ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΣΥΝΑΛΛΑΓΕΣ ΜΕΤΑΞΥ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΑΡΧΩΝ
Συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων και δημόσιων αρχών

6.-(1) Κατά τις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή, ο πιστωτής δικαιούται, κατά την εκπνοή της προθεσμίας που ορίζουν τα εδάφια (3), (4) ή (6), νόμιμο τόκο υπερημερίας, χωρίς να απαιτείται όχληση, εφόσον πληρούνται οι εξής όροι:

(α) ο πιστωτής έχει εκπληρώσει τις συμβατικές και νομικές του υποχρεώσεις και

(β) ο πιστωτής δεν έχει λάβει το οφειλόμενο ποσό εγκαίρως, εκτός εάν ο οφειλέτης δεν ευθύνεται για την καθυστέρηση.

(2) Το επιτόκιο αναφοράς που εφαρμόζεται:

(α) για το πρώτο εξάμηνο του σχετικού έτους είναι το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιανουαρίου του εν λόγω έτους·

(β) για το δεύτερο εξάμηνο του σχετικού έτους είναι το επιτόκιο που ίσχυε την 1η Ιουλίου του εν λόγω έτους.

(3) Στις εμπορικές συναλλαγές στις οποίες ο οφειλέτης είναι δημόσια αρχή:

(α) η προθεσμία πληρωμής δεν υπερβαίνει κανένα από τα ακόλουθα χρονικά όρια:

(i) τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής από τον οφειλέτη του τιμολογίου ή άλλης ισοδύναμης αίτησης για πληρωμή·

(ii) εφόσον η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου ή της ισοδύναμης αίτησης για πληρωμή δεν είναι βέβαιη, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία της παραλαβής των αγαθών ή της παροχής των υπηρεσιών·

(iii) εφόσον ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή την ισοδύναμη αίτηση για πληρωμή πριν από τα αγαθά ή τις υπηρεσίες, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία της παραλαβής των αγαθών ή την παροχή υπηρεσιών·

(iv) εφόσον προβλέπεται από τον νόμο ή τη σύμβαση διαδικασία αποδοχής ή επαλήθευσης, με την οποία διαπιστώνεται η αντιστοιχία των αγαθών ή υπηρεσιών με τα οριζόμενα στη σύμβαση, και εάν ο οφειλέτης παραλάβει το τιμολόγιο ή την ισοδύναμη αίτηση για πληρωμή νωρίτερα από την ημερομηνία ή την ίδια ημερομηνία κατά την οποία διενεργείται η αποδοχή ή η επαλήθευση, τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία αυτή·

(β) η ημερομηνία παραλαβής του τιμολογίου δεν αποτελεί αντικείμενο συμβατικής συμφωνίας μεταξύ του οφειλέτη και του πιστωτή.

(4) Οι προθεσμίες πληρωμής όπως αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3) μπορούν να παραταθούν σε εξήντα (60) το πολύ ημερολογιακές ημέρες, για:

(α) κάθε δημόσια αρχή που ασκεί οικονομική δραστηριότητα βιομηχανικής ή εμπορικής φύσης, με την προσφορά αγαθών και υπηρεσιών στην αγορά, και η οποία υπόκειται, ως δημόσια επιχείρηση, στις απαιτήσεις διαφάνειας των περί Ελέγχου των Κρατικών Ενισχύσεων (Διαφάνεια Χρηματοοικονομικών Σχέσεων μεταξύ του Δημοσίου και των Δημοσίων Επιχειρήσεων) Κανονισμών του 2007·

(β) δημόσιες επιχειρήσεις που παρέχουν υγειονομική μέριμνα και είναι κατάλληλα αναγνωρισμένες για το σκοπό αυτό.

(5) Η διάρκεια της διαδικασίας αποδοχής ή επαλήθευσης κατά την υποπαράγραφο (iv) της παραγράφου (α) του εδαφίου (3) δεν πρέπει να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημερολογιακές ημέρες από την ημερομηνία παραλαβής των αγαθών ή των υπηρεσιών, εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και σε οποιαδήποτε έγγραφα υποβολής προσφοράς και με την προϋπόθεση ότι δεν είναι κατάφωρα καταχρηστική για τον πιστωτή υπό την έννοια του άρθρου 9.

(6) Η προθεσμία πληρωμής που ορίζεται στη σύμβαση δεν δύναται να είναι μεγαλύτερη από τα χρονικά όρια που προβλέπονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3), εκτός εάν ρητά συμφωνήθηκε διαφορετικά στο κείμενο της σύμβασης και με την προϋπόθεση ότι τούτο δικαιολογείται αντικειμενικά από την ιδιαίτερη φύση ή τα χαρακτηριστικά της σύμβασης και ότι σε κάθε περίπτωση η προθεσμία δεν θα υπερβαίνει τις εξήντα (60) ημερολογιακές ημέρες.

Χρονοδιαγράμματα πληρωμής

7. Ο παρών Νόμος ισχύει με την επιφύλαξη της δυνατότητας των συμβαλλομένων να συμφωνήσουν, τηρουμένων των σχετικών διατάξεων της κυπριακής νομοθεσίας, σε χρονοδιαγράμματα πληρωμής που θα προβλέπουν την καταβολή του οφειλόμενου ποσού σε δόσεις. Στις περιπτώσεις αυτές, εάν οποιαδήποτε από τις δόσεις δεν καταβληθεί έως τη συμφωνημένη ημερομηνία, ο τόκος και η αποζημίωση που προβλέπει ο παρών Νόμος υπολογίζονται με αποκλειστική βάση τα ληξιπρόθεσμα ποσά.

Αποζημίωση γιαέξοδα είσπραξης

8.-(1) Ο πιστωτής, εφόσον καθίσταται απαιτητός τόκος υπερημερίας σε εμπορικές συναλλαγές σύμφωνα με το άρθρο 5 ή το άρθρο 6, δικαιούται να λάβει από τον οφειλέτη το σταθερό ποσό των σαράντα (40) ευρώ. Το ποσό αυτό είναι απαιτητό χωρίς να απαιτείται όχληση και ως αποζημίωση για τα έξοδα είσπραξης του πιστωτή.

(2) Ο πιστωτής δικαιούται, επιπλέον του ποσού που αναφέρεται στο εδάφιο (1), να ζητήσει από τον οφειλέτη εύλογη αποζημίωση για οποιαδήποτε σχετικά υπολειπόμενα έξοδα είσπραξης πάνω από το ποσό αυτό, που οφείλονται στην καθυστερημένη πληρωμή του οφειλέτη. Αυτό δύναται να περιλαμβάνει δαπάνες που οφείλονται, μεταξύ άλλων, στη χρήση δικηγόρου ή οργανισμού είσπραξης οφειλών.