παράβαση του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία να προβαίνει στις πιο κάτω ενέργειες:
(α) Να διατάσσει ή να συστήνει στον ενδιαφερόμενο παραβάτη ή οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, κατά την κρίση της, ενέχεται ή ευθύνεται για την παράβαση αυτή, ή ακόμα και οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, κατά την κρίση της, στην περίπτωση που αθέμιτη εμπορική πρακτική δεν έχει ακόμα εφαρμοστεί αλλά εύλογα κρίνεται από την Εντεταλμένη Υπηρεσία ότι επίκειται η εφαρμογή της, έστω και αν δεν αποδεικνύεται πραγματική ζημιά ή βλάβη, ούτε δόλος ή αμέλεια εκ μέρους του εμπορευόμενου, όπως, άμεσα ή μέσα σε τακτή προθεσμία, τερματίσει την παράβαση και αποφύγει επανάληψή της στο μέλλον,
(β) να δημοσιεύει ή να απαιτεί από τον παραβάτη τη δημοσίευση απόφασής της στο σύνολό της ή εν μέρει, με την μορφή και τον τρόπο που κρίνει κατάλληλο,
(γ) να απαιτεί επιπλέον από τον παραβάτη τη δημοσίευση μέσα σε τακτή προθεσμία, επανορθωτικής δήλωσης με τη μορφή και τον τρόπο που κρίνει υπό τις περιστάσεις κατάλληλο,
(δ) να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, ανάλογα με τη φύση, τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης, ύψους μέχρι και το πέντε τοις εκατόν (5%) του κύκλου εργασιών του παραβάτη κατά το αμέσως προηγούμενο της παράβασης έτος ή πρόστιμο ύψους μέχρι πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500,000):
(ε) να αποφασίζει ότι σε περίπτωση συνέχισης της παράβασης, θα επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο μέχρι και πέντε χιλιάδες ευρώ (€5,000), για κάθε μέρα συνέχισης της παράβασης, ανάλογα με τη βαρύτητα αυτής,
(στ) να ζητεί με αίτησή της προς το Δικαστήριο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 13 του παρόντος Νόμου, την έκδοση απαγορευτικού ή προστακτικού διατάγματος, περιλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, εναντίον οποιουδήποτε προσώπου το οποίο, κατά την κρίση της, ενέχεται στην παράβαση αυτή ή ευθύνεται για την εν λόγω παράβαση, ή/και
(ζ) να διατάσσει τους προμηθευτές μέσων επικοινωνίας εξ αποστάσεως και οποιαδήποτε πρόσωπα δημοσιεύουν ή διευθετούν τη δημοσίευση διαφημίσεων, να τερματίσουν, εφόσον είναι σε θέση να το πράξουν, τις πρακτικές εκείνες που έχουν κηρυχθεί ως αθέμιτες εμπορικές πρακτικές δυνάμει δικαστικής απόφασης σύμφωνα με το άρθρο 13 του παρόντος Νόμου ή τις εμπορικές πρακτικές που η Εντεταλμένη Υπηρεσία έχει διαπιστώσει ότι είναι αθέμιτες εμπορικές πρακτικές.
(3) Κατά τη δυνάμει του εδαφίου (1) διερεύνηση οποιασδήποτε παράβασης, η Εντεταλμένη Υπηρεσία δύναται, αν το θεωρήσει σκόπιμο, να λάβει υπόψη την οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης που παρέχεται έναντι του καταναλωτή από ή εκ μέρους του παραβάτη, αναφορικά με τη γενόμενη παράβαση και την προοπτική του χρόνου και του τρόπου άρσης ή αποκατάστασης αυτής.
(4) Η Εντεταλμένη Υπηρεσία οφείλει να αιτιολογεί δεόντως την απόφασή της σε σχέση με την άσκηση οποιασδήποτε από τις εξουσίες που προβλέπονται στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 10 και στις παραγράφους (δ) και (ε) του εδαφίου (2) του παρόντος άρθρου.
12.-(1) Τα προβλεπόμενα στα εδάφια (3) και (4) του άρθρου 10 και στις παραγράφους (δ) και (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου 11 διοικητικά πρόστιμα, επιβάλλονται στον παραβάτη, με αιτιολογημένη απόφαση της Εντεταλμένης Υπηρεσίας, αφού ακούσει ή δώσει την ευκαιρία στον ενδιαφερόμενο παραβάτη ή εκπρόσωπό του να ακουστεί, προφορικά ή/και γραπτά.
(2) Κατά της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου σύμφωνα με το εδάφιο (1), όπως επίσης και στην περίπτωση της παραγράφου (γ), του εδαφίου (5) του άρθρου 9, επιτρέπεται η άσκηση ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού, μέσα σε προθεσμία τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της απόφασης στον παραβάτη.
(3) Ο Υπουργός εξετάζει την προσφυγή και, αφού ακούσει τους ενδιαφερόμενους ή δώσει την ευκαιρία σ’ αυτούς να εκθέσουν τις απόψεις τους, αποφασίζει σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου.
(4) Ο Υπουργός μπορεί να εκδώσει μια από τις ακόλουθες αποφάσεις:
(α) Να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση,
(β) να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση,
(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση,
(δ) να προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας.
(5) Το ποσό του διοικητικού προστίμου εισπράττεται από την Εντεταλμένη Υπηρεσία όταν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, προθεσμία των εβδομήντα πέντε ημερών, η οποία αρχίζει να μετράται από την κοινοποίηση της απόφασης για επιβολή διοικητικού προστίμου ή, σε περίπτωση που ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού σύμφωνα με το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, από την κοινοποίηση της απόφασης του Υπουργού επί της ιεραρχικής προσφυγής εναντίον της απόφασης της Εντεταλμένης Υπηρεσίας.
(6) Τα διοικητικά πρόστιμα που επιβάλλονται δυνάμει των άρθρων 10 και 11, εισπράττονται ως χρηματικές ποινές επιβαλλόμενες από Δικαστήριο κατά την άσκηση ποινικής δικαιοδοσίας.
13.-(1) Το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται οποιαδήποτε αίτηση δυνάμει της παραγράφου (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 11 και του άρθρου 17 του παρόντος Νόμου, έχει εξουσία, τηρουμένων των διατάξεων του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, του περί Δικαστηρίων Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, καθώς και οποιωνδήποτε άλλων νόμων ή κανονισμών που τροποποιούν ή αντικαθιστούν αυτούς, να εκδώσει απαγορευτικό ή προστακτικό διάταγμα, συμπεριλαμβανομένου και προσωρινού διατάγματος, με το οποίο να διατάσσει-
(α) Την άμεση παύση και/ή μη επανάληψη της γενόμενης παράβασης,
(β) την εντός ορισμένης προθεσμίας λήψη τέτοιων διορθωτικών, κατά την κρίση του Δικαστηρίου μέτρων, προς άρση της παράνομης κατάστασης που δημιούργησε η σχετική παράβαση,
(γ) τη δημοσίευση του συνόλου ή μέρους της σχετικής απόφασης του Δικαστηρίου, ή τη δημοσίευση επανορθωτικής ανακοίνωσης με σκοπό την απάλειψη των τυχόν συνεχιζόμενων επιπτώσεων της παράβασης, και /ή
(δ) οποιαδήποτε άλλη ενέργεια ή μέτρο ήθελε κριθεί αναγκαίο ή εύλογο υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης.
(2) Το διάταγμα, που εκδίδεται δυνάμει του εδαφίου (1), δύναται να αφορά όχι μόνο τις συγκεκριμένες πράξεις, παραλείψεις ή τη συμπεριφορά του παραβάτη, αλλά και παρόμοιες μελλοντικές πράξεις ή παραλείψεις ή συμπεριφορά αυτού.
(3) Οι διατάξεις του περί Δικαστηρίων Νόμου, του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου και των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών που εφαρμόζονται σχετικά με αιτήσεις έκδοσης διαταγμάτων σε πολιτικές υποθέσεις, εφαρμόζονται κατ’ αναλογίαν αναφορικά με τον τύπο, τη σύνταξη, την καταχώριση και την εκδίκαση της προβλεπόμενης στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 11 αίτησης.
14.-(1) Κάθε απόφαση της Εντεταλμένης Υπηρεσίας ή του Υπουργού δυνάμει του παρόντος Νόμου, δύναται να επιδοθεί σε κάθε επηρεαζόμενο πρόσωπο -
(α) με ιδιόχειρη παράδοση ή με την άφεση της απόφασης στην προσήκουσα διεύθυνση ή με την αποστολή της απόφασης διά συστημένου ταχυδρομείου, ή
(β) αν το πρόσωπο αυτό είναι νομικό πρόσωπο, με επίδοση της απόφασης σύμφωνα με την παράγραφο (α) στο γραμματέα ή στο διευθυντή ή σ’ οποιοδήποτε διευθύνοντα σύμβουλο, ή
(γ) αν πρόκειται για ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία, με επίδοση του εγγράφου σύμφωνα με την παράγραφο (α) σ’ έναν από τους εταίρους ή σε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο ή τη διεύθυνση των εργασιών της εταιρείας αυτής.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), η προσήκουσα διεύθυνση οποιουδήποτε προσώπου στο οποίο μπορεί να επιδοθεί απόφαση δυνάμει του παρόντος Νόμου, είναι η τελευταία γνωστή διεύθυνση αυτού, εξαιρουμένων των επόμενων περιπτώσεων:
(α) Στην περίπτωση επίδοσης σε νομικό πρόσωπο ή στο γραμματέα ή στο διευθυντή ή στο διευθύνοντα σύμβουλό του, η προσήκουσα διεύθυνση θα είναι η διεύθυνση του εγγεγραμμένου ή του κεντρικού γραφείου του νομικού προσώπου·
(β) στην περίπτωση επίδοσης σε ομόρρυθμη ή ετερόρρυθμη εταιρεία ή σε εταίρο ή σε πρόσωπο το οποίο έχει τον έλεγχο ή τη διεύθυνση των εργασιών της εταιρείας αυτής, η προσήκουσα διεύθυνση θα είναι το κεντρικό γραφείο της εταιρείας αυτής.
(3) Για τους σκοπούς του εδαφίου (2), το κεντρικό γραφείο ενός νομικού προσώπου εγγεγραμμένου εκτός της Δημοκρατίας ή μιας εταιρείας η οποία διεξάγει εργασία εκτός της Δημοκρατίας θα είναι το κεντρικό γραφείο αυτών στη Δημοκρατία.