29.-(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η αρμόδια αρχή δύναται να επιβάλλει περιορισμούς στο δικαίωμα ελεύθερης κυκλοφορίας και διαμονής των πολιτών της Ένωσης και των μελών των οικογενειών τους, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας.
(2) Δε δύναται να γίνεται επίκληση των λόγων του εδαφίου (1) για την εξυπηρέτηση οικονομικών σκοπών.
(3)(α) Κάθε μέτρο που λαμβάνεται για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, πρέπει να τηρεί την αρχή της αναλογικότητας και να θεμελιώνεται αποκλειστικά στην προσωπική συμπεριφορά του ατόμου που το αφορά, η οποία πρέπει να συνιστά πραγματική, ενεστώσα και επαρκώς σοβαρή απειλή, στρεφόμενη κατά θεμελιώδους συμφέροντος της κοινωνίας:
Νοείται ότι, δεν επιτρέπεται η επίκληση λόγων που δε συνδέονται με τα στοιχεία της εκάστοτε ατομικής περίπτωσης ούτε η επίκληση λόγων γενικής πρόληψης∙
(β) Προηγούμενες ποινικές καταδίκες δεν αποτελούν αφ’ εαυτών λόγους για τη λήψη τέτοιων μέτρων.
(4) Για να εξακριβωθεί κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος συνιστά απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, κατά την έκδοση βεβαίωσης εγγραφής ή κατά την έκδοση του δελτίου διαμονής, η αρμόδια αρχή δύναται, εφόσον το κρίνει απαραίτητο, να ζητά από το κράτος μέλος καταγωγής του ενδιαφερομένου και, ενδεχομένως, από άλλα κράτη μέλη, να της παρέχουν εντός δυο μηνών το αργότερο πληροφορίες για το ποινικό μητρώο, που πιθανόν να έχει ο ενδιαφερόμενος:
Νοείται ότι, η έρευνα αυτή δε δύναται να έχει συστηματικό χαρακτήρα.
30.-(1) Προτού η αρμόδια αρχή λάβει απόφαση απέλασης για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας, λαμβάνει υπόψη της την περίοδο διαμονής του ενδιαφερόμενου προσώπου στη Δημοκρατία, την ηλικία του, την κατάσταση της υγείας του, την οικογενειακή και οικονομική του κατάσταση, την κοινωνική και πολιτιστική ενσωμάτωσή του στη Δημοκρατία και το εύρος των δεσμών του με τη χώρα καταγωγής του.
(2) Η αρμόδια αρχή δε δύναται να λαμβάνει απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης ή μέλους της οικογένειάς του, ανεξαρτήτως ιθαγένειας, που έχει αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής στη επικράτεια της Δημοκρατίας, παρά μόνο για σοβαρούς λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας.
(3) Ουδεμία απόφαση απέλασης πολίτη της Ένωσης λαμβάνεται, εκτός εάν η απόφαση αυτή βασίζεται σε επιτακτικούς λόγους δημόσιας ασφάλειας, εφόσον τα πρόσωπα αυτά-
(α) Έχουν διαμείνει κατά τα προηγούμενα δέκα έτη στη Δημοκρατία, ή
(β) είναι ανήλικοι, εκτός εάν η απέλαση είναι απαραίτητη για το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, όπως προβλέπεται στη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τα Δικαιώματα του Παιδιού, της 20ης Νοεμβρίου 1989, η οποία κυρώθηκε με τον περί της Σύμβασης περί των Δικαιωμάτων του Παιδιού (Κυρωτικό) Νόμο.
31.-(1) Οι μόνες ασθένειες που δικαιολογούν μέτρα περιοριστικά του δικαιώματος της ελεύθερης κυκλοφορίας, είναι οι ασθένειες που εγκλείουν κίνδυνο επιδημίας, όπως ορίζονται στις οικείες πράξεις της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, καθώς και άλλες λοιμώδεις νόσοι ή μεταδοτικές παρασιτικές ασθένειες, εφόσον αποτελούν, στη Δημοκρατία, αντικείμενο διατάξεων προστασίας που εφαρμόζονται στους πολίτες της Δημοκρατίας.
(2) Οι ασθένειες που επέρχονται μετά την πάροδο των τριών μηνών από την ημερομηνία άφιξης στη Δημοκρατία, δε δύνανται να αποτελέσουν λόγους για απέλαση από τη Δημοκρατία.
(3) Η αρμόδια αρχή δύναται, στις περιπτώσεις που υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις που το δικαιολογούν, να ζητήσει εντός τριών μηνών από την ημερομηνία άφιξης στη Δημοκρατία, την υποβολή δικαιούχου του δικαιώματος διαμονής σε δωρεάν ιατρική εξέταση από τις Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας, προκειμένου να πιστοποιηθεί ότι δεν πάσχει από καμία από τις αναφερόμενες στο εδάφιο (1) ασθένειες:
32.-(1) Κάθε απόφαση που λαμβάνεται δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 29, κοινοποιείται γραπτώς στους ενδιαφερόμενους και συντάσσεται κατά τρόπο που να τους επιτρέπει να κατανοήσουν το περιεχόμενο και τις συνέπειές της έναντι αυτών.
(2) Οι ενδιαφερόμενοι ενημερώνονται, επακριβώς και πλήρως, για τους λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας επί των οποίων στηρίζεται η ληφθείσα στην περίπτωσή τους απόφαση, εκτός εάν αυτό αντιτίθεται στα συμφέροντα της ασφάλειας της Δημοκρατίας.
(3) Η κοινοποίηση περιέχει μνεία της αρχής ενώπιον της οποίας ο ενδιαφερόμενος δύναται να ασκήσει ιεραρχική προσφυγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 32Α, ή προσφυγή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 33, της προθεσμίας για την άσκηση των εν λόγω προσφυγών, και, της προθεσμίας που τίθεται στον ενδιαφερόμενο για να εγκαταλείψει τη Δημοκρατία η οποία δε δύναται να είναι μικρότερη τους ενός μηνός από την ημερομηνία κοινοποίησης της απόφασης για απέλαση:
32Α.-(1) Οι ενδιαφερόμενοι έχουν δικαίωμα άσκησης ιεραρχικής προσφυγής ενώπιον του Υπουργού προκειμένου να προσβάλουν την απόφαση της αρμόδιας αρχής η οποία λήφθηκε για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας, εις βάρος τους.
(2) Η ιεραρχική προσφυγή που προβλέπεται στο εδάφιο (1), ασκείται εντός προθεσμίας είκοσι (20) ημερών από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης της αρμόδιας αρχής.
(3) Η απόφαση της αρμόδιας αρχής-
(α) καθίσταται εκτελεστή όταν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία για άσκηση ιεραρχικής προσφυγής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1)·
(β) καθίσταται ανεκτέλεστη όταν ασκηθεί κατ’ αυτής εμπρόθεσμα ιεραρχική προσφυγή δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1).
(4) Ο Υπουργός εξετάζει τα γεγονότα και τις περιστάσεις επί των οποίων βασίστηκε η απόφαση της αρμόδιας αρχής και δύναται να προβεί σε μία από τις ακόλουθες ενέργειες:
(α) Να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση·
(β) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση·
(γ)να προβεί σε έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας απόφασης.
(5)Ο Υπουργός εκδίδει την απόφασή του μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών από την ημερομηνία άσκησης της ιεραρχικής προσφυγής.
(6) Σε περίπτωση άσκησης ιεραρχικής προσφυγής δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), ο προσφεύγων δικαιούται να παραμείνει στο έδαφος της Δημοκρατίας μέχρι την έκδοση της απόφασης του Υπουργού.
33.- (1) Οι ενδιαφερόμενοι έχουν δικαίωμα άσκησης προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος -
(α) για να προσβάλουν την απόφαση της αρμόδιας αρχής που λήφθηκε για λόγους δημόσιας τάξης, δημόσιας ασφάλειας ή δημόσιας υγείας εις βάρος τους, εφόσον δεν έχει ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή· ή
(β) για να προσβάλουν την απόφαση του Υπουργού, η οποία εκδόθηκε κατόπιν της άσκησης της ιεραρχικής προσφυγής, που προβλέπεται στο εδάφιο (1).
(2) Όταν η προσφυγή ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά της απόφασης απέλασης συνοδεύεται από ενδιάμεση αίτηση για την αναστολή της εκτέλεσής της, η σωματική απομάκρυνση του ενδιαφερομένου από τη Δημοκρατία δε δύναται να διενεργείται προτού ληφθεί απόφαση επί της ενδιάμεσης αίτησης.
(3) Η αρμόδια αρχή απαγορεύει την είσοδο απελαθέντος ενδιαφερόμενου στη Δημοκρατία κατά τη διάρκεια της διαδικασίας προσφυγής, εκτός εάν το εν λόγω πρόσωπο επιθυμεί να υπερασπισθεί τον εαυτό του αυτοπροσώπως κατά τη δίκη ή εάν η παρουσία του εν λόγω προσώπου είναι απαραίτητη προς το συμφέρον της δίκαιης απονομής της δικαιοσύνης. Η είσοδος απαγορεύεται αν η εμφάνιση του εν λόγω προσώπου μπορεί να προκαλέσει σοβαρή διατάραξη της δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας ή εάν η προσφυγή αφορά άρνηση εισόδου στη Δημοκρατία.
34.-(1) Τα πρόσωπα στα οποία επιβλήθηκε απόφαση απαγόρευσης εισόδου για λόγους δημόσιας τάξης ή δημόσιας ασφάλειας δύνανται να υποβάλουν αίτηση στην αρμόδια αρχή για την άρση της εν λόγω απόφασης μετά από μία εύλογη, ανάλογα με τις περιστάσεις, προθεσμία, και, σε κάθε περίπτωση, μετά την πάροδο τριετίας από την εκτέλεση της οριστικής απόφασης απαγόρευσης εισόδου που έχει ληφθεί νομότυπα σύμφωνα με το κοινοτικό δίκαιο, επικαλούμενα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν ότι υπήρξε ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων που είχαν δικαιολογήσει την απόφαση απαγόρευσης εισόδου.
(2) Η αρμόδια αρχή αποφαίνεται επί των αναφερομένων στο εδάφιο (1) αιτήσεων, εντός έξι μηνών από την υποβολή τους.
(3) Τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) πρόσωπα, δεν έχουν κανένα δικαίωμα εισόδου στη Δημοκρατία ενώ εξετάζεται η αίτησή τους.
35.-(1) Η αρμόδια αρχή δύναται να εκδίδει διατάγματα απέλασης ως παρεπόμενο μέτρο σε σχέση με ποινή φυλάκισης, μόνο εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις των άρθρων 29, 30 και 31.
(2) Κατά την εκτέλεση του διατάγματος απέλασης που εκδόθηκε δυνάμει του εδαφίου (1), η αρμόδια αρχή ελέγχει κατά πόσο ο ενδιαφερόμενος εξακολουθεί να αποτελεί πραγματική απειλή για τη δημόσια τάξη ή τη δημόσια ασφάλεια, και αξιολογεί, επίσης, κατά πόσο έχει, ενδεχομένως, επέλθει ουσιαστική μεταβολή των περιστάσεων αφότου εκδόθηκε το διάταγμα απέλασης.