17.-(1) Πρόσωπο είναι ένοχο αδικήματος, αν:
(α) σκόπιμα καθυστερεί ή παρεμποδίζει Επιθεωρητή κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του ή την άσκηση των εξου σιών του δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν·
(β) παρεμποδίζει ή αποπειράται να παρεμποδίσει οποιοδήπο τε αστυνομικό ή άλλο πρόσωπο που εισήλθε σε υποστατικό μαζί με Επιθεωρητή, σύμ φωνα με τις παραγράφους (β) και/ ή (γ), του εδαφίου (1), του άρθρου 11, αντίστοιχα, το οποίο παρέχει βοήθεια στον Επιθεωρητή·
(γ) παραλείπει να συμμορφωθεί προς οδηγία που δίδεται σ' αυτό από τον Επιθεωρητή δυνάμει της παραγράφου (στ), του εδαφίου (1), του άρθρου 11·
(δ) παραλείπει να παρουσιάσει μέσα σε εύλογο χρονικό διά στημα οποιοδήποτε βιβλίο, έγγραφο ή άλλο στοιχείο, σε γραπτή ή ηλεκτρονική μορφή, που απαιτείται να παρουσιάσει δυνάμει της παραγράφου (ζ), του εδαφίου (1), του άρθρου 11, εκτός αν αποδείξει ότι:
(i) δεν γνώριζε ότι την παρουσίαση την απαιτούσε Επιθεωρητής, ή
(ii) δεν είχε πρόσβαση στο βιβλίο, έγγραφο ή στοιχείο, ή
(iii) δεν είχε εξουσία να το πάρει·
(ε) ενώ είναι πρόσωπο που εμπίπτει στις διατάξεις των υπο παραγράφων (i), (ii) και/ ή (iii), της παραγράφου (η), του εδαφίου (1), του άρ θρου 11, παραλείπει να δώσει, μέσα σε εύλογο χρονικό διά στημα, πληροφορίες που του ζητήθηκαν από Επιθεωρητή, σύμφωνα με την εν λόγω παράγραφο, ή δίδει πληροφορίες που είναι αναληθείς ή λανθασμένες ή ατε λείς·
(στ) ενώ είναι ένα από τα πρόσωπα ή εμπίπτει στις κατηγορίες των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (θ), του εδαφίου (1), του άρθρου 11 παραλείπει, κατόπιν νόμιμης απαίτησης του Επιθεωρητή, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα -
(i) να παράσχει στον Επιθεωρητή ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο που εισήλθε σε υποστατικό μαζί του, ασφαλή πρόσβαση σε οποιοδήποτε μέρος αυτών, και/ ή
(ii) να θέσει στη διάθεση του Επιθεωρητή ή οποιουδήπο τε προσώπου, το οποίο εισήλθε σε υποστατικό μαζί του, οποιαδήποτε μέσα για τη διε ξαγωγή δοκιμών, μετρήσεων, επιθεωρήσεων ή εξετάσεων,
νοουμένου ότι, σε κάθε περίπτωση, έχει την εξουσία να το πράξει και ότι τα μέσα που αναφέρονται στην υποπαρά γραφο (ii), της παραγράφου (θ), του εδαφίου (1), του άρθρου 11 είναι ευλόγως διαθέσι μα·
(ζ) πλαστογραφεί οποιοδήποτε πιστοποιητικό που απαιτείται δυνάμει ή για τους σκοπούς του κανονισμού REACH, του κανονισμού ΕΚ/689/2008, του κανονισμού ΕΚ/440/2008, του παρόντος Νόμου και/ ή οποιωνδήποτε Κανονισμών και διαταγμάτων εκδίδονται δυνάμει αυτού, ανάλογα με την περίπτωση·
(η) δίδει ή υπογράφει τέτοιο πιστοποιητικό εν γνώσει του ότι είναι αναληθές σε σχέση με οποιοδήποτε ουσιώδες στοι χείο·
(θ) εν γνώσει του παρουσιάζει ή χρησιμοποιεί πιστοποιητικό που έχει πλαστογραφηθεί ή είναι ψευδές σε σχέση με οποιοδήποτε ουσιώδες στοιχείο·
(ι) παρουσιάζει ή χρησιμοποιεί ως αφορώντα οποιοδήποτε πρόσωπο, πιστοποιητικά, τα οποία εν γνώσει του δεν αφο ρούν το εν λόγω πρόσωπο·
(ια) παριστάνει πρόσωπο που κατονομάζεται σε τέτοιο πιστοποιητικό·
(ιβ) προσποιείται ψευδώς ότι είναι Επιθεωρητής·
(ιγ) εσκεμμένα συγκατατίθεται στην πιο πάνω πλαστογράφηση, υπογραφή, χρήση, πλαστοπροσωπία ή προσποίηση·
(ιδ) εσκεμμένα προβαίνει σε ψευδή καταχώρηση σε κατάλογο, βιβλίο, ειδοποίηση, πιστοποιητικό ή έγγραφο που απαιτεί ται δυνάμει ή για τους σκοπούς του κανονισμού REACH, του κανονισμού ΕΚ/689/2008, του κανονισμού ΕΚ/440/2008, του παρόντος Νόμου και/ ή οποιωνδήποτε Κανονισμών και διαταγμάτων εκδίδονται δυνάμει αυτού, ανάλογα με την περίπτωση·
(ιε) εσκεμμένα προβαίνει σε ψευδή δήλωση ή υπογράφει ψευδή δήλωση που απαιτείται από, με βάση ή για τους σκοπούς του κανονισμού REACH, του κανονισμού ΕΚ/689/2008, του κανονισμού ΕΚ/440/2008, του παρόντος Νόμου και/ ή οποιωνδήποτε Κανονισμών και διαταγμάτων εκδίδονται δυνάμει αυτού· και/ ή
(ιστ) εν γνώσει του κάνει χρήση τέτοιας ψευδούς καταχώρισης ή δήλωσης, όπως αναφέρεται στην υποπαράγραφο (ιε) πιο πάνω.
(2) Πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει ειδοποίηση συμμόρφωσης είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται στις ποινές που αναφέρονται στο εδάφιο (4).
(3) Πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει ειδοποίηση αναστολής ή απόσυρσης είναι ένοχο αδικήματος και υπόκειται στις ποινές που αναφέρονται στο εδάφιο (4).
(4) Πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις των εδαφίων (1), (2) και (3) είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα ογδόντα χιλιάδες ευρώ (€ 80.000) ή σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρό νια ή και στις δύο αυτές ποινές.
(5) Σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, τα αδικήματα που αναφέρονται στα εδάφια (1), (2) και (3) τιμωρούνται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα ογδόντα χιλιάδες ευρώ (€ 80.000) ή σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα (4) χρό νια ή και στις δύο αυτές ποινές.
18.-(1) Σε περίπτωση που διαπραχθεί ποινικό αδίκημα, με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και/ ή Κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, από νομικό πρόσωπο και αποδεικνύεται ότι το αδίκημα αυτό έχει διαπραχθεί με την συναίνεση ή τη συμπαιγνία ή αποδίδεται σε παράλειψη προσώπου που είναι διευθύνων σύμβουλος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος αξιωματούχος του νομικού αυτού προσώπου ή πρόσωπο που εμφανίζεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, τότε το πρόσωπο αυτό, καθώς επίσης και το νομικό πρόσωπο, είναι ένοχοι ποινικού αδικήματος και υπόκεινται σε ποινική δίωξη σε σχέση με το εν λόγω ποινικό αδίκημα.
(2) Όταν μέλος νομικού προσώπου, χωρίς να είναι διευθύνων σύμβουλος ή διευθυντής, ασκεί αρμοδιότητες διευθύνοντος συμβούλου ή διευθυντή, τότε εφαρμόζεται, σε σχέση με τις πράξεις ή παραλείψεις του, το εδάφιο (1), ως εάν το πρόσωπο αυτό να ήταν διευθύνων σύμβουλος ή διευθυντής του νομικού προσώπου.
19. Σε περίπτωση που δικαστήριο καταδικάζει πρόσωπο για οποιοδήποτε από τα ποινικά αδικήματα με βάση τις διατάξεις του άρθρου 17 και/ ή Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου ή εκδίδει διάταγμα δήμευσης, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 16, αυτό έχει εξουσία, επιπροσθέτως από οποιαδήποτε άλλη διαταγή για έξοδα ή δαπάνες, να διατάξει το καταδικαζόμενο πρόσωπο να αποζημιώσει τον Υπουργό για οποιαδήποτε δαπάνη, στην οποία υποβλήθηκε ή δυνατό να υποβληθεί -
(α)σε σχέση με οποιαδήποτε κατάσχεση ή κατακράτηση από ή για λογαριασμό του Υπουργού.
(β)σε σχέση με τη συμμόρφωση του Υπουργού με οδηγίες του δικαστηρίου για δήμευση.
(γ)σε σχέση με οποιαδήποτε έξοδα επιβαρύνθηκε ο Υπουργός κατά την ενάσκηση των εξουσιών του, δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και/ ή Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού.
20.-(1) Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 19, παράγραφος 3 του κανονισμού ΕΚ/689/2008, αποτελεί αδίκημα για οποιοδήποτε πρόσωπο που έχει αποκτήσει πληροφορίες κατά την άσκηση, είτε από το ίδιο είτε από άλλο πρόσωπο, εξουσιών δυνάμει του παρόντος Νόμου να τις αποκαλύπτει, εκτός αν η αποκάλυψη γίνεται:
(α)με τη συγκατάθεση του προσώπου που έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί ή να τηρεί το εμπορικό μυστικό,
(β)για σκοπούς εφαρμογής οποιωνδήποτε διατάξεων, τις οποίες έχει υποχρέωση διά νόμου να εφαρμόζει, και/ ή
(γ)για σκοπούς ποινικής διαδικασίας.
(2) Πρόσωπο, το οποίο παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του εδαφίου (1), είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης, υπό κειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις ογδόντα χιλιάδες ευρώ (€ 80.000) ή σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) χρόνια ή και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Σε περίπτωση δεύτερης ή μεταγενέστερης καταδίκης, τα αδικήματα που αναφέρονται στο εδάφιο (1) τιμωρούνται με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα ογδόντα χιλιάδες ευρώ (€ 80.000) ή σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει τα τέσσερα (4) χρό νια ή και στις δύο αυτές ποινές.
21. Χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του άρθρου 19, παράγραφος 2 του κανονισμού ΕΚ/689/2008, για σκοπούς καλύτερης προστασίας και ενημέρωσης του κοινού, ο Υπουργός δύναται να δημοσιοποιεί πληροφορίες που αφορούν παραβάσεις του κανονισμού REACH, του κανονισμού ΕΚ/689/2008, του παρόντος Νόμου και/ ή οποιωνδήποτε Κανονισμών και διαταγμάτων εκδίδονται δυνάμει αυτού, ανάλογα με την περίπτωση.
22. Ο παρών Νόμος τίθεται σε ισχύ από την ημερομηνία δημοσίευσής του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
23.-(1) Με την έναρξη ισχύος του παρόντος Νόμου, οι περί Επικίνδυνων Ουσιών Νόμοι του 1991 έως 2004 καταργούνται.
(2) Κανονισμοί, διατάγματα, γνωστοποιήσεις ή άλλης φύσης πράξεις που έγιναν δυνάμει του καταργηθέντος Νόμου που αναφέρεται στο εδάφιο (1), εξακολουθούν να ισχύουν, μέχρις ότου ανακληθούν ή αντικατασταθούν.