ΜΕΡΟΣ VIII ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ
Αμοιβαίες συμφωνίες με άλλες χώρες

84. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 169 του Συντάγματος, για σκοπούς εφαρμογής οποιασδήποτε αμοιβαίας συμφωνίας που συνομολογήθηκε με την Κυβέρνηση άλλης χώρας σε θέματα κοινωνικής ασφάλισης, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με διάταγμά του που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, να τροποποιήσει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου για εφαρμογή της συμφωνίας στις περιπτώσεις προσώπων που επηρεάζονται από αυτή.

Αδικήματα και ποινές

85.-(1) Κάθε εργοδότης ή αυτοτελώς εργαζόμενος ο οποίος παραλείπει ή αμελεί να καταβάλει οποιαδήποτε εισφορά ή πρόσθετο τέλος είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τρεις χιλιάδες τετρακόσια ευρώ (€3.400,00) ή και στις δύο αυτές ποινές, σε περίπτωση δε δεύτερης ή κατ’ επανάληψη καταδίκης αυτού για το ίδιο αδίκημα, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα δύο (2) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(2) Σε περίπτωση καταδίκης σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο εργοδότης ή ο αυτοτελώς εργαζόμενος, ανάλογα με την περίπτωση, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλη ποινή στην οποία υπόκειται, υποχρεούται να καταβάλει στο Ταμείο το ποσό των εισφορών ή του πρόσθετου τέλους που παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει και επιπλέον ποσό που δεν υπερβαίνει το 25% του εν λόγω ποσού ή σε περίπτωση δεύτερης ή κατ’ επανάληψη καταδίκης για το ίδιο αδίκημα, επιπλέον ποσό που δεν υπερβαίνει το 50%, όπως ήθελε διατάξει το Δικαστήριο:

Νοείται ότι, το ποσό του οφειλόμενου πρόσθετου τέλους υπολογίζεται κατά την ημέρα της καταδίκης.

(3) Σε κάθε καταδίκη για παράλειψη ή αμέλεια καταβολής εισφορών, μπορεί να προσαχθούν αποδεικτικά στοιχεία για παράλειψη ή αμέλεια του εργοδότη να καταβάλει άλλες εισφορές τις οποίες ήταν υπόχρεος να καταβάλει δυνάμει του παρόντος Νόμου, αναφορικά με το ίδιο ή άλλο πρόσωπο το οποίο αυτός απασχολούσε για οποιαδήποτε περίοδο πριν από την ημερομηνία του αδικήματος, εφόσον μαζί με την κλήση ή το ένταλμα επιδοθεί ειδοποίηση:

Νοείται ότι, εάν η παράλειψη ή αμέλεια αυτή αποδειχτεί, το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει τον εργοδότη να καταβάλει στο Ταμείο ποσό ίσο με το σύνολο των εισφορών που αυτός παρέλειψε ή αμέλησε να καταβάλει.

(4) Κάθε ποσό που οφείλεται στο Ταμείο κατόπιν απόφασης του Δικαστηρίου δυνάμει του παρόντος Νόμου, εισπράττεται ως χρηματική ποινή.

(5) Κάθε ποσό που καταβάλλεται από εργοδότη ή αυτοτελώς εργαζόμενο δυνάμει των εδαφίων (1), (2), (3) και (4) του παρόντος άρθρου, λογίζεται ως πληρωμή που έγινε για την εξόφληση των εισφορών που δεν καταβλήθηκαν:

Νοείται ότι, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 10, ο εργοδότης δεν δικαιούται να ζητήσει ή ανακτήσει από το μισθωτό τις εισφορές που καταβάλλονται από το μισθωτό σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(6) Κάθε πρόσωπο, που για να επιτύχει τη χορήγηση οποιασδήποτε παροχής ή άλλης πληρωμής δυνάμει του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, είτε για τον εαυτό του είτε για άλλο πρόσωπο ή για άλλο σκοπό που σχετίζεται με τον παρόντα Νόμο-

(α) με γνώση του ή από αμέλεια προβαίνει σε ψευδή έκθεση ή ψευδείς παραστάσεις, ή

(β) παρουσιάζει ή παρέχει ή προκαλεί ή επιτρέπει την παρουσίαση ή παροχή εγγράφου ή πληροφορίας, που γνωρίζει ότι είναι ψευδής ως προς κάποιο ουσιώδες στοιχείο,

είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις οκτώ χιλιάδες πεντακόσια ευρώ (€8.500,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(7) Σε περίπτωση καταδίκης οποιουδήποτε προσώπου δυνάμει του εδαφίου (6), το Δικαστήριο δύναται επιπρόσθετα από την επιβολή οποιασδήποτε ποινής να διατάξει την επιστροφή στο Ταμείο του ποσού της παροχής ή της άλλης πληρωμής που καταβλήθηκε παράνομα.

(8) Οποιοσδήποτε παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη του παρόντος Νόμου ή των Κανονισμών που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, για την οποία δεν προβλέπεται ρητά ποινή σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται για κάθε αδίκημα σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα χίλια επτακόσια ευρώ (€1.700,00) ή και στις δύο αυτές ποινές.

(9) Σε περίπτωση που διαπράττεται ποινικό αδίκημα, κατά παράβαση του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού, από νομικό πρόσωπο ή από πρόσωπο που ενεργεί εκ μέρους νομικού προσώπου και αποδεικνύεται είτε ότι έχει διαπραχτεί με τη συγκατάθεση ή συνενοχή ή αμέλεια φυσικού προσώπου, που κατά το χρόνο διάπραξης του ποινικού αδικήματος κατέχει θέση συμβούλου, διευθυντή, γραμματέα ή άλλη παρόμοια θέση στο νομικό πρόσωπο ή εμφανίζεται ότι ενεργεί με τέτοια ιδιότητα, τότε τόσο το εν λόγω φυσικό πρόσωπο όσο και το νομικό πρόσωπο είναι ένοχοι του ίδιου ποινικού αδικήματος και υπόκεινται στην ποινή που προβλέπεται για το αδίκημα αυτό.

(10) Τίποτε από όσα διαλαμβάνονται στο παρόν άρθρο, δεν εμποδίζει το Διευθυντή να διεκδικεί με πολιτική αγωγή οποιοδήποτε ποσό που οφείλεται στο Ταμείο.

Επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε εργοδότες

85Α.-(1)  Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 85Β, όταν επιθεωρητής που έχει διοριστεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 69, διαπιστώσει περίπτωση αδήλωτης εργασίας μισθωτού, έστω και αν πρόκειται για παράνομη απασχόληση, επιβάλλει στον εργοδότη διοικητικό πρόστιμο χιλίων ευρώ (€1.000) για κάθε μισθωτό αναφορικά με το μήνα στον οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση, αυξανόμενο κατά πεντακόσια ευρώ (€500) για κάθε ημερολογιακό μήνα ή οποιοδήποτε μέρος του ημερολογιακού μήνα απασχόλησης, πριν από το μήνα μέσα στον οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση:

Νοείται ότι δεν επιβάλλεται πρόστιμο για οποιοδήποτε ημερολογιακό μήνα απασχόλησης ή μέρος του, που προηγείται της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2017.

(1Α) Σε περίπτωση κατά την οποία ο επιθεωρητής διαπιστώσει επανάληψη της παράβασης της αδήλωτης εργασίας παό τον εργοδότη για δεύτερη ή μεταγενέστερη της δεύτερης φοράς εντός δύο (2) ετών από την επιβολή σε αυτόν προστίμου δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1), το αναφερόμενο στο εν λόγω εδάφιο πρόστιμο των χιλίων ευρώ (€1.000) αυξάνεται για κάθε αδήλωτο μισθωτό στο ποσό των δύο χιλιάδων ευρώ (€2.000) σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης για δεύτερη φορά και στο ποσό των τριών χιλιάδων ευρώ (€3.000) σε περίπτωση επανάληψης της παράβασης για κάθε μεταγενέστερη της δεύτερης φορά.

(2) Όταν ο αναφερόμενος στο εδάφιο (1)  επιθεωρητής διαπιστώσει περίπτωση αδήλωτων αποδοχών επιβάλλει στον εργοδότη το προβλεπόμενο στο εν λόγω εδάφιο διοικητικό πρόστιμο για κάθε μισθωτό, περιλαμβανομένου και παράνομα απασχολούμενου μισθωτού, αναφορικά με τον οποίο διαπράχθηκε η παράβαση:

Νοείται ότι δεν επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο για αδήλωτες αποδοχές αναφορικά με μήνα εισφορών για τον οποίο η προθεσμία καταβολής των αντίστοιχων εισφορών έχει λήξει πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2017.

(3) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (6), το κατά τα εδάφια (1), (1Α) και (2) συνολικό ποσό διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται σε εργοδότη που απασχολεί μέχρι δέκα (10) ασφαλισμένους, δεν μπορεί να υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000), σε κάθε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης.

(4) Ο επιθεωρητής, με τη διαπίστωση της παράβασης και πριν επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο, συντάσσει επί τόπου και επιδίδει στον εργοδότη, με απόδειξη παραλαβής, Ειδοποίηση Διαπίστωσης της Παράβασης στον εγκεκριμένο από τον Διευθυντή τύπο, στην οποία καταγράφεται η διαπίστωση της παράβασης καθώς και η πρόθεση του επιθεωρητή να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο, ενημερώνοντας τον εργοδότη για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας σ’ αυτό το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων εντός προθεσμίας πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία της ειδοποίησης.

(5) Σε περίπτωση που η κατά το εδάφιο (4) προθεσμία παρέλθει άπρακτη ή, αν εντός της προθεσμίας αυτής ο παραβάτης αποτύχει να παρουσιάσει στοιχεία που να αποδεικνύουν ότι δεν διέπραξε τη σχετική παράβαση, τότε ο επιθεωρητής συντάσσει Πράξη Επιβολής Προστίμου, στον εγκεκριμένο από τον Διευθυντή τύπο, την οποία αποστέλλει στον παραβάτη, όχι αργότερα από την επόμενη εργάσιμη ημέρα, με συστημένη επιστολή, η λήψη της οποίας βεβαιώνεται με τη σχετική απόδειξη παραλαβής.

(6) Σε περίπτωση καταβολής του διοικητικού προστίμου εντός της οριζόμενης στο άρθρο 85Ζ προθεσμίας, το πρόστιμο μειώνεται κατά τριάντα τοις εκατό (30%), ενώ σε περίπτωση εκπρόθεσμης καταβολής του αυξάνεται κατά πενήντα ευρώ (€50) για κάθε ημέρα καθυστέρησης.

(7) Το παρόν άρθρο δεν εφαρμόζεται σε νοικοκυριά αναφορικά με την απασχόληση οικιακά εργαζομένων προσώπων ή προσώπων που παρέχουν υπηρεσίες φροντίδας σε μέλη του νοικοκυριού.

Τεκμήριο ελάχιστης περιόδου απασχόλησης

85Β.-(1) Ο μισθωτός, αναφορικά με τον οποίο διαπράχθηκε η κατά το άρθρο 85Α παράβαση, τεκμαίρεται ότι απασχολείτο συνεχώς από τον εργοδότη, στην υπηρεσία του οποίου βρισκόταν την ημέρα διαπίστωσης της παράβασης, για τους αμέσως προηγούμενους έξι (6) μήνες με αποδοχές ίσες με μιάμιση φορά το ποσό των βασικών ασφαλιστέων αποδοχών που ισχύει κατά την ημέρα της παράβασης, εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι η περίοδος απασχόλησης ήταν βραχύτερη ή/και ότι το ποσό αποδοχών ήταν χαμηλότερο:

Νοείται ότι όπου διαπιστώνεται ότι η πραγματική περίοδος απασχόλησης είναι μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών ή και ότι το πραγματικό ποσό αποδοχών ήταν ψηλότερο του τεκμαιρόμενου, λαμβάνεται υπόψη η πραγματική περίοδος ή και το πραγματικό ποσό αποδοχών.

(2) Η τεκμαιρόμενη περίοδος απασχόλησης λογίζεται ως ασφαλιστέα απασχόληση δυνάμει των διατάξεων του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2017 και ως απασχόληση δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, ο οποίος προβλέπει για δικαιώματα των μισθωτών και υποχρεώσεις των εργοδοτών που απορρέουν από την απασχόληση μισθωτού.

Αναστολή λειτουργίας εργασιών εργοδότη

85Γ.-(1) Αν σε εργοδότη επιβληθεί διοικητικό πρόστιμο, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 85Α, για δεύτερη φορά εντός χρονικού διαστήματος δύο (2) ετών, η υπόθεση παραπέμπεται σε Επιτροπή απαρτιζόμενη από τον Διευθυντή, ως πρόεδρο, και δύο (2) Λειτουργούς του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων που ορίζει ο Υπουργός, ως μέλη,  η οποία έχει εξουσία, με αιτιολογημένη απόφασή της και με τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργού, να διατάξει την προσωρινή αναστολή της λειτουργίας του συνόλου της επιχείρησης του εργοδότη ή τμήματος ή τμημάτων αυτής, για χρονικό διάστημα που δεν υπερβαίνει τις σαράντα οκτώ (48) ώρες.

(2) Η Επιτροπή, πριν την έκδοση της απόφασής της, με γραπτή ειδοποίηση, γνωστοποιεί στον εργοδότη την πρόθεσή της να εξετάσει την περίπτωση επιβολής σ’ αυτόν της κατά το εδάφιο (1) κύρωσης και τον πληροφορεί για το δικαίωμά του να εμφανιστεί ενώπιόν της και να ακουστεί.

(3) Η επίδοση της κατά το εδάφιο (2) ειδοποίησης και οποιασδήποτε απόφασης της Επιτροπής γίνεται με την παράδοση των σχετικών εγγράφων στον ενδιαφερόμενο εργοδότη με απόδειξη παραλαβής ή μπορεί να γίνει με συστημένη επιστολή, η λήψη της οποίας βεβαιώνεται με σχετική απόδειξη παραλαβής.

(4) Η Επιτροπή, για την επιβολή της ως ανωτέρω κύρωσης, συνεκτιμά τη σοβαρότητα της παράβασης, παρόμοιες παραβάσεις για τις οποίες επιβλήθηκε διοικητικό πρόστιμο ή αναστολή λειτουργίας της επιχείρησης στο παρελθόν, το συνολικό αριθμό των απασχολούμενων από τον εργοδότη μισθωτών, τον αριθμό των μισθωτών αναφορικά με τους οποίους διαπράχθηκε η παράβαση και το  βαθμό συνεργασίας του εργοδότη με τους αρμόδιους επιθεωρητές στα πλαίσια του ελέγχου της εφαρμογής του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών.

(5) Το χρονικό διάστημα αναστολής της λειτουργίας της επιχείρησης λογίζεται ως ασφαλιστέα απασχόληση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ως απασχόληση δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου ή ατομικής ή συλλογικής σύμβασης ή πρακτικής, που προβλέπει για δικαιώματα των μισθωτών και υποχρεώσεις των εργοδοτών που απορρέουν από την απασχόληση μισθωτού.

Επιβολή διοικητικών κυρώσεων σε αυτοτελώς εργαζομένους

85Δ.-(1) Όταν ο αναφερόμενος στο άρθρο 85Α επιθεωρητής διαπιστώσει περίπτωση αδήλωτης εργασίας αυτοτελώς εργαζόμενου, έστω και αν πρόκειται για παράνομη απασχόληση, επιβάλλει στον εν λόγω εργαζόμενο διοικητικό πρόστιμο διακόσιων ευρώ (€200), αυξανόμενο κατά διακόσια ευρώ (€200) για κάθε ημερολογιακό μήνα ή οποιοδήποτε μέρος του ημερολογιακού μήνα απασχόλησης του αυτοτελώς εργαζόμενου, πριν από το μήνα μέσα στον οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση:

Νοείται ότι δεν επιβάλλεται διοικητικό πρόστιμο για οποιοδήποτε ημερολογιακό μήνα απασχόλησης ή μέρος του,  που προηγείται της ημερομηνίας έναρξης της ισχύος του περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2017:

Νοείται περαιτέρω ότι το συνολικό ποσό διοικητικού προστίμου δεν μπορεί να υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000), για κάθε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης.

(2) Ο αυτοτελώς εργαζόμενος ο οποίος διέπραξε την κατά το παρόν άρθρο παράβαση, τεκμαίρεται ότι απασχολείτο συνεχώς σε ασφαλιστέα απασχόληση, για  τους αμέσως προηγούμενους της παράβασης έξι (6) μήνες:

Νοείται ότι όπου διαπιστώνεται ότι η πραγματική περίοδος απασχόλησης είναι μεγαλύτερη των έξι (6) μηνών λαμβάνεται υπόψη η πραγματική περίοδος.

(3) Οι διατάξεις των εδαφίων (4) μέχρι (7) του άρθρου 85Α εφαρμόζονται κατ’ αναλογία και στις περιπτώσεις επιβολής διοικητικού προστίμου δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου.

Μη νομιμοποίηση παράνομης διαμονής, παραμονής ή απασχόλησης

85Ε.  Οι διατάξεις των άρθρων 85Α μέχρι 85Δ σε καμιά περίπτωση δεν θα ερμηνεύονται ότι νομιμοποιούν τη διαμονή ή την παραμονή ή την απασχόληση οποιουδήποτε παράνομα απασχολούμενου προσώπου, η οποία τερματίζεται αμέσως με τη διαπίστωση της παράβασης.

Υποχρέωση λειτουργών για γνωστοποίηση παραβάσεων στο Διευθυντή

85ΣΤ. Κάθε πρόσωπο το οποίο, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 69, ορίζεται ως επιθεωρητής ή και εξουσιοδοτείται να προβαίνει σε έλεγχο της εφαρμογής οποιασδήποτε νομοθεσίας, άλλης από τον παρόντα Νόμο, η οποία υπάγεται στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, οφείλει, αν, κατά τη διενέργεια οποιουδήποτε ελέγχου σε σχέση με την άλλη νομοθεσία, περιέλθει σε γνώση του παράβαση για την οποία ο παρών Νόμος προβλέπει την επιβολή διοικητικού προστίμου, να γνωστοποιήσει αμέσως το γεγονός στον Διευθυντή, ο οποίος προβαίνει σε όλες τις ενέργειες για άμεση διερεύνηση της υπόθεσης.

Τόπος και χρόνος καταβολής διοικητικού προστίμου

85Ζ. Το διοικητικό πρόστιμο καταβάλλεται στο πλησιέστερο Επαρχιακό Γραφείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της Πράξης Επιβολής Προστίμου.

Κατ’ αναλογία εφαρμογή του άρθρου 82

85Η. Το άρθρο 82 εφαρμόζεται κατ’ αναλογία στις αποφάσεις για την επιβολή διοικητικού προστίμου δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 85Α και 85Δ.

Δικαίωμα υποβολής ένστασης

85Θ.-(1) Πρόσωπο το οποίο δεν ικανοποιείται από οποιαδήποτε απόφαση, που εκδίδεται δυνάμει των άρθρων 85Α, 85Β, 85Δ και 85Ε, δύναται, εντός δεκαπέντε (15) ημερών από τη γνωστοποίηση σ’ αυτό της απόφασης, να υποβάλει ένσταση  στην Επιτροπή Ενστάσεων που απαρτίζεται από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ως πρόεδρο, και δύο (2) Λειτουργούς του ίδιου Υπουργείου, τους οποίους ορίζει ο Υπουργός, ως μέλη και οι οποίοι είναι ιεραρχικά ανώτεροι από τον επιθεωρητή που επέβαλε το διοικητικό πρόστιμο, αναφέροντας γραπτώς την αιτιολογία για την υποβολή της ένστασης και προσκομίζοντας τα αναγκαία υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα.

(2) Ένσταση που δεν συνοδεύεται από τα απαραίτητα υποστηρικτικά στοιχεία και έγγραφα δεν εξετάζεται.

(3) Η υποβολή της ένστασης δεν αναστέλλει την ισχύ της ληφθείσας απόφασης.

(4) Η Επιτροπή Ενστάσεων εξετάζει την ένσταση και αποφασίζει επί αυτής εντός εύλογου χρονικού διαστήματος και κοινοποιεί την απόφασή της στο πρόσωπο που υπέβαλε την ένσταση.

(5) Κατά το χειρισμό της ένστασης, η Επιτροπή Ενστάσεων δύναται να αναθέτει σε λειτουργό του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων ή σε άλλα πρόσωπα που βρίσκονται στην υπηρεσία του Υπουργείου ή σε επιτροπή λειτουργών του Υπουργείου, να εξετάσει τα θέματα που αναφύονται στην ένσταση και να υποβάλει στην Επιτροπή Ενστάσεων έκθεση πριν αυτή εκδώσει την απόφασή της.

(6) Η Επιτροπή Ενστάσεων δύναται –

(α) Να απορρίψει, εν όλω ή εν μέρει, την ένσταση και να επικυρώσει την προσβληθείσα απόφαση ανάλογα˙

(β) να εγκρίνει, εν όλω ή εν μέρει, την ένσταση και να ακυρώσει την προσβληθείσα απόφαση, ανάλογα˙

(γ) να τροποποιήσει την προσβληθείσα απόφαση˙

(δ) να προβεί στην έκδοση νέας απόφασης σε αντικατάσταση της προσβληθείσας˙

(ε) να παραπέμψει την υπόθεση στον Διευθυντή, με εντολή να προβεί σε συγκεκριμένη ενέργεια.

Εξουσία Υπουργού να αποφασίζει για διαδικαστικά ζητήματα

85Ι. Ο Υπουργός δύναται να εκδίδει απόφαση για οποιοδήποτε θέμα διαδικαστικής φύσης σχετικό με τη λειτουργία των αναφερόμενων στα άρθρα 85Γ και 85Θ Επιτροπών, με σκοπό την καλύτερη άσκηση των αρμοδιοτήτων τους.

Άσκηση ποινικών διώξεων

86. Τηρουμένων οποιωνδήποτε οδηγιών του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας-

(α) ποινική δίωξη για αδίκημα προβλεπόμενο από τον παρόντα Νόμο ασκείται από το Διευθυντή∙

(β) κάθε επιθεωρητής ή άλλος λειτουργός που εξουσιοδοτείται από το Διευθυντή, με τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, μπορεί να ασκήσει τη δίωξη, να εμφανιστεί και παραστεί ενώπιον Δικαστηρίου και να ενεργήσει σε κάθε δικαστική διαδικασία, η οποία αρχίζει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, για οποιοδήποτε αδίκημα που εκδικάζεται συνοπτικά.

Διεκδίκηση οφειλόμενων ποσών με πολιτική αγωγή

87.-(1) Όλα τα οφειλόμενα στο Ταμείο ποσά μπορούν να διεκδικηθούν ως χρέη που οφείλονται στη Δημοκρατία και, χωρίς να αποκλείεται οποιοδήποτε άλλο μέτρο, μπορούν να αποτελέσουν ως συμβατικό χρέος το αντικείμενο πολιτικής αγωγής που εγείρεται από το Διευθυντή.

(2) Πολιτική αγωγή, που έχει ως αντικείμενο ποσά τα οποία οφείλονται στο Ταμείο, δύναται να εγερθεί από επιθεωρητή ή άλλο λειτουργό εξουσιοδοτημένο για το σκοπό αυτό με βάση ειδικές ή γενικές οδηγίες του Διευθυντή και κάθε επιθεωρητής ή λειτουργός εξουσιοδοτημένος με αυτόν τον τρόπο, δύναται, με τη συναίνεση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, να διευθύνει τη διεξαγωγή τέτοιας αγωγής.

Αστική ευθύνη εργοδότη για την απώλεια παροχής και παραγραφή

88.-(1) Όταν εργοδότης παραλείπει ή αμελεί -

(α) να καταβάλει οποιαδήποτε εισφορά δυνάμει του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, αναφορικά με μισθωτό που εργοδοτήθηκε από αυτόν, ή

(β) να συμμορφωθεί, σ’ ό,τι αφορά οποιοδήποτε πρόσωπο, με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών που εκδόθηκαν δυνάμει αυτού, που αφορούν στην καταβολή και είσπραξη εισφορών,

και, ως αποτέλεσμα, το πρόσωπο αυτό ή η σύζυγος, ο σύζυγος, η χήρα, ο χήρος ή το τέκνο του απώλεσε ολόκληρη ή μέρος της παροχής την οποία διαφορετικά θα δικαιούταν, τότε ο δικαιούχος δικαιούται να διεκδικήσει από τον εργοδότη με πολιτική αγωγή, ως συμβατικό χρέος, ποσό ίσο με την παροχή που απώλεσε ή, εάν πρόκειται για οποιαδήποτε σύνταξη ή επίδομα αγνοουμένου ή ορφανίας, το ποσό που ο Διευθυντής υπολόγισε ότι διαφορετικά θα καταβαλλόταν στο δικαιούχο.

(2) Δικαστικά μέτρα δύνανται να ληφθούν δυνάμει του παρόντος άρθρου, έστω και εάν έχει ήδη αρχίσει ποινική δίωξη δυνάμει άλλου άρθρου του παρόντος Νόμου, αναφορικά με την ίδια παράλειψη ή αμέλεια.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις κάθε άλλου νόμου για το αντίθετο, δικαστικά μέτρα δυνάμει του παρόντος άρθρου δύνανται να ληφθούν οποτεδήποτε μέσα σ’ ένα έτος από την ημερομηνία κατά την οποία το ενδιαφερόμενο πρόσωπο θα δικαιούταν την παροχή που απώλεσε, εάν δεν υπήρχε η παράλειψη ή αμέλεια του εργοδότη.

Καταβολή χρηματικών ποινών κ.α. στο Ταμείο

89. Οι χρηματικές ποινές, τα τέλη και έξοδα που εισπράττονται δυνάμει του παρόντος Νόμου, καταβάλλονται στο Ταμείο, εκτός εάν προβλέπεται διαφορετικά στον παρόντα Νόμο.

Προτεραιότητα εισφορών σε περίπτωση πτώχευσης ή διάλυσης

90. Μεταξύ των χρεών, τα οποία δυνάμει -

(α) του άρθρου 38 του περί Πτωχεύσεως Νόμου, όπως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, κατά τη διανομή της περιουσίας ή των στοιχείων του ενεργητικού προσώπου που έχει πτωχεύσει,

(β) του άρθρου 300 του περί Εταιρειών Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, σε περίπτωση διάλυσης εταιρείας,

εξοφλούνται κατά προτεραιότητα έναντι των υπόλοιπων χρεών, τα χρέη τα οποία οφείλονται αναφορικά με οποιαδήποτε εισφορά ή υποχρέωση για εισφορά δυνάμει του παρόντος Νόμου, η οποία προέκυψε πριν από τις ακόλουθες ημερομηνίες-

(i) στην πρώτη περίπτωση, πριν από την έκδοση της απόφασης για διορισμό συνδίκου της πτώχευσης, και

(ii) στη δεύτερη περίπτωση, πριν από την έναρξη της διάλυσης της εταιρείας.

Εξαίρεση του Ταμείου από φορολογίες κ.τ.λ.

91. Το Ταμείο εξαιρείται από την πληρωμή -

(α) κάθε δασμού ή τέλους που πληρώνεται δυνάμει του τελωνειακού δασμολογίου που ισχύει σ’ οποιοδήποτε χρόνο για μηχανήματα, συσκευές, περιλαμβανομένων των εξαρτημάτων τους και ανταλλακτικών συσκευών, οχημάτων, οργάνων, εργαλείων, εφοδίων και υλικών οποιασδήποτε φύσης, τα οποία εισάγονται για χρήση από το Ταμείο και δεν προορίζονται για πώληση στο κοινό∙

(β) τελών χαρτοσήμου δυνάμει του νόμου που ισχύει σ’ οποιοδήποτε χρόνο για την πληρωμή τελών χαρτοσήμου∙

(γ) κάθε κυβερνητικού φόρου ή φόρου τοπικής αρχής.

Μείωση εισφορών και ωφελημάτων ταμείων προνοίας

92.-(1) Το ποσοστό εισφοράς του εργοδότη και του μισθωτού σ’ οποιοδήποτε ταμείο προνοίας, που λειτουργούσε στις 6 Οκτωβρίου 1980, μειώνεται κατά τρεις (3) ποσοστιαίες μονάδες για τον καθένα, αναφορικά με τις αποδοχές που λαμβάνονται υπόψη για πληρωμή εισφορών στο ταμείο προνοίας και στο μέτρο που οι αποδοχές αυτές δεν υπερβαίνουν το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών.

(2) Σε περίπτωση που ο εργοδότης είναι υπόχρεος, δυνάμει νόμου, σχεδίου, συλλογικής σύμβασης, συμφωνίας ή οποιασδήποτε άλλης διευθέτησης, να καταβάλει στο μισθωτό ή αναφορικά με αυτόν, ορισμένο ποσό πέραν από το ποσό που συσσωρεύτηκε στο ταμείο προνοίας προς όφελος του εν λόγω μισθωτού, το ορισμένο αυτό ποσό μειώνεται κατά το ποσό που θα καταβαλλόταν στο ταμείο προνοίας και επιπλέον το ποσό των τόκων που θα απέφερε, εάν δεν εφαρμοζόταν η μείωση που ορίζεται στο εδάφιο (1):

Νοείται ότι, σε περίπτωση που το τιμαριθμικό επίδομα δεν λαμβάνεται υπόψη για σκοπούς εισφορών στο ταμείο προνοίας, το εν λόγω ορισμένο ποσό μειώνεται κατά το ποσό που δεν καταβλήθηκε από το μισθωτό λόγω της μείωσης της εισφοράς του και κατά ποσό ίσο με 3% των ασφαλιστέων αποδοχών του μισθωτού, αναφορικά με τις οποίες κατέβαλε εισφορές ο εργοδότης δυνάμει του παρόντος Νόμου, επιπλέον το ποσό των τόκων που θα απέφεραν τα εν λόγω ποσά, εάν καταβάλλονταν στο ταμείο προνοίας.

(3) Οποιαδήποτε πληρωμή από ταμείο προνοίας χωρίς εισφορές μειώνεται κατά ποσό ίσο με 3% των αποδοχών του μισθωτού, αναφορικά με τις οποίες ο εργοδότης κατέβαλε εισφορές δυνάμει του παρόντος Νόμου και επιπλέον τους τόκους που θα απέφερε το εν λόγω ποσό, εάν τοκιζόταν όπως οι καταθέσεις των χρημάτων του Ταμείου.

Μείωση παροχών και εισφορών επαγγελματικών σχεδίων συντάξεων

93.-(1) Το ποσό οποιασδήποτε περιοδικής πληρωμής, που καταβάλλεται σε μισθωτό ή αναφορικά με μισθωτό, από οποιοδήποτε επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων, για περιόδους απασχόλησης από τις 6 Οκτωβρίου 1980 και μετέπειτα, μειώνεται κατά το ποσό της αντίστοιχης συμπληρωματικής παροχής που καταβάλλεται στο μισθωτό ή αναφορικά με αυτόν δυνάμει του παρόντος Νόμου, με βάση τις ασφαλιστέες αποδοχές, για τις οποίες καταβλήθηκαν εισφορές αναφορικά με το μισθωτό για τις εν λόγω περιόδους.

(2) Σε περίπτωση επαγγελματικού σχεδίου συντάξεων που χρηματοδοτείται, τόσο από εισφορές του εργοδότη, όσο και από εισφορές του μισθωτού, το ποσοστό εισφοράς του καθενός από αυτούς προς το εν λόγω σχέδιο μειώνεται εξίσου, λαμβανόμενης υπόψη της μείωσης των παροχών δυνάμει του εδαφίου (1).

(3) Η εισφορά συντάξιμου δημόσιου υπαλλήλου δυνάμει των περί Συντάξεων Νόμων του 1997 έως 2010 για σύνταξη χηρείας και τέκνων αναφορικά με τις συντάξιμες απολαβές του, μέχρι το ανώτατο όριο ασφαλιστέων αποδοχών, μειώνεται κατά μια ποσοστιαία μονάδα.

Μείωση ωφελημάτων μισθωτών που υπάγονται σε ταμείο προνοίας και επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων

94. Σε περίπτωση μισθωτού, που υπάγεται ταυτόχρονα σε ταμείο προνοίας και επαγγελματικό σχέδιο συντάξεων, εφαρμόζονται, είτε οι διατάξεις του άρθρου 92 ή του άρθρου 93, είτε οι διατάξεις και των δύο αυτών άρθρων, σε τέτοια όμως έκταση, ώστε η μείωση που θα προκύψει να μην είναι μεγαλύτερη εκείνης που θα προέκυπτε, εάν εφαρμόζονταν μόνο οι διατάξεις του ενός άρθρου.

Μεταφορά συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων

95.-(1) Ασφαλισμένος, ο οποίος θεμελίωσε δικαίωμα για θεσμοθετημένη σύνταξη από συνταξιοδοτικό σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης βάσει του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, λόγω υπηρεσίας του στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δικαιούται να μεταφέρει στο Ταμείο το αναλογιστικά ισοδύναμο ποσό του δικαιώματος αυτού.

(1Α) Η μεταφορά συνταξιοδοτικού δικαιώματος μπορεί να πραγματοποιηθεί, νοούμενου ότι ο αιτητής δεν έχει συμπληρώσει τη συντάξιμη ηλικία κατά την ημερομηνία μεταφοράς και έχει αρχίσει απασχόληση ως μισθωτός ή αυτοτελώς εργαζόμενος μετά την επιστροφή του στην Κύπρο.

(2)(α) Ασφαλισμένος δικαιούται βάσει του Κανονισμού Υπηρεσιακής Κατάστασης των Υπαλλήλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης να μεταφέρει από το Ταμείο σε συνταξιοδοτικό σχέδιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης ποσό, σύμφωνα με Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.

(β) Από την ημερομηνία μεταφοράς του πιο πάνω ποσού, όλες οι σε πίστη του ασφαλιστικές μονάδες που είχε κατά την ημερομηνία μεταφοράς δεν θα υπολογίζονται για σκοπούς θεμελίωσης δικαιώματος σε οποιασδήποτε παροχή.

(3) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ο τρόπος πίστωσης του ασφαλιστικού λογαριασμού του ασφαλισμένου και ο τρόπος υπολογισμού του μεταφερόμενου ποσού σύμφωνα με το εδάφιο (1), καθώς και οι διαδικασίες που αφορούν τα ποσά που μεταφέρονται σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2) καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται από το Υπουργικό Συμβούλιο.