ΜΕΡΟΣ IV ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΣΥΜΒΑΣΕΩΝ
Τροποποίηση σύμβασης ή συμφωνίας- πλαίσιο κατά τη διάρκεια της ισχύος τους

55Α.-(1) Οι συμβάσεις και οι συμφωνίες-πλαίσιο μπορούν να τροπο-ποιούνται, χωρίς νέα διαδικασία σύναψης σύμβασης, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(α) Όταν οι τροποποιήσεις, ανεξαρτήτως της χρηματικής αξίας τους, προβλέπονται στα έγγραφα της αρχικής σύμβασης με τη μορφή σαφών, ακριβών και ρητών ρητρών αναθεώρησης, συμπεριλαμβανομένων, ενδεχομένως, ρητρών αναθεώρησης τιμών ή προαιρέ-σεων, οι οποίες ορίζουν το πεδίο και τη φύση των ενδεχόμενων τροποποιήσεων ή προαιρέσεων και τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν:

Νοείται ότι, οι ως άνω τροποποιήσεις ή προαιρέσεις απαγορεύεται να μεταβάλλουν τη συνολική φύση της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαίσιo·

(β) για συμπληρωματικά έργα, υπηρεσίες ή προμήθειες από τον ανάδοχο στον οποίο αρχικά ανατέθηκε η σύμβαση, τα οποία έχουν καταστεί απαραίτητα και δεν περιλαμβάνονταν στην αρχική σύμβαση, όταν η αλλαγή αναδόχου-

(i) δεν μπορεί να γίνει για οικονομικούς ή τεχνικούς λόγους, κυρίως για απαιτήσεις εναλλαξιμότητας ή διαλειτουργικότητας με τον υφιστάμενο εξοπλισμό, τις υπηρεσίες ή τις εγκαταστάσεις που αποκτήθηκαν με την αρχική σύμβαση· και

(ii) θα συνεπαγόταν σημαντική αναστάτωση ή ουσιαστική επικάλυψη δαπανών για την αναθέτουσα αρχή:

Νοείται ότι, η όποια αύξηση της τιμής δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατόν (50%) της αξίας της αρχικής σύμβασης, όταν δε επέρχονται διαδοχικές τροποποιήσεις, ο περιορισμός αυτός ισχύει για την αξία κάθε τροποποίησης και οι επακόλουθες τροποποιήσεις δεν πρέπει να αποσκοπούν στη μη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙

(γ) όταν πληρούνται σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:

(i) η ανάγκη τροποποίησης προκύπτει λόγω περιστάσεων που δεν ήταν δυνατό να προβλεφθούν από μια επιμελή αναθέτουσα αρχή·

(ii) η τροποποίηση δεν μεταβάλλει τη συνολική φύση της σύμβασης·

(iii) η όποια αύξηση της τιμής δεν υπερβαίνει το πενήντα τοις εκατόν (50%) της αξίας της αρχικής σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαίσιο, όταν δε επέρχονται διαδοχικές τροποποιήσεις, ο περιορισμός αυτός ισχύει για την αξία κάθε τροποποίησης και οι επακόλουθες τροποποιήσεις δεν πρέπει να αποσκοπούν στη μη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙

(δ) όταν νέος ανάδοχος αντικαθιστά τον ανάδοχο στον οποίο ανατέθηκε αρχικά η σύμβαση από την αναθέτουσα αρχή, συνεπεία-

(i) ρητής ρήτρας αναθεώρησης ή προαίρεσης, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (α), ή

(ii) μερικής ή ολικής διαδοχής του αναδόχου στον οποίο αρχικά ανατέθηκε η σύμβαση, κατόπιν εταιρικής αναδιάρθρωσης, περιλαμβανομένων της ανάληψης δραστηριοτήτων, της συγχώνευσης, της εξαγοράς και της αφερεγγυότητας, από άλλο οικονομικό φορέα ο οποίος πληροί τα κριτήρια ποιοτικής επιλογής που καθορίστηκαν αρχικά, εφόσον η διαδοχή δεν συνεπάγεται άλλες ουσιώδεις τροποποιήσεις της σύμβασης και δεν έχει στόχο τη μη εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος Νόμου·

(ε) όταν οι τροποποιήσεις, ανεξαρτήτως της χρηματικής αξίας τους, δεν είναι ουσιώδεις κατά την έννοια των διαλαμβανομένων στις διατάξεις του εδαφίου (4).

(2) Χωρίς να απαιτείται επαλήθευση τήρησης των προϋποθέσεων των παραγράφων (α) έως (δ) του εδαφίου (4), οι συμβάσεις μπορούν να τροποποιούνται χωρίς νέα διαδικασία σύναψης σύμβασης, όταν η αξία της τροποποίησης είναι κατώτερη και των δύο ακόλουθων τιμών:

(α) Των κατωτάτων ορίων που καθορίζονται στο άρθρο 9· και

(β) του δέκα τοις εκατόν (10%) της αξίας της αρχικής σύμβασης, όσον αφορά τις συμβάσεις υπηρεσιών και προμηθειών και του δεκαπέντε τοις εκατόν (15%) της αξίας της αρχικής σύμβασης, όσον αφορά τις συμβάσεις έργων:

Νοείται ότι, η τροποποίηση δεν μπορεί να μεταβάλλει τη συνολική φύση της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαίσιο, όταν δε επέρχονται διαδοχικές τροποποιήσεις, η αξία τους εκτιμάται βάσει της καθαρής σωρευτικής αξίας των διαδοχικών τροποποιήσεων.

(3) Για τον υπολογισμό της τιμής που προβλέπεται στις διατάξεις του εδαφίου (2) και στις διατάξεις των παραγράφων (β) και (γ) του εδαφίου (1) η προσαρμοσμένη τιμή είναι η τιμή αναφοράς όταν η σύμβαση περιλαμβάνει ρήτρα αναπροσαρμογής τιμών.

(4) Η τροποποίηση σύμβασης ή συμφωνίας-πλαίσιο κατά τη διάρκεια της ισχύος της θεωρείται ουσιώδης, κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου (ε) του εδαφίου (1), όταν καθιστά τη σύμβαση ή τη συμφωνία-πλαίσιο ουσιωδώς διαφορετική ως προς τον χαρακτήρα από εκείνη η οποία συνήφθη αρχικώς και εν πάση περιπτώσει, με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (1) και (2), η τροποποίηση θεωρείται ουσιώδης όταν πληρούται μία από τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

(α) Η τροποποίηση εισάγει όρους οι οποίοι, εάν αποτελούσαν μέρος της αρχικής διαδικασίας σύναψης σύμβασης, θα είχαν οδηγήσει στη συμμετοχή διαφορετικών υποψηφίων από αυτούς που επιλέχθηκαν αρχικώς ή στην αποδοχή άλλης προσφοράς από εκείνη που επιλέγηκε αρχικώς ή θα προσέλκυαν επιπλέον συμμετέχοντες στη διαδικασία σύναψης σύμβασης·

(β) η τροποποίηση μεταβάλλει την οικονομική ισορροπία της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαίσιο υπέρ του αναδόχου, κατά τρόπο που δεν προβλεπόταν στην αρχική σύμβαση ή συμφωνία-πλαίσιο·

(γ) η τροποποίηση επεκτείνει σημαντικά το αντικείμενο της σύμβασης ή της συμφωνίας-πλαίσιο·

(δ) όταν νέος ανάδοχος αντικαθιστά τον ανάδοχο στον οποίο είχε ανατεθεί αρχικώς η σύμβαση, σε περιπτώσεις διαφορετικές από τις προβλεπόμενες στις διατάξεις της παραγράφου (δ) του εδαφίου (1).

(5) Αναφορικά με τροποποιήσεις των διατάξεων δημόσιας σύμβασης ή συμφωνίας-πλαίσιο κατά τη διάρκεια της ισχύος τους οι οποίες είναι  διαφορετικές από τις προβλεπόμενες στα εδάφια (1) και (2), απαιτείται νέα διαδικασία σύναψης σύμβασης, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου