69. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει την εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, παρακολουθεί δε, με τις κατάλληλες μεθόδους που υιοθετεί και εφαρμόζει, τη διαρκή συμμόρφωση των ΔΟΕΕ με τις υποχρεώσεις τους που προκύπτουν από τον παρόντα Νόμο. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το ότι είναι η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ.
70.-(1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί την προληπτική εποπτεία των ΔΟΕΕ της Δημοκρατίας, ανεξάρτητα από το εάν ο ΔΟΕΕ διαχειρίζεται ή/και διαθέτει μερίδια ΟΕΕ σε άλλο κράτος μέλος, χωρίς επηρεασμό των διατάξεων της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ που αναθέτουν την ευθύνη εποπτείας στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής του ΔΟΕΕ.
(2) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος υποδοχής ΔΟΕΕ, ασκεί την εποπτεία της συμμόρφωσης του ΔΟΕΕ προς τα άρθρα 13 και 15, εφόσον αυτός διαχειρίζεται ή/και διαθέτει μερίδια ΟΕΕ, δια μέσου υποκαταστήματος, στη Δημοκρατία.
(3) ΔΟΕΕ της Δημοκρατίας ο οποίος διαχειρίζεται ή/και διαθέτει μερίδια ΟΕΕ δια μέσου υποκαταστήματος, σε άλλο κράτος μέλος ως κράτος μέλος υποδοχής του, εποπτεύεται από τις αρμόδιες αρχές αυτού του κράτους, ως προς την εφαρμογή των Άρθρων 12 και 14 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ.
(4) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος υποδοχής ΔΟΕΕ, δύναται να απαιτεί από αυτόν το ΔΟΕΕ που διαχειρίζεται ή διαθέτει μερίδια ΟΕΕ στη Δημοκρατία, ανεξάρτητα από το εάν αυτό διενεργείται δια μέσου υποκαταστήματος, να παρέχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς τις απαιτούμενες πληροφορίες για την εποπτεία της συμμόρφωσής αυτού του ΔΟΕΕ με τους κανόνες οι οποίοι εφαρμόζονται επ’ αυτού και ο έλεγχος της εφαρμογής των οποίων εμπίπτει στις εποπτικές αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Η προαναφερόμενη απαίτηση δεν είναι αυστηρότερη από εκείνες τις οποίες το δίκαιο της Δημοκρατίας επιβάλλει στους ΔΟΕΕ της Δημοκρατίας, για τον έλεγχο της συμμόρφωσής τους με τους ίδιους κανόνες.
(5) Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος υποδοχής ΔΟΕΕ, διαπιστώσει ότι αυτός ο ΔΟΕΕ που διαχειρίζεται και/ή διαθέτει μερίδια ΟΕΕ στη Δημοκρατία, ανεξάρτητα από το εάν αυτό διενεργείται δια μέσου υποκαταστήματος, έχει παραβεί κανόνα την εφαρμογή του οποίου η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εποπτεύει, η τελευταία απαιτεί από αυτόν το ΔΟΕΕ να παύσει την παράβαση και ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής αυτού του ΔΟΕΕ.
(6) Εάν ο προβλεπόμενος στο εδάφιο (5) ΔΟΕΕ αρνηθεί να παράσχει στην Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πληροφορίες που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων της, ή δεν λάβει τα αναγκαία μέτρα ώστε να παύσει την παράβαση που αναφέρεται στο εδάφιο (5), η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει σχετικά τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής αυτού του ΔΟΕΕ.
(7) Σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή εποπτείας ΔΟΕΕ της Δημοκρατίας, λάβει ενημέρωση από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αυτού του ΔΟΕΕ ότι αυτός είτε αρνείται να παράσχει σε αυτές τις αρχές πληροφορίες που εμπίπτουν στο πεδίο των αρμοδιοτήτων τους, ή δεν λαμβάνει τα αναγκαία μέτρα ώστε να παύσει την παράβαση κανόνα του κράτους μέλους υποδοχής, το συντομότερο δυνατό -
(α) λαμβάνει κάθε αναγκαίο μέτρο, για να διασφαλίζει ότι αυτός ο ΔΟΕΕ θα παράσχει τις πληροφορίες που ζητούν οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής, ή θα παύσει τη παράβαση, ανακοινώνοντας τη φύση αυτών των μέτρων στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής του ΔΟΕΕ∙ και
(β) ζητεί τις απαραίτητες πληροφορίες από τις σχετικές εποπτικές αρχές τρίτης χώρας.
Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ανακοινώνει σε προαναφερόμενη αρμόδια αρχή κράτους μέλους υποδοχής αυτού του ΔΟΕΕ τη φύση των μέτρων τα οποία λαμβάνει σύμφωνα με την παράγραφο (α).
(8) Εάν, παρά τη λήψη μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής του ΔΟΕΕ σύμφωνα με την παράγραφο 5 του Άρθρου 45 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ, ή εξαιτίας ανεπάρκειας αυτών των μέτρων ή μη εφαρμογής τους σε αυτό το κράτος, ο εν λόγω ΔΟΕΕ εξακολουθεί να αρνείται να παρέχει τις πληροφορίες που ζητεί η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου, ή εξακολουθεί να παραβαίνει κανόνα από εκείνους οι οποίοι εφαρμόζονται επ’ αυτού και ο έλεγχος της εφαρμογής των οποίων εμπίπτει στις αρμοδιότητες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται, αφού ειδοποιήσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής αυτού του ΔΟΕΕ, να λαμβάνει τα ενδεδειγμένα μέτρα, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που ορίζονται στα άρθρα 71 και 74 του παρόντος Νόμου, για την πρόληψη ή την καταστολή νέων παραβάσεων και, εφόσον είναι αναγκαίο, την απαγόρευση στο συγκεκριμένο ΔΟΕΕ να πραγματοποιεί περαιτέρω συναλλαγές στη Δημοκρατία. Όταν δε η λειτουργία που ασκείται στη Δημοκρατία από αυτόν το ΔΟΕΕ συνίσταται στη διαχείριση ΟΕΕ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να απαιτεί από αυτόν το ΔΟΕΕ να παύσει τη διαχείριση τέτοιου ΟΕΕ.
(9) Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, όταν η Δημοκρατία είναι κράτος μέλος υποδοχής ΔΟΕΕ, έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύει ότι αυτός ο ΔΟΕΕ παραβαίνει υποχρέωσή του που απορρέει από κανόνα την εφαρμογή του οποίου δεν εποπτεύει, αναφέρει αυτή τη διαπίστωσή της στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής αυτού του ΔΟΕΕ, ώστε αυτές να λάβουν τα δέοντα μέτρα σύμφωνα με την παράγραφο 7 του Άρθρου 45 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ.
(10) Σε περίπτωση που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ΔΟΕΕ, ενημερωθεί από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής αυτού του ΔΟΕΕ ότι οι τελευταίες έχουν συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να πιστεύουν ότι αυτός ο ΔΟΕΕ παραβαίνει υποχρέωσή του που απορρέει από κανόνα, την εφαρμογή του οποίου δεν εποπτεύουν αυτές οι αρχές, λαμβάνει τα δέοντα μέτρα στα οποία συμπεριλαμβάνεται, εάν χρειάζεται, και αίτημα για παροχή πρόσθετων πληροφοριών από τις σχετικές αρχές εποπτείας τρίτης χώρας.
(11) Εάν, παρά τη λήψη μέτρων από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής προβλεπόμενου στο εδάφιο (9) ΔΟΕΕ ή εξαιτίας ανεπάρκειας αυτών των μέτρων, ή επειδή οι αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής αυτού του ΔΟΕΕ δεν προβαίνουν σε ενέργειες εντός εύλογου χρονικού διαστήματος, αυτός ο ΔΟΕΕ εμμένει σε ενέργειες που βλάπτουν σαφώς τα συμφέροντα των επενδυτών σχετικού ΟΕΕ στη Δημοκρατία, τη χρηματοοικονομική σταθερότητα ή την ακεραιότητα της αγοράς στη Δημοκρατία, ως κράτος μέλος υποδοχής αυτού του ΔΟΕΕ, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται, αφού ενημερώσει τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής αυτού του ΔΟΕΕ, να λαμβάνει κάθε κατάλληλο μέτρο που απαιτείται για την προστασία των επενδυτών του ΟΕΕ στη Δημοκρατία, τη διασφάλιση της χρηματοοικονομικής σταθερότητας ή της ακεραιότητας της αγοράς στη Δημοκρατία, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να απαγορεύσει σε αυτόν το ΔΟΕΕ να διαθέτει πλέον μερίδια του σχετικού ΟΕΕ στη Δημοκρατία.
(12) Η διαδικασία που ορίζεται στα εδάφια (9), (10) και (11) εφαρμόζεται επίσης σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας που είναι κράτος μέλος υποδοχής του ΔΟΕΕ, έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να διαφωνεί με την αδειοδότηση ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ από τις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους αναφοράς του.
(13) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, δύναται να ενεργεί σύμφωνα με την παράγραφο 10 του Άρθρου 45 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ.
71.-(1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει όλες οι εξουσίες εποπτείας και διερεύνησης που είναι απαραίτητες για την άσκηση των λειτουργιών της. Αυτές οι εξουσίες ασκούνται με οποιοσδήποτε από τους ακόλουθους τρόπους:
(α) άμεσα∙
(β) σε συνεργασία με άλλες αρχές∙
(γ) υπό την ευθύνη της, αλλά με ανάθεση σε οντότητες στις οποίες έχουν μεταβιβαστεί καθήκοντα∙
(δ) ύστερα από αίτηση στις αρμόδιες δικαστικές αρχές.
(2) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει τις ακόλουθες εξουσίες:
(α) να έχει πρόσβαση σε οποιοδήποτε έγγραφο, υπό οποιαδήποτε μορφή και να λαμβάνει αντίγραφό του∙
(β) να ζητεί πληροφορίες από οποιοδήποτε πρόσωπο, σε σχέση με δραστηριότητα ΔΟΕΕ ή ΟΕΕ την οποία εποπτεύει και, εάν αυτό είναι απαραίτητο, να καλεί και να ανακρίνει οποιοδήποτε πρόσωπο για τη συγκέντρωση πληροφοριών∙
(γ) να διενεργεί επιτόπιους ελέγχους, με ή χωρίς προηγούμενη ειδοποίηση∙
(δ) να απαιτεί κάθε υπάρχουσα καταγραφή τηλεφωνικής συνδιάλεξης ή ανταλλαγής δεδομένων∙
(ε) να απαιτεί τη διακοπή κάθε πρακτικής που είναι αντίθετη τον παρόντα Νόμο ή με διάταξη που θεσπίζεται κατ’ εξουσιοδότησή του∙
(στ) να ζητεί, με αίτηση προς αρμόδιο δικαστήριο, τη δέσμευση ή την κατάσχεση περιουσιακών στοιχείων∙
(ζ) να επιβάλλει προσωρινή απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας με την ακόλουθη διαδικασία:
(i) σε περίπτωση που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς διαπιστώσει ότι πρόσωπο ενεργεί κατά παράβαση του παρόντος Νόμου ή κανονιστικής διοικητικής πράξης που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότησή του, δύναται να επιβάλλει στο πρόσωπο αυτό προσωρινή απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις πέντε (5) μέρες, με δυνατότητα παράτασης, για μία ή περισσότερες φορές, διάρκειας πέντε (5) ή λιγότερων ημερών, για τερματισμό της εν λόγω παράβασης, και
(ii) το πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται η πιο πάνω απαγόρευση, οφείλει κατά το χρόνο που ισχύει η απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας να προβαίνει σε όλες τις ενδεδειγμένες ενέργειες για άρση των λόγων για τους οποίους επιβλήθηκε η απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας και
(iii) εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ικανοποιηθεί ότι οι λόγοι που επέβαλαν την απαγόρευση άσκησης επαγγελματικής δραστηριότητας εξέλειπαν πριν από την εκπνοή της πρώτης ή οποιασδήποτε πενθήμερης περιόδου, δύναται να επιτρέψει την άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας πριν από τον καθορισμένο χρόνο εκπνοής∙
(η) να απαιτεί την παροχή πληροφοριών από εγκεκριμένο ΔΟΕΕ, θεματοφύλακα ΟΕΕ ή ελεγκτή∙
(θ) να λαμβάνει κάθε μέτρο που να εξασφαλίζει ότι ΔΟΕΕ ή θεματοφύλακας ΟΕΕ θα συνεχίσει να συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του που απορρέουν από τον παρόντα Νόμο∙
(ι) με οδηγία της να καθορίζει τη διαδικασία με την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να διατάσσει την αναστολή της έκδοσης, διάθεσης, εξαγοράς ή εξόφλησης μεριδίων ΟΕΕ, προς το συμφέρον των μεριδιούχων του ή/και του επενδυτικού κοινού∙
(ια) να ανακαλεί άδεια που έχει χορηγήσει σε ΔΟΕΕ ή/και να ανακαλεί έγκριση που έχει χορηγήσει σε θεματοφύλακα ΟΕΕ∙
(ιβ) να ζητεί από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας την άσκηση ποινικής δίωξης, σε βάρος προσώπων που έχουν παραβιάσει κανόνα ποινικού χαρακτήρα, σε σχέση με ζητήματα που αφορούν την εφαρμογή του παρόντος Νόμου∙
(ιγ) να εξουσιοδοτεί γραπτώς ελεγκτές ή/και εμπειρογνώμονες όπως διενεργούν ελέγχους ή/και έρευνες.
(3) Οι διατάξεις του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου, όπως διορθώθηκε, που έχουν ως αντικείμενο την εποπτική αρμοδιότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, την εξουσία της να συλλέγει πληροφορίες, να διενεργεί έρευνες και ελέγχους, να επιβάλλει κυρώσεις, να συνεργάζεται με αρμόδιες εποπτικές αρχές και όργανα άλλων κρατών και γενικά όλες οι αρμοδιότητες, εξουσίες, ευθύνες και καθήκοντά της, σύμφωνα με τον εν λόγω Νόμο, εφαρμόζονται συμπληρωματικά, ως προς την εποπτεία που ασκεί η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(4) Όταν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας που είναι κράτος μέλος αναφοράς ΔΟΕΕ, κρίνει ότι εγκεκριμένος ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ έχει παραβεί υποχρέωσή του που προκύπτει από τον παρόντα Νόμο, ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ, το συντομότερο δυνατό, με λεπτομερή αιτιολόγηση της κρίσης της.
(5) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να λαμβάνει κάθε απαιτούμενο μέτρο, ώστε να διασφαλίζεται η ομαλή λειτουργία της αγοράς, στις περιπτώσεις που οι δραστηριότητες ΟΕΕ, σε σχέση με χρηματοοικονομικό μέσο, είναι δυνατό να εκθέσουν σε κίνδυνο την ομαλή λειτουργία της αγοράς.
72.-(1) Οι πληροφορίες που ανταλλάσσει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, κατ’ εφαρμογή του παρόντος Νόμου, με την ΕΑΚΑΑ, το ΕΣΣΚ, ή με άλλες αρμόδιες αρχές, θεωρούνται εμπιστευτικές, εκτός εάν η ΕΑΚΑΑ ή η οικεία αρμόδια αρχή δηλώσει, κατά τη συγκεκριμένη επικοινωνία ότι αυτές οι πληροφορίες είναι δυνατό να κοινοποιούνται, ή όταν η κοινοποίησή τους απαιτείται στο πλαίσιο νομικών διαδικασιών.
(2) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, εφόσον της ζητηθεί από την ΕΑΚΑΑ, σύμφωνα με την παράγραφο (4) του Άρθρου 47 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ, λαμβάνει ή ανανεώνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα μέτρα:
(α) απαγορεύει τη διάθεση μεριδίων ΟΕΕ τους οποίους διαχειρίζεται ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ, ή μεριδίων ΟΕΕ εκτός ΕΕ τον οποίο διαχειρίζεται ΔΟΕΕ της ΕΕ, χωρίς την άδεια που προβλέπεται στο άρθρο 49 του παρόντος Νόμου, ή χωρίς την κοινοποίηση που προβλέπεται στα άρθρα 44, 45 και 59 έως 63 του παρόντος Νόμου, ή χωρίς να έχει την άδεια προς τούτο από τις αρμόδιες αρχές του σχετικού κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 66 του παρόντος Νόμου∙
(β) επιβάλλει περιορισμούς σε ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ σχετικά με τη διαχείριση ΟΕΕ, σε περίπτωση υπέρμετρης συγκέντρωσης κινδύνου σε συγκεκριμένη αγορά σε διασυνοριακή βάση∙
(γ) επιβάλλει περιορισμούς σε ΔΟΕΕ εκτός ΕΕ, σχετικά με τη διαχείριση ΟΕΕ, σε περίπτωση κατά την οποία δραστηριότητά του ενδεχομένως αποτελεί σημαντική πηγή κινδύνου αντισυμβαλλόμενου για πιστωτικό ίδρυμα ή για άλλη αντίστοιχη από συστηματική σκοπιά οντότητα.
(3) Τα μέτρα που λαμβάνει η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σύμφωνα με το εδάφιο (2) πρέπει -
(α) να αντιμετωπίζουν αποτελεσματικά την απειλή για την εύρυθμη λειτουργία και την ακεραιτότητα της χρηματοοικονομικής αγοράς, ή τη σταθερότητα του συνόλου ή μέρους του χρηματοοικονομικού συστήματος στην ΕΕ, ή να βελτιώνουν σημαντικά την ικανότητα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να παρακολουθεί την απειλή∙ και
(β) να μη δημιουργούν κίνδυνο καταχρηστικής επιλογής του ευνοϊκότερου καθεστώτος εποπτείας∙ και
(γ) να μην έχουν αρνητικές επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα των χρηματοοικονομικών αγορών, συμπεριλαμβανομένης της μείωσης της ρευστότητας σε αυτές τις αγορές, ή τη δημιουργία αβεβαιότητας για τους φορείς της αγοράς, με τρόπο δυσανάλογο σε σχέση με τα οφέλη που προκύπτουν από τα μέτρα.
(4) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, δύναται να ενεργεί σύμφωνα με την παράγραφο 10 του Άρθρου 47 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ.
73.-(1) Με οδηγία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς καθορίζονται -
(α) οι εποπτευόμενοι από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ΔΟΕΕ που καταβάλλουν δικαιώματα υπέρ αυτής στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος Νόμου καθώς και το ύψος αυτών των δικαιωμάτων∙ και
(β) οι ΔΟΕΕ που καταβάλλουν στο τέλος κάθε ημερολογιακού έτους ετήσιες εισφορές στο πλαίσιο της εφαρμογής του παρόντος Νόμου καθώς και το ύψος αυτών των εισφορών.
(2) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με οδηγία της να εξειδικεύει τις αιτήσεις ή/και γνωστοποιήσεις, για τις οποίες οφείλονται δικαιώματα, κατ’ εφαρμογή οποιασδήποτε διάταξης του παρόντος Νόμου και, γενικά, να καθορίζει κάθε σχετικό με τα προβλεπόμενα στο παρόν άρθρο δικαιώματα και ετήσιες εισφορές θέμα.
(3) Τα τέλη και οι εισφορές που καταβάλλονται κατ’ εφαρμογή του παρόντος άρθρου, λογίζονται ως έσοδα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και, σε περίπτωση παράλειψης καταβολής τους, λαμβάνονται, επιπρόσθετα από οποιαδήποτε άλλα μέτρα που καθορίζονται στον παρόντα Νόμο, μέτρα προς είσπραξή τους, όπως προβλέπεται στον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο, όπως διορθώθηκε.
74.-(1) Σε περίπτωση παράβασης διάταξης του Νόμου ή/και κανονιστικής διοικητικής πράξης που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότησή του ή/και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 231/2013, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλλει στον παραβάτη, διοικητικό πρόστιμο, μέχρι τριακόσιες πενήντα χιλιάδες ευρώ (€350.000), σε περίπτωση δε επανάληψης της παράβασης, διοικητικό πρόστιμο μέχρι επτακόσιες χιλιάδες ευρώ (€700.000), ανάλογα με τη βαρύτητα της παράβασης.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία αποδεικνύεται ότι ο υπαίτιος της παράβασης προσπορίστηκε όφελος από αυτή, ή επέτρεψε σε άλλο πρόσωπο να προσποριστεί όφελος εξαιτίας αυτής, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι του διπλάσιου του οφέλους που ο υπαίτιος προκάλεσε με τη διενέργεια της παράβασης.
(3) Τα διοικητικά πρόστιμα, που επιβάλλονται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, λογίζονται ως έσοδα του Παγίου Ταμείου της Δημοκρατίας.
(4) Σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής διοικητικού προστίμου, λαμβάνονται μέτρα προς είσπραξή του, όπως προβλέπεται στον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο, όπως διορθώθηκε.
(5) Χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (1), η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να επιβάλλει το προβλεπόμενο στο εδάφιο (1) διοικητικό πρόστιμο σε -
(α) νομικό πρόσωπο, ή/και
(β) σύμβουλο, διευθυντή ή αξιωματούχο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, σε περίπτωση που διαπιστωθεί ότι η παράβαση του νομικού προσώπου, οφειλόταν σε δική του υπαιτιότητα, εσκεμμένη παράλειψη ή αμέλεια.
(6) Προτού επιβάλει διοικητικό πρόστιμο δυνάμει του παρόντος άρθρου, η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ειδοποιεί το επηρεαζόμενο πρόσωπο για την πρόθεσή της να επιβάλει το διοικητικό πρόστιμο, ενημερώνοντάς το για τους λόγους για τους οποίους προτίθεται να ενεργήσει τοιουτοτρόπως και παρέχοντας σε αυτό το δικαίωμα υποβολής παραστάσεων εντός προθεσμίας δεκαπέντε (15) ημερών από την ημερομηνία ειδοποίησης.
(7) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να δημοσιοποιεί οποιαδήποτε μέτρα ή κυρώσεις επιβάλλει σε περίπτωση παράβασης διάταξης του παρόντος Νόμου ή κανονιστικής διοικητικής πράξης που εκδίδεται κατ’ εξουσιοδότησή του, εκτός εάν αυτή η δημοσιοποίηση των επιβαλλόμενων μέτρων και κυρώσεων ενδέχεται να διαταράξει σοβαρά τις χρηματοοικονομικές αγορές, ή να βλάψει τα συμφέροντα των επενδυτών, ή να προκαλέσει δυσανάλογη ζημία στα ενδιαφερόμενα μέρη.
(8) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, συμμορφώνεται με την παράγραφο 3 του Άρθρου 48 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ.
75.-(1) Πρόσωπο το οποίο -
(α) κατά την παροχή πληροφορίας για οποιοδήποτε ζήτημα που αποτελεί αντικείμενο ρύθμισης του παρόντος Νόμου, προβαίνει σε δήλωση, ή υποβολή εγγράφων ή ανακοίνωση ψευδή, παραπλανητική ή απατηλή ως προς οποιοδήποτε στοιχείο της ή αποκρύπτει στοιχείο ή παραλείπει την υποβολή στοιχείων ή με οποιοδήποτε τρόπο παρεμποδίζει την άμεση συλλογή πληροφοριών ή την άμεση διενέργεια ελέγχου ή εισόδου ή έρευνας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, ή/και
(β) παραβαίνει τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 231/2013,
διαπράττει ποινικό αδίκημα και υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες ευρώ (€700.000) ή σε αμφότερες τις ποινές:
Νοείται ότι, ανεξάρτητα από τις πρόνοιες του παρόντος άρθρου, πρόσωπο που ενεργεί κατά παράβαση του παρόντος εδαφίου, υπόκειται σε διοικητικό πρόστιμο κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 74.
(2) Πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε παροχή των προβλεπόμενων στο άρθρο 6 υπηρεσιών, χωρίς προηγούμενη λήψη άδειας από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, διαπράττει ποινικό αδίκημα και υπόκειται, σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη, ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες ευρώ (€700.000) σε αμφότερες τις ποινές.
(3) Πρόσωπο το οποίο εν γνώσει του εκδίδει, θέτει σε κυκλοφορία ή διανέμει διαφημιστικό υλικό ή έντυπα αιτήσεων ή δηλώσεων συμμετοχής σε ΟΕΕ, που δεν δύναται, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο να διαθέσει μερίδιά του στη Δημοκρατία, διαπράττει ποινικό αδίκημα και υπόκειται σε φυλάκιση που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες ευρώ (€200.000) ή σε αμφότερες τις ποινές.
(4) Σε περίπτωση που προβλεπόμενο στο παρόν άρθρο ποινικό αδίκημα διαπράττεται από νομικό πρόσωπο, ποινική ευθύνη υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, και οποιοσδήποτε από τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, ο γενικός διευθυντής, ή άλλος αξιωματούχος ή υπάλληλος ή συνεργάτης του νομικού προσώπου που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του ποινικού αδικήματος.
(5) Πρόσωπο που, κατά τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (4), υπέχει ποινική ευθύνη για τα τελούμενα από νομικό πρόσωπο αδικήματα, ευθύνεται αλληλέγγυα και εις ολόκληρο με το νομικό πρόσωπο για κάθε ζημία που επέρχεται σε τρίτο εξαιτίας της πράξης ή της παράλειψης η οποία στοιχειοθετεί το αδίκημα.
76. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αιτιολογεί γραπτώς κάθε απόφαση με την οποία απορρίπτει αίτηση χορήγησης άδειας ΔΟΕΕ, για τη διαχείριση ή/και τη διάθεση μεριδίων ΟΕΕ, ή με την οποία ανακαλεί τέτοια άδεια, καθώς και κάθε αρνητική απόφαση που λαμβάνει σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, ανακοινώνει δε κάθε τέτοια απόφαση στον αιτητή ή στον ενδιαφερόμενο ΔΟΕΕ.
77.-(1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς συνεργάζεται με τις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών, καθώς και με την ΕΑΚΑΑ και το ΕΣΣΚ, όποτε αυτό είναι απαραίτητο για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους ή για την άσκηση των εξουσιών τους, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή με την Οδηγία 2011/61/ΕΕ, κατά περίπτωση. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ασκεί τις εξουσίες της για το σκοπό της συνεργασίας, ακόμη και σε περιπτώσεις όπου η διερευνώμενη συμπεριφορά δε συνιστά παράβαση του δικαίου της Δημοκρατίας.
(2) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς παρέχει άμεσα στις αρμόδιες αρχές των άλλων κρατών μελών και στην ΕΑΚΑΑ τις απαιτούμενες πληροφορίες για την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, όπως αυτά καθορίζονται στην Οδηγία 2011/61/ΕΕ.
(3) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή για την εποπτεία των ΔΟΕΕ της Δημοκρατίας -
(α) διαβιβάζει αντίγραφο των σχετικών ρυθμίσεων συνεργασίας που συνάπτει σύμφωνα με τα άρθρα 44, 45, 52, 62 ή/και 63 του παρόντος Νόμου, στα κράτη μέλη υποδοχής των ΔΟΕΕ∙ και
(β) σύμφωνα με τις διαδικασίες που προβλέπονται στους εφαρμοστέους τεχνικούς κανόνες οι οποίοι καταρτίζονται σύμφωνα με την παράγραφο 14 του Άρθρου 35, την παράγραφο 17 του Άρθρου 37 ή την παράγραφο 14 του Άρθρου 40 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ, διαβιβάζουν τις πληροφορίες που λαμβάνουν από τις εποπτικές αρχές τρίτων χωρών, σχετικά με τους ΔΟΕΕ, ή, κατά περίπτωση, σύμφωνα με τα εδάφια (8) έως (10) του άρθρου 70 του παρόντος Νόμου, στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους υποδοχής τέτοιων ΔΟΕΕ.
(4) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως η αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας, δύναται να ενεργεί σύμφωνα με το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 4 του Άρθρου 5 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ.
(5) Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει συγκεκριμένους και εξακριβώσιμους λόγους να υποπτεύεται ότι πράξεις αντίθετες με την Οδηγία 2011/61/ΕΕ διενεργούνται ή έχουν διενεργηθεί από ΔΟΕΕ που δεν υπόκειται στην εποπτεία της, απευθύνει σχετική κοινοποίηση στην ΕΑΚΑΑ και στις αρμόδιες αρχές του κράτους μέλους καταγωγής και υποδοχής αυτού του ΔΟΕΕ, με το λεπτομερέστερο δυνατό τρόπο.
(6) Εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λάβει, ως αρμόδια αρχή της Δημοκρατίας που είναι είτε κράτος μέλος καταγωγής ΔΟΕΕ είτε κράτος μέλος υποδοχής του, κοινοποίηση αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους σύμφωνα με την παράγραφο 5 του Άρθρου 50 της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ, λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα και ενημερώνει την ΕΑΚΑΑ και την αρμόδια αρχή που προέβη στην κοινοποίηση για τα αποτελέσματα της εφαρμογής των προαναφερόμενων μέτρων και, εάν είναι δυνατό, για τις κυριότερες ενδιάμεσες εξελίξεις.
(7) Τα εδάφια (5) και (6) εφαρμόζονται χωρίς επηρεασμό της διατήρησης των αρμοδιοτήτων της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ή της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους που έχει προβεί στην κοινοποίηση.
(8) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με οδηγία της να καταρτίζει σχέδια εκτελεστικών τεχνικών κανόνων, για τον καθορισμό των προϋποθέσεων εφαρμογής των διαδικασιών για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αυτής και αρμόδιων αρχών άλλων κρατών μελών ή της ΕΑΚΑΑ.
78.-(1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς εφαρμόζει, αναφορικά με την ανταλλαγή δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα με άλλες αρμόδιες αρχές, τον περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμο.
(2) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) δεδομένα διατηρούνται για μέγιστη περίοδο πέντε (5) ετών.
79.-(1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να διαβιβάζει, σε εποπτική αρχή τρίτης χώρας, δεδομένα και την ανάλυση δεδομένων, κατά περίπτωση, εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 9 του περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμου και η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς πιστεύει ότι αυτή η διαβίβαση είναι απαραίτητη για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου ή της Οδηγίας 2011/61/ΕΕ. Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς επιβάλλει στην αρχή της τρίτης χώρας υποχρέωση απαγόρευσης περαιτέρω διαβίβασης, σε άλλη τρίτη χώρα, των δεδομένων που η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς της διαβιβάζει, χωρίς τη ρητή γραπτή συναίνεση της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.
(2) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί σε εποπτική αρχή τρίτης χώρας τις πληροφορίες που λαμβάνει από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους μόνον εάν η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς έχει λάβει ρητή συναίνεση της αρμόδιας αρχής του άλλου κράτους μέλους που της έχει διαβιβάσει την πληροφορία και, κατά περίπτωση, εάν οι πληροφορίες γνωστοποιούνται αποκλειστικά και μόνο για τους σκοπούς για τους οποίους αυτή η αρχή έχει δώσει τη συναίνεσή της.
80.-(1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, ως αρμόδια αρχή για τη χορήγηση άδειας ή/και για την εποπτεία των ΔΟΕΕ, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, γνωστοποιεί πληροφορίες στις αρμόδιες αρχές άλλων κρατών μελών, στις περιπτώσεις όπου αυτό είναι σκόπιμο για την παρακολούθηση και την ανταπόκριση στις δυνητικές επιπτώσεις των δραστηριοτήτων μεμονωμένων ΔΟΕΕ ή των ΔΟΕΕ συλλογικά, για τη σταθερότητα των συστημικά σχετικών χρηματοοικονομικών ιδρυμάτων και την ομαλή λειτουργία των αγορών στις οποίες δραστηριοποιούνται οι ΔΟΕΕ, ενημερώνει δε σχετικά και την ΕΑΚΑΑ και το ΕΣΣΚ.
(2) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς γνωστοποιεί στην ΕΑΚΑΑ και στο ΕΣΣΚ, υπό τις προϋποθέσεις του Άρθρου 35 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 1095/2010, τις συγκεντρωτικές πληροφορίες που αφορούν τις δραστηριότητες των ΔΟΕΕ οι οποίοι υπόκεινται στην εποπτεία της.
(3) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να καθορίζει με οδηγία της τον τρόπο και τη συχνότητα των πληροφοριών που πρέπει να ανταλλάσσονται κατ’ εφαρμογή του εδαφίου (1).
81.-(1) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να ζητεί τη συνεργασία των αρμόδιων αρχών άλλου κράτους μέλους, σε εποπτική δραστηριότητα ή για μία επιτόπια εξακρίβωση, ή σε μία έρευνα, στην επικράτεια αυτού του τελευταίου κράτους, στο πλαίσιο των εξουσιών της σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο.
(2) Σε περίπτωση κατά την οποία η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς λαμβάνει αίτημα από αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους, σχετικά με επιτόπια εξακρίβωση ή έρευνα στη Δημοκρατία, τότε διενεργεί οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
(α) προβαίνει η ίδια στη ζητούμενη εξακρίβωση ή έρευνα∙
(β) επιτρέπει στην αιτούσα αρμόδια αρχή να πραγματοποιήσει η ίδια την εξακρίβωση ή έρευνα∙
(γ) επιτρέπει σε ελεγκτή ή σε εμπειρογνώμονα να προβεί στην εξακρίβωση ή έρευνα.
(3) Στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2), η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς αποδέχεται τυχόν αίτημα της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους για συνδρομή στελέχους ή στελεχών του προσωπικού της πρώτης προς τα πρόσωπα που διενεργούν την εξακρίβωση ή την έρευνα εκ μέρους της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, η δε εξακρίβωση ή η έρευνα διενεργείται υπό τον πλήρη έλεγχο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Στην περίπτωση που προβλέπεται στην παράγραφο (β) του εδαφίου (1), η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να ζητεί στελέχη του προσωπικού της να συνδράμουν τα πρόσωπα που διενεργούν την εξακρίβωση ή την έρευνα εκ μέρους της αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους.
(4) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται να αρνείται την ανταλλαγή πληροφορίας ή/και δύναται να αρνείται να ενεργεί, ύστερα από αίτημα αρμόδιας αρχής άλλου κράτους μέλους για συνεργασία σε μία έρευνα ή επιτόπια εξακρίβωση, μόνον εφόσον -
(α) μία έρευνα, επιτόπια εξακρίβωση ή ανταλλαγή πληροφοριών ενδέχεται να επηρεάσει δυσμενώς την κυριαρχία της Δημοκρατίας ή την ασφάλεια ή τη δημόσια τάξη στη Δημοκρατία∙ ή/και
(β) έχει ήδη κινηθεί δικαστική διαδικασία, για τις ίδιες ενέργειες και κατά των ίδιων προσώπων, ενώπιον των αρχών της Δημοκρατίας∙ ή/και
(γ) έχει ήδη εκδοθεί τελεσίδικη δικαστική απόφαση ση Δημοκρατία, αναφορικά με τα ίδια πρόσωπα και τις ίδιες ενέργειες.
(5) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς ενημερώνει την αιτούσα αρμόδια αρχή άλλου κράτους μέλους για κάθε απόφαση που λαμβάνεται κατ’ εφαρμογή του εδαφίου (4), παρέχοντας και τη σχετική αιτιολογία.
(6) Η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς δύναται με οδηγία της να καταρτίζει σχέδια τεχνικών εκτελεστικών κανόνων, σχετικά με διαδικασίες για τη συνεργασία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς με άλλες αρμόδιες αρχές, ως προς τη διενέργεια επαληθεύσεων και ερευνών.