14.-(1) Παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, και των Κανονισμών τιμωρείται, ανεξάρτητα αν συντρέχει περίπτωση ποινικής ή άλλης νομικής διάταξης, με διοικητικό πρόστιμο από πεντακόσια ευρώ (€500) μέχρι και δύο χιλιάδες ευρώ (€2.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της βεβαιούμενης παράβασης.
(2) Το διοικητικό πρόστιμο επιβάλλεται στον πάροχο υπηρεσιών με αιτιολογημένη απόφαση του Διευθυντή που βεβαιώνει την παράβαση.
(3) Το ύψος του κατά περίπτωση επιβαλλόμενου διοικητικού προστίμου καθορίζεται ενδεικτικά σε γνωστοποίηση του Υπουργού, στην οποία περιέχονται οι βασικές παραβάσεις μαζί με τα ανάλογα διοικητικά πρόστιμα, χωρίς τούτο να περιορίζει, μέσα στα πλαίσια των οδηγιών, τη διακριτική ευχέρεια του Διευθυντή, που βεβαιώνει τη συγκεκριμένη παράβαση, να αποφασίζει ελεύθερα, με βάση τα κατά περίπτωση πραγματικά περιστατικά.
(4)(α) Ο Διευθυντής κοινοποιεί γραπτώς στον πάροχο υπηρεσιών την απόφαση του για επιβολή διοικητικού προστίμου και τη συγκεκριμένη παράβαση για την οποία επιβάλλεται το διοικητικό πρόστιμο.
(β) Κατά της απόφασης περί επιβολής διοικητικού προστίμου δύναται να ασκηθεί ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού.
(γ) Η ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού ασκείται μέσα σε ανατρεπτική προθεσμία δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την ημέρα που κοινοποιήθηκε στον προσφεύγοντα η απόφαση του Διευθυντή.
(5) Η κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (4) προσφυγή αναστέλλει την εκτέλεση της απόφασης που προσβάλλεται μέχρι την έκδοση απόφασης επί της ιεραρχικής προσφυγής.
(6) Το ποσό του διοικητικού προστίμου περιέρχεται οριστικά στη Δημοκρατία, αν περάσει άπρακτη η προς άσκηση προσφυγής ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου προθεσμία των εβδομήντα πέντε (75) ημερών από της κοινοποίησης της απόφασης περί επιβολής της χρηματικής ποινής ή, σε περίπτωση που κατά την παράγραφο (β) του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου ασκείται ιεραρχική προσφυγή ενώπιον του Υπουργού, από της κοινοποίησης της επί της προσφυγής απόφασης του Υπουργού.
(7) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής του κατά τον παρόντα Νόμο επιβαλλόμενου διοικητικού προστίμου από το Διευθυντή, λαμβάνονται δικαστικά μέτρα και εισπράττεται το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία.
15. -(1) Πρόσωπο το οποίο:
(α) παρέχει υπηρεσίες κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4.
(β) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε υποχρέωση η οποία επιβάλλεται σ’ αυτό δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
(γ) παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε νόμιμη οδηγία ή εντολή που δίνεται σ΄ αυτό από οποιοδήποτε εξουσιοδοτημένο υπάλληλο ή αστυνομικό ή παρακωλύει αυτούς στην άσκηση των καθηκόντων και αρμοδιοτήτων τους.
(δ) ενώ δεν είναι πάροχος υπηρεσιών, διαφημίζει ή χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο τον όρο «πάροχος υπηρεσιών εκμίσθωσης οχημάτων χωρίς οδηγό», ή άλλο παρεμφερή όρο, επωνυμία ή επιγραφή.
διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε φυλάκιση για περίοδο που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τα πέντε χιλιάδες ευρώ (€5.000) ή και στις δύο αυτές ποινές. Το Δικαστήριο δύναται, επιπρόσθετα από την επιβολή ποινής σύμφωνα με τα πιο πάνω, να διατάξει τη δέσμευση του οχήματος που εκμισθώνεται.
(2) Σε περίπτωση που πρόσωπο έχει ήδη δικαστεί δυνάμει του παρόντος άρθρου και συνεχίζει να παραβαίνει τις διατάξεις του άρθρου αυτού, διαπράττει ποινικό αδίκημα και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε χρηματική ποινή, που δεν υπερβαίνει τα διακόσια ευρώ (€200) για κάθε μέρα κατά την οποία συνεχίζεται η παράβαση.