14.- (1) Πρόσωπο το οποίο, κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή διατάγματος, -
(α)εισάγει και/ή εξάγει ή αποπειράται να εισαγάγει και/ή να εξαγάγει ελεγχόμενο είδος ή διενεργεί ελεγχόμενη δραστηριότητα, παρά τη γενική απαγόρευση της εισαγωγής και/ή εξαγωγής του συγκεκριμένου ελεγχόμενου είδους ή της διενέργειας ελεγχόμενης δραστηριότητας, ή
(β)εισάγει ή εξάγει ή αποπειράται να εισαγάγει και/ή να εξαγάγει ελεγχόμενο είδος του οποίου η εισαγωγή και/ή η εξαγωγή περιορίζεται ή ρυθμίζεται, ή διενεργεί ελεγχόμενη δραστηριότητα κατά παράβαση οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου ή Κανονισμών ή διατάγματος που εκδίδονται δυνάμει αυτού, ή
(γ)παραβαίνει ή δεν συμμορφώνεται με τους όρους που καθορίζονται στην άδεια που κατέχει, ή
(δ)δηλώνει ή καταθέτει πληροφορίες ή παρουσιάζει έγγραφα τα οποία γνωρίζει, ότι είναι αναληθή ή είναι αναληθή όσον αφορά κάποιο στοιχείο τους για να επιτύχει την έκδοση άδειας, ή
(ε)αποκρύπτει, καταστρέφει ή παραποιεί πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο, έντυπο ή έγγραφο, ή παρέχει ψευδή, ελλιπή, ανακριβή ή παραπλανητική πληροφορία, στοιχεία, βιβλίο, έντυπο ή έγγραφο, ή αρνείται να προσκομίσει οποιοδήποτε από τα πιο πάνω που απαιτούνται στο πλαίσιο έρευνας που διενεργείται με βάση της διατάξεις του άρθρου 13,
είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες ευρώ (€100.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
(2) Πρόσωπο το οποίο -
(α)παραλείπει να παρουσιάσει την άδεια, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 10, και/ή
(β)δεν τηρεί αναλυτικά βιβλία και καταστάσεις των εισαγωγών ή εξαγωγών ή της διενέργειας ελεγχόμενης δραστηριότητας όπως καθορίζεται στις διατάξεις του εδαφίου (2) του άρθρου 10, και/ή
(γ)παραλείπει να υποβάλει στοιχεία, τα οποία του ζητήθηκαν δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11, και/ή
(δ)εσκεμμένα παρεμποδίζει ή παρακωλύει την Αρμόδια Αρχή ή οποιοδήποτε άλλο εξουσιοδοτημένο κρατικό λειτουργό κατά την άσκηση των εξουσιών ή την εκτέλεση των καθηκόντων τους βάσει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών ή διατάγματος ή με οποιοδήποτε φιλοδώρημα, δωροδοκία, υπόσχεση ή άλλο κίνητρο εμποδίζει ή αποπειράται να εμποδίσει οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο από τη δέουσα άσκηση των εξουσιών ή την εκτέλεση των καθηκόντων του,
είναι ένοχο αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις επτά χιλιάδες ευρώ (€7.000) ή και στις δύο αυτές ποινές.
15.-(1) Δικαστήριο που εκδικάζει ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο έχει εξουσία να εκδίδει οποιοδήποτε ενδιάμεσο ή τελικό διάταγμα, απαγορευτικό ή αποτρεπτικό ή προστακτικό που τερματίζει την αναστολή ή επιβάλλει τη μη επανάληψη της πράξης ή της παράλειψης, που συνιστά το ποινικό αδίκημα.
(2) Άνευ επηρεασμού της γενικότητας του εδαφίου (1), εάν πρόσωπο καταδικαστεί για αδίκημα προβλεπόμενο στον παρόντα Νόμο, το Δικαστήριο το οποίο καταδικάζει το εν λόγω πρόσωπο δύναται, εάν κρίνει τούτο δέον, ως εκ των περιστάσεων της υπόθεσης, να διατάξει όπως το ελεγχόμενο είδος και όλα όσα αφορούν την εισαγωγή και/ή εξαγωγή ελεγχόμενου είδους ή την διενέργεια ελεγχόμενης δραστηριότητας δημευθούν:
Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζονται σε σχέση με ελεγχόμενο είδος το οποίο κατακρατείται ή κατάσχεται ως υποκείμενο σε δήμευση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 17 του παρόντος Νόμου.
16. Σε περίπτωση που διαπράττεται ποινικό αδίκημα που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο, από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου, και αποδεικνύεται, είτε ότι έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση ή συνενοχή ή έγκριση, είτε ότι έχει διευκολυνθεί από την επιδειχθείσα αμέλεια φυσικού προσώπου το οποίο, κατά το χρόνο διάπραξης του ποινικού αδικήματος, κατέχει θέση συμβούλου, διευθυντή ή γραμματέα στο νομικό πρόσωπο ή εμφανίζεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, το εν λόγω φυσικό πρόσωπο είναι ένοχο του ίδιου ποινικού αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται στην ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό.
17.-(1) Τελωνειακός λειτουργός δύναται, αφού ενημερώσει την Αρμόδια Αρχή και για διευκόλυνση της ενάσκησης από αυτόν ή από εξουσιοδοτημένο λειτουργό του, οποιασδήποτε από τις εξουσίες που του χορηγούνται από τον παρόντα Νόμο, να κατακρατεί για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) εργάσιμες ημέρες, ελεγχόμενα είδη τα οποία εισάγονται ή προορίζονται για εξαγωγή και τα οποία δημιουργούν εύλογες υποψίες για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(2) Η Αρμόδια Αρχή διενεργεί έρευνα για οτιδήποτε κατακρατείται δυνάμει του παρόντος άρθρου για διαπίστωση της παράβασης, όπως καθορίζεται στις διατάξεις του άρθρου 13, σε συνεργασία, όπου απαιτείται, με άλλες αρχές της Δημοκρατίας και η έρευνα καταλήγει σε πόρισμα εντός τριάντα (30) εργάσιμων ημερών.
(3) Εάν από το πόρισμα της έρευνας που αναφέρεται στο εδάφιο (2) διαπιστωθεί η παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, τα ελεγχόμενα είδη κατάσχονται ως υποκείμενα σε δήμευση, σύμφωνα με τις διατάξεις της τελωνειακής νομοθεσίας, ενώ σε αντίθετη περίπτωση αποδεσμεύονται:
Νοείται ότι, εάν το πόρισμα της έρευνας αναφέρεται σε δυνατότητα θεραπείας της παράβασης, παρέχεται στον ενδιαφερόμενο εύλογος χρόνος για θεραπεία της παράβασης.
(4) Σε περίπτωση που η προθεσμία των τριάντα εργάσιμων (30) ημερών παρέλθει χωρίς η Αρμόδια Αρχή να λάβει οποιαδήποτε μέτρα δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο Διευθυντής του Τμήματος Τελωνείων διατάσσει πάραυτα την αποδέσμευση των ελεγχόμενων ειδών.
(5) Τα έξοδα αποθήκευσης ή κατακράτησης που προκύπτουν από την εφαρμογή του παρόντος άρθρου βαραίνουν τον εισαγωγέα ή εξαγωγέα, ανάλογα με την περίπτωση.
18. Οι διατάξεις της εκάστοτε σε ισχύ τελωνειακής νομοθεσίας που διέπουν τη διενέργεια ανακρίσεων, εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, σε σχέση με τα αδικήματα που καθορίζονται στις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 14 που αφορούν την εισαγωγή ή εξαγωγή ελεγχόμενου είδους.
19.-(1) Σε περίπτωση άσκησης ποινικής δίωξης δυνάμει του παρόντος Νόμου -
(α)απόδειξη, ότι ελεγχόμενο είδος βρισκόταν σε υποστατικό ή άλλο χώρο, που χρησιμοποιείται για την αποθήκευση με σκοπό την εισαγωγή και/ή εξαγωγή, αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία, ότι προοριζόταν για εισαγωγή και/ή εξαγωγή·
(β)απόδειξη ότι προϊόν, που είναι ελεγχόμενο είδος και το οποίο δεν πληροί οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή εκδιδόμενων δυνάμει αυτού Κανονισμών ή διατάγματος ή Κοινοτικού Κανονισμού, Κοινοτικής Οδηγίας ή Κοινοτικής Απόφασης, είναι μέρος μιας παρτίδας ή αποστολής ελεγχόμενου είδους της ίδιας περιγραφής ή κατηγορίας αποτελεί εκ πρώτης όψεως μαρτυρία ότι όλα τα προϊόντα που είναι ελεγχόμενα είδη σε εκείνη την παρτίδα ή αποστολή δεν πληρούν τη συγκεκριμένη διάταξη.
(2) Κάθε εξουσιοδοτημένος λειτουργός που διενεργεί έρευνα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 13, ασκεί τις εξουσίες του βάσει των τεκμηρίων τα οποία καθορίζονται στο εδάφιο (1).
20. Η εξουσία που παρέχεται στον Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων για συμβιβασμό αδικημάτων, δυνάμει της τελωνειακής νομοθεσίας εφαρμόζεται, τηρουμένων των αναλογιών, σε σχέση με τα ποινικά αδικήματα που αφορούν την εισαγωγή και/ή εξαγωγή ελεγχόμενου είδους και καθορίζονται στις διατάξεις των παραγράφων (α) και (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 14.