28.-(1) Η διαδικασία διαμεσολάβησης τερματίζεται-
(α) με τη σύναψη μεταξύ των μερών συμφωνίας συμβιβασμού·
(β) με τη σύνταξη πρακτικού περί μη επίτευξης συμφωνίας·
(γ) με συμφωνία των μερών για διακοπή της διαδικασίας·
(δ) σε περίπτωση που ένα από τα μέρη παύσει να συναινεί στη συνέχισή της·
(ε) αν ο διαμεσολαβητής κρίνει ότι για οποιοδήποτε λόγο η συνέχιση της διαμεσολάβησης κατέστη περιττή ή αδύνατη·
(στ) αν ο διαμεσολαβητής κρίνει ότι η συμφωνία συμβιβασμού στην οποία έχουν καταλήξει τα μέρη είναι παράνομη·
(ζ) αν ο διαμεσολαβητής κρίνει ότι η επερχόμενη διευθέτηση της διαφοράς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από το δικαστήριο.
(2) Ο τερματισμός της διαδικασίας διαμεσολάβησης επάγεται τον τερματισμό της εντολής του ίδιου του διαμεσολαβητή.
29. Όλα τα έγγραφα που αφορούν τη διαδικασία διαμεσολάβησης φυλάσσονται από το διαμεσολαβητή για περίοδο τουλάχιστον επτά (7) ετών από την ημερομηνία τερματισμού της διαδικασίας διαμεσολάβησης.
30.-(1) Σε περίπτωση επίτευξης συμφωνίας μεταξύ των μερών για επίλυση συνόλου ή μέρους της διαφοράς τους, ο διαμεσολαβητής συντάσσει γραπτή συμφωνία συμβιβασμού η οποία περιλαμβάνει-
(α) τα στοιχεία του διαμεσολαβητή·
(β) τον τόπο και το χρόνο της διαμεσολάβησης·
(γ) τα στοιχεία των μερών·
(δ) τα στοιχεία των προσώπων που έλαβαν μέρος στη διαδικασία της διαμεσολάβησης·
(ε) τη συμφωνία διαμεσολάβησης αναφορικά με τα ζητήματα που αναφέρονται στο άρθρο 16·
(στ) τους όρους της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν τα μέρη κατά τη διαμεσολάβηση· και
(ζ) την ημερομηνία σύναψής της.
(2) Η συμφωνία συμβιβασμού δύναται επίσης να προβλέπει ότι τα μέρη συγκατατίθενται στην κατάθεση από οποιοδήποτε μέρος αίτησης για εκτέλεση συμφωνίας συμβιβασμού δυνάμει του άρθρου 32.
(3) Η συμφωνία συμβιβασμού υπογράφεται ιδιοχείρως από το διαμεσολαβητή και τα μέρη.
(4) Ο διαμεσολαβητής παρέχει αντίγραφο της συμφωνίας συμβιβασμού στα μέρη.
31.-(1) Σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας κατά τη διαμεσολάβηση, ο διαμεσολαβητής συντάσσει πρακτικό στο οποίο καταγράφει τη μη επίτευξη συμφωνίας συμβιβασμού και το οποίο υπογράφεται από το διαμεσολαβητή και, αν το επιθυμούν, από τα μέρη.
(2) Ο διαμεσολαβητής παρέχει αντίγραφο του πρακτικού που αναφέρεται στο εδάφιο (1) στα μέρη στη διαμεσολάβηση.
32.-(1) Αίτηση για εκτέλεση συμφωνίας συμβιβασμού δύναται να κατατεθεί στο δικαστήριο -
(α) από κοινού από όλα τα μέρη· ή
(β) από ένα εκ των μερών με τη ρητή συγκατάθεση των υπολοίπων μερών εκτός αν η ρητή συγκατάθεση των υπολοίπων προς το σκοπό αυτό παρέχεται δυνάμει της συμφωνίας συμβιβασμού.
(2) Αν η συμφωνία συμβιβασμού είναι διατυπωμένη σε γλώσσα άλλη από την Ελληνική γλώσσα, το δικαστήριο δύναται να ζητήσει και την προσκόμιση δεόντως κεκυρωμένης μετάφρασης αυτής στην Ελληνική γλώσσα.
(3) Μετά από αίτηση που κατατίθεται δυνάμει του εδαφίου (1), το δικαστήριο δύναται να-
(α) κηρύξει το σύνολο ή μέρος της συμφωνίας συμβιβασμού ως εκτελεστό κατά τον ίδιο τρόπο που εκτελείται δικαστική απόφαση ή διάταγμα με την ίδια ισχύ και σε τέτοια περίπτωση δύναται να εκδοθεί δικαστική απόφαση με περιεχόμενο εκείνο της συμφωνίας συμβιβασμού· ή
(β) απορρίψει την αίτηση για εκτέλεση της συμφωνίας συμβιβασμού, αν κρίνει ότι το περιεχόμενο της συμφωνίας αντίκειται στο νόμο ή δεν είναι εκτελεστό ή αν η διαφορά δεν μπορεί να επιλυθεί με διαμεσολάβηση.
(4) Απόφαση του δικαστηρίου να απορρίψει αίτηση για εκτέλεση συμφωνίας συμβιβασμού για τους λόγους που αναφέρονται στο εδάφιο (3) δύναται να εφεσιβληθεί με τον ίδιο τρόπο που εφεσιβάλλεται δικαστική απόφαση.
(5) Αρμόδιο να λαμβάνει αιτήσεις σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου είναι το δικαστήριο στη δικαιοδοσία του οποίου εμπίπτει η συγκεκριμένη διαφορά, σύμφωνα με τους νόμους της Δημοκρατίας, και ανεξαρτήτως του τόπου διεξαγωγής της διαδικασίας διαμεσολάβησης.
(6) Το παρόν άρθρο δεν θίγει τους κανόνες που ισχύουν για την αναγνώριση και την εφαρμογή σε άλλο κράτος μέλος συμφωνίας συμβιβασμού, η οποία έχει κηρυχθεί εκτελεστή σύμφωνα με το παρόν άρθρο.