8.-(1) Η Διοικητική Αρχή λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, ώστε τα στοιχεία διαλειτουργικότητας-
(α) να διατίθενται στην αγορά μόνον εφόσον επιτρέπουν την επίτευξη της διαλειτουργικότητας του σιδηροδρομικού συστήματος, τηρουμένων των βασικών απαιτήσεων·
(β) να χρησιμοποιούνται στον τομέα χρήσης τους σύμφωνα με τον προορισμό τους και να εγκαθίστανται και να συντηρούνται δεόντως:
Νοείται ότι, οι διατάξεις αυτές δεν αποτελούν κώλυμα για τη θέση στην αγορά αυτών των στοιχείων για άλλες εφαρμογές.
(2) Η Διοικητική Αρχή δεν δύναται, επικαλούμενη τον παρόντα Νόμο, να απαγορεύσει, να περιορίζει ή να εμποδίζει την τοποθέτηση στην αγορά στοιχείων διαλειτουργικότητας προοριζομένων να χρησιμοποιηθούν στο σιδηροδρομικό σύστημα, εφόσον αυτά πληρούν τις διατάξεις του παρόντος Νόμου. Ειδικότερα, δεν μπορεί να απαιτεί τη διενέργεια ελέγχων που έχουν ήδη πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο της διαδικασίας για τη δήλωση πιστότητας «CE» ή καταλληλότητας χρήσης, της οποίας τα στοιχεία παρατίθενται στο Τέταρτο Παράρτημα του παρόντος Νόμου.
9.-(1) Η Διοικητική Αρχή λαμβάνει υπόψη κατά πόσο τα στοιχεία διαλειτουργικότητας που συνοδεύονται από δήλωση πιστότητας «CE» ή καταλληλότητας χρήσης πληρούν τις βασικές απαιτήσεις του παρόντος Νόμου.
(2) Ένα στοιχείο διαλειτουργικότητας θεωρείται ότι πληροί τις βασικές απαιτήσεις, εφόσον συμμορφώνεται προς τις προϋποθέσεις που ορίζονται στις αντίστοιχες ΤΠΔ ή προς τις ευρωπαϊκές προδιαγραφές που έχουν συνταχθεί για τη συμμόρφωση προς τις εν λόγω προϋποθέσεις.
(3) Κάθε στοιχείο διαλειτουργικότητας υποβάλλεται στη διαδικασία αξιολόγησης της πιστότητας και της καταλληλότητας χρήσης που εμφαίνεται στην αντίστοιχη ΤΠΔ και συνοδεύεται από τη σχετική δήλωση.
(4) Ανταλλακτικά για υποσυστήματα που έχουν ήδη τεθεί σε χρήση κατά την έναρξη ισχύος των αντίστοιχων ΤΠΔ μπορούν να εγκαθίστανται στα υποσυστήματα αυτά χωρίς να χρειάζεται να υποβληθούν στη διαδικασία που προβλέπεται στο εδάφιο (3).
(5) Οι ΤΠΔ μπορεί να προβλέπουν μεταβατική περίοδο για τα προϊόντα σιδηροδρόμων τα οποία οι ΤΠΔ προσδιορίζουν ως στοιχεία διαλειτουργικότητας και έχουν ήδη τοποθετηθεί στην αγορά όταν αυτές αρχίζουν να ισχύουν˙ τα στοιχεία αυτά πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις του εδαφίου (1) του άρθρου 8 του παρόντος Νόμου.
10.-(1) Για να συντάξει τη δήλωση πιστότητας «CE» ή καταλληλότητας χρήσης ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας, ο κατασκευαστής ή ο εγκατεστημένος στην Δημοκρατία αντιπρόσωπός του εφαρμόζει τις διατάξεις που προβλέπονται από τις σχετικές ΤΠΔ.
(2) Εφόσον απαιτείται από την αντίστοιχη ΤΠΔ, η αξιολόγηση της πιστότητας ή της καταλληλότητας χρήσης ενός στοιχείου διαλειτουργικότητας, πραγματοποιείται από το κοινοποιημένο οργανισμό στον οποίο έχει υποβάλει σχετική αίτηση ο κατασκευαστής ή αντιπρόσωπός του, που είναι εγκατεστημένος στη Δημοκρατία.
(3) Όταν τα στοιχεία διαλειτουργικότητας αποτελούν αντικείμενο άλλων νομοθεσιών που αφορούν άλλες πτυχές, η δήλωση πιστότητας «CE» ή καταλληλότητας χρήσης αναφέρει, στην περίπτωση αυτή, ότι τα στοιχεία διαλειτουργικότητας ανταποκρίνονται και στις απαιτήσεις των εν λόγω νομοθεσιών.
(4) Εάν ούτε ο κατασκευαστής ούτε ο εγκατεστημένος στη Δημοκρατία αντιπρόσωπός του έχουν τηρήσει τις υποχρεώσεις των εδαφίων (1) και (3), οι υποχρεώσεις αυτές βαρύνουν κάθε άλλον που τοποθετεί το στοιχείο διαλειτουργικότητας στην αγορά:
Νοείται ότι, τις ίδιες υποχρεώσεις υπέχει, σε ό,τι αφορά τον παρόντα Νόμο, και το πρόσωπο που συναρμολογεί στοιχεία διαλειτουργικότητας ή μέρος στοιχείων διαλειτουργικότητας διαφόρων προελεύσεων ή κατασκευάζει τα στοιχεία διαλειτουργικότητας για ιδία χρήση.
(5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου:
(α) κάθε διαπίστωση της Διοικητικής Αρχής ότι έχει εκδοθεί παρατύπως δήλωση πιστότητας «CE», συνεπάγεται για τον κατασκευαστή ή τον εγκατεστημένο στη Δημοκρατία αντιπρόσωπό του την υποχρέωση να αποκαθιστά, εφόσον είναι αναγκαίο, τη συμμόρφωση του στοιχείου διαλειτουργικότητας και να μεριμνά για την παύση της παράβασης, υπό τους όρους που καθορίζει η συγκεκριμένη Διοικητική Αρχή,
(β) αν η μη συμμόρφωση συνεχιστεί, η Διοικητική Αρχή λαμβάνει όλα τα κατάλληλα μέτρα για να περιορίσει ή να απαγορεύσει την τοποθέτηση του σχετικού στοιχείου διαλειτουργικότητας στην αγορά ή να εξασφαλίσει την απόσυρσή του από την αγορά, σύμφωνα με τις διαδικασίες του άρθρου 9 του παρόντος Νόμου.
11. Όταν η Διοικητική Αρχή διαπιστώνει ότι ένα στοιχείο διαλειτουργικότητας, το οποίο συνοδεύεται από τη δήλωση πιστότητας «CE» ή καταλληλότητας χρήσης, διατίθεται στην αγορά και χρησιμοποιείται σύμφωνα με τον προορισμό του, ενδέχεται να μην ικανοποιεί τις βασικές απαιτήσεις, λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο για να περιορίσει την εφαρμογή του ή να απαγορεύσει τη χρήση του ή να το αποσύρει από την αγορά.