ΜΕΡΟΣ ΙΙΙ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ ΚΑΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΤΩΝ ΘΥΜΑΤΩΝ ΣΤΟ ΠΛΑΙΣΙΟ ΤΗΣ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ - ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΘΥΜΑΤΩΝ ΓΙΑ ΑΠΟΖΗΜΙΩΣΕΙΣ
Υποχρεώσεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών για τα μέτρα συνδρομής, στήριξης και προστασίας των θυμάτων

31.(1) Οι εμπλεκόμενες υπηρεσίες καθώς και οι εμπλεκόμενοι μη κυβερνητικοί οργανισμοί μεταχειρίζονται τα θύματα με τον οφειλόμενο σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους, αναγνωρίζουν τα δικαιώματα και τα έννομα συμφέροντά τους, ιδίως στο πλαίσιο της ποινικής διαδικασίας καθώς και διασφαλίζουν ότι τυγχάνουν ειδικής μεταχείρισης, που ανταποκρίνεται με τον καλύτερο τρόπο στο συμφέρον τους, την κατάστασή τους, την ηλικία και το βαθμό της ωριμότητάς τους.

(2) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διασφαλίζουν ότι παρέχεται συνδρομή, στήριξη και προστασία σε παιδί αμέσως μόλις αυτές ή οποιαδήποτε άλλη εμπλεκόμενη υπηρεσία, έχουν βάσιμους λόγους να πιστεύουν ότι ενδέχεται να έχει διαπραχθεί εις βάρος του κάποιο εκ των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 έως 10 και 15 ανεξαρτήτως της προθυμίας του παιδιού να συνεργαστεί σε ποινική ανάκριση, έρευνα, δίωξη ή δίκη.

(3) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας διασφαλίζουν ότι, όταν η ηλικία προσώπου που έχει υποστεί κάποιο εκ των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 έως 10 και 15 είναι αβέβαιη και υπάρχουν λόγοι να πιστεύεται ότι πρόκειται για παιδί, το εν λόγω πρόσωπο θεωρείται κατά τεκμήριο παιδί, έτσι ώστε να έχει άμεση πρόσβαση σε συνδρομή, στήριξη και προστασία, σύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους ΙΙΙ και IV του παρόντος Νόμου.

Διάταγμα απομάκρυνσης θύματος

32.(1) Το δικαστήριο δύναται, κατά ή μετά την εκδίκαση υπόθεσης για τα αδικήματα τα οποία προνοούνται στον παρόντα Νόμο, να διατάξει για οποιαδήποτε χρονική περίοδο ήθελε κρίνει αναγκαία την απομάκρυνση του θύματος και την τοποθέτησή του σε ασφαλές μέρος ή την ανάθεση της φροντίδας του στο Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας του Υπουργείου Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εφόσον κρίνει ότι αυτό είναι απαραίτητο προς το συμφέρον του παιδιού, και νοουμένου ότι οποιαδήποτε άλλα μέτρα εναντίον του θύτη δεν εξασφαλίζουν το συμφέρον και την προστασία του παιδιού.

(2) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει προσωρινό διάταγμα απομάκρυνσης θύματος εφαρμόζοντας τις διατάξεις του άρθρου 33 του παρόντος Νόμου.

Προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού υπόπτου ή απομάκρυνσης θύματος

33.(1) Το δικαστήριο δύναται, έπειτα από αίτηση μέλους της οικογένειας ή της αστυνομίας ή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή επιτρόπου διορισμένου δυνάμει των διατάξεων του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, ή του Διευθυντή Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας ή του Επιτρόπου ή άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό οποιουδήποτε απ' αυτούς, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα αποκλεισμού του υπόπτου ή απομάκρυνσης θύματος, μέχρις ότου καταχωρισθεί και εκδικαστεί ποινική υπόθεση εναντίον του κατηγορούμενου για ποινικό αδίκημα το οποίο προνοείται στον παρόντα Νόμο.

(2) Το δικαστήριο εκδίδει το διάταγμα καθ’ οιονδήποτε χρόνο έπειτα από αίτηση που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του θύματος ή οποιουδήποτε προσώπου που είναι σε θέση να έχει άμεση γνώση των γεγονότων ή εφόσον προσκομιστούν ενώπιόν του οποιαδήποτε άλλα αποδεικτικά στοιχεία, τα οποία δημιουργούν εκ πρώτης όψεως κίνδυνο άσκησης βίας ή επανάληψης του αδικήματος ή την αναγκαιότητα προστασίας του θύματος από επηρεασμό ή άλλως πως, περιλαμβανομένων και καταθέσεων του θύματος ή άλλων προσώπων σε οποιαδήποτε μορφή, πιστοποιητικών, βεβαιώσεων και άλλων αποδεικτικών στοιχείων δυνάμει του παρόντος Νόμου ή οποιουδήποτε άλλου νόμου.

(3)(α) Το προσωρινό διάταγμα ισχύει για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες από την ημέρα επίδοσής του στον ύποπτο και είναι επιστρεπτέο στο δικαστήριο εντός της περιόδου αυτής σε ώρα και ημέρα που θα ορίσει το δικαστήριο.

(β) Κατά την ορισμένη από το δικαστήριο ημέρα και ώρα το δικαστήριο ακούει τον ύποπτο ή και κάθε επηρεαζόμενο ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο που θα παρουσιασθεί και αποφασίζει εάν θα τερματίσει την ισχύ του διατάγματος ή εάν θα το παρατείνει μέχρι οκτώ επιπρόσθετες ημέρες.

(γ) Το δικαστήριο δύναται να παρατείνει περαιτέρω την ισχύ διατάγματος για περίοδο που δεν υπερβαίνει τις οκτώ (8) ημέρες σε κάθε περίπτωση, χωρίς όμως η συνολική περίοδος ισχύος του διατάγματος να υπερβαίνει τις είκοσι τέσσερις (24) ημέρες πριν από την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου.

(δ) Το δικαστήριο δύναται μετά την καταχώριση ποινικής δίωξης εναντίον υπόπτου να εκδώσει ή παρατείνει διάταγμα αποκλεισμού ή απομάκρυνσης θύματος με ισχύ μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης.

Διάταγμα αποκλεισμού

34.(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει εναντίον προσώπου που κατηγορείται για διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος με βάση τον παρόντα Νόμο, διάταγμα, το οποίο θα ισχύει για την περίοδο και με τους όρους που δυνατό να θέσει, με το οποίο να απαγορεύει σε αυτό να εισέρχεται ή να πλησιάζει σε συγκεκριμένη απόσταση ή να παραμένει στην κατοικία ή το χώρο διαμονής του θύματος ή σε χώρους όπου συχνάζουν παιδιά.

(2) Το δικαστήριο στο διάταγμα αποκλεισμού που εκδίδει ορίζει ημερομηνία πριν από την εκπνοή της περιόδου αποκλεισμού κατά την οποία εξετάζει το ενδεχόμενο παράτασης ή διαφοροποίησης του διατάγματος αυτού.

(3) Κατά την πιο πάνω εξέταση, το δικαστήριο ακούει τις απόψεις του κατηγορούμενου, του θύματος ή εκπροσώπου αυτού και οποιουδήποτε άλλου προσώπου το οποίο επηρεάζεται από την έκδοση του διατάγματος, εκτός όπου δεν κρίνεται σκόπιμο να καταθέσουν εναντίον του κατηγορούμενου, καθώς και τις απόψεις των εμπλεκόμενων υπηρεσιών.

(4) Ο κατηγορούμενος δύναται να ζητήσει αναθεώρηση ή ακύρωση του διατάγματος κατά την εκπνοή της καθοριζόμενης σε αυτό περιόδου.

(5) Διάταγμα αποκλεισμού δύναται να επιβληθεί και αντί οποιασδήποτε άλλης ποινής του παρόντος άρθρου ή μαζί με άλλες ποινές τις οποίες το δικαστήριο έχει εξουσία να επιβάλει δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου.

(6) Πρόσωπο εναντίον του οποίου εκδόθηκε διάταγμα αποκλεισμού και το οποίο, ενώ το εν λόγω διάταγμα βρίσκεται σε ισχύ, παραβαίνει οποιοδήποτε από τους όρους που περιλαμβάνονται σ' αυτό διαπράττει αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης μέχρι δύο (2) έτη.

Προστασία θυμάτων από ποινικοποίηση

35.(1) Τα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης δεν διώκονται ποινικά και δεν υπόκεινται σε κυρώσεις για τη συμμετοχή τους σε εγκληματικές δραστηριότητες, τις οποίες εξαναγκάστηκαν να διαπράξουν ως άμεση συνέπεια του γεγονότος ότι υπέστησαν οιαδήποτε των πράξεων μνεία των οποίων γίνεται στα άρθρα 6 και 7 και στο εδάφιο (5) του άρθρου 8.

(2) Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εκδικάζεται υπόθεση εναντίον θύματος για τη διάπραξη οποιουδήποτε αδικήματος, εφόσον διαπιστώσει σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις του εδαφίου (1), σε περίπτωση που η ποινική δίωξη εναντίον του δεν διακοπεί, ακόμα και εάν κριθεί ένοχο το θύμα, δεν επιβάλλει οποιαδήποτε ποινή ή τιμωρία.

Δικαίωμα λήψης πληροφοριών

36.(1) Οι Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ή/και η Αστυνομία κατά την πρώτη τους επαφή με το θύμα ή/και τον κηδεμόνα του, ανάλογα με την ηλικία και το βαθμό ωριμότητας, παρέχουν όλες τις αναγκαίες πληροφορίες, σε γλώσσα που κατανοεί, αναφορικά με τα δικαιώματά του, οι οποίες περιλαμβάνουν τουλάχιστον τις ακόλουθες πληροφορίες:

(α) Σε ποιές υπηρεσίες ή οργανώσεις μπορεί να προσφεύγει για να του δοθεί υποστήριξη σε σχέση με την παροχή προστασίας, φροντίδας, ψυχολογικής στήριξης, νομικών ή άλλων συμβουλών·

(β) το είδος της υποστήριξης που μπορεί να λαμβάνει σε σχέση με την ποινική διαδικασία·

(γ) πού και με ποιο τρόπο μπορεί να υποβάλει καταγγελία εναντίον του δράστη·

(δ) τις διαδικασίες που έπονται της καταγγελίας και το ρόλο του ως θύμα στα πλαίσια των διαδικασιών αυτών·

(ε) πώς και υπό ποιους όρους μπορεί να λάβει προστασία·

(στ) σε ποιο βαθμό και υπό ποιους όρους έχει πρόσβαση σε:

(i) νομικές συμβουλές, ή

(ii) νομική συνδρομή, ή

(iii) συμβουλές κάθε άλλου είδους,

και στις περιπτώσεις (i) και (ii), κατά πόσο έχει το σχετικό δικαίωμα·

(ζ) ποιες προϋποθέσεις πρέπει να συντρέχουν για να δικαιούται αποζημίωσης·

(η) εάν κατοικεί σε άλλο κράτος μέλος ή επιθυμεί να μεταβεί στο κράτος μέλος ή στην τρίτη χώρα καταγωγής του, ποιοι ιδιαίτεροι μηχανισμοί είναι διαθέσιμοι για την υπεράσπιση των συμφερόντων του.

(2) Εφόσον το θύμα ή ο κηδεμόνας ή ο εκπρόσωπός του θύματος ο οποίος διορίζεται δυνάμει του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου το επιθυμεί, η Αστυνομία, το ενημερώνει αναφορικά με -

(α) τη συνέχεια που δόθηκε στην καταγγελία του·

(β) τα στοιχεία που του επιτρέπουν, εάν ασκηθεί ποινική δίωξη, να πληροφορηθεί την εξέλιξη της ποινικής διαδικασίας σχετικά με τον κατηγορούμενο για τις εγκληματικές πράξεις που το αφορούν, εκτός εάν κατά την κρίση των διωκτικών αρχών και σε εξαιρετικές περιπτώσεις είναι δυνατόν να διαταραχθεί η ομαλή διεξαγωγή της υπόθεσης· και

(γ) την απόφαση που εξέδωσε το δικαστήριο.

(3) Σε περίπτωση που οι διωκτικές αρχές κρίνουν ότι το θύμα κινδυνεύει από την προφυλάκιση υπόδικου ή την απόλυση του κατάδικου το ενημερώνουν και λαμβάνουν τις απαραίτητες προφυλάξεις.

(4) Το θύμα έχει δικαίωμα να αποποιηθεί εγγράφως της λήψης των πληροφοριών του παρόντος άρθρου, εκτός εάν η αποστολή των πληροφοριών είναι υποχρεωτική σύμφωνα με τους όρους της σχετικής ποινικής διαδικασίας.

Εγγυήσεις επικοινωνίας και δικαίωμα σε νομικές συμβουλές

37.(1) Οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν την προστασία των παιδιών που καταγγέλλουν περιπτώσεις κακοποίησης εντός του οικογενειακού τους περιβάλλοντος.

(2) Οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα ώστε να μειώσουν όσο το δυνατόν περισσότερο τις τυχόν δυσχέρειες επικοινωνίας που επηρεάζουν την κατανόηση ή τη συμμετοχή θύματος το οποίο έχει την ιδιότητα του μάρτυρα, κατά τα στάδια της ποινικής διαδικασίας.

(3) Κάθε θύμα, ανεξάρτητα από την προθυμία του να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές, για την ποινική έρευνα, δίωξη ή δίκη, έχει δικαίωμα άμεσης πρόσβασης σε νομικές συμβουλές σύμφωνα με τον περί Δικηγόρων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, σε κάθε στάδιο της διαδικασίας και σε περίπτωση που δεν έχει επαρκείς πόρους έχει δικαίωμα σε δωρεάν νομική αρωγή ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Νομικής Αρωγής Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(4) Οι διαδικασίες που εφαρμόζονται για την παραχώρηση νομικής αρωγής σε θύμα, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου καθορίζονται με Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει του άρθρου 57 του παρόντος Νόμου.

(5) Επιπρόσθετα από τις νομικές συμβουλές, η Δημοκρατία αποζημιώνει τα θύματα τα οποία συνεργάζονται με τις διωκτικές αρχές ως μάρτυρες σε ποινική διαδικασία για οποιαδήποτε έξοδα στα οποία αυτά υπόκεινται λόγω της συμμετοχής τους στην ποινική διαδικασία.

(6) Οποιαδήποτε οργάνωση, ίδρυμα, σωματείο ή μη κυβερνητική οργάνωση, η οποία έχει στο καταστατικό της ως σκοπό την στήριξη και προστασία θυμάτων των αδικημάτων της σεξουαλικής κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης μπορεί, εφόσον το θύμα ή ο κηδεμόνας του συναινεί σε αυτό, να βοηθά και να στηρίζει το θύμα κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας.

Προστασία του θύματος και των μελών της οικογένειας του με βάση το Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης

38.(1) Θύμα των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15 του παρόντος Νόμου θεωρείται μάρτυρας που χρήζει βοήθειας κατά την έννοια του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και εντάσσεται στο Σχέδιο Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 17 του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, κατά την εκπόνηση του Σχεδίου Προστασίας Μαρτύρων και Συνεργατών της Δικαιοσύνης ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, κατά την κρίση του, διασφαλίζει, επίσης, ότι -

(α) λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε να εξασφαλίζεται η ταυτότητα και η εικόνα του θύματος και να αποτρέπεται η κοινοποίηση πληροφοριών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ταυτοποίησή του,

(β) λαμβάνονται τα κατάλληλα μέτρα έτσι ώστε να εξασφαλίζεται επαρκές επίπεδο προστασίας για το θύμα και, όταν αυτό ενδείκνυται, για την οικογένειά του ή για πρόσωπα εξομοιούμενα με μέλη της οικογενείας του,

(γ) η προστασία αυτή διαρκεί και μετά από τη λήξη της ποινικής διαδικασίας.

(3) Εφόσον υπό τις περιστάσεις κριθεί αναγκαίο, οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν ότι παρέχεται αποτελεσματική και κατάλληλη προστασία από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό ειδικότερα κατά τη διάρκεια και μετά την έρευνα και δίωξη των δραστών στα ακόλουθα πρόσωπα:

(α) Οποιοδήποτε πρόσωπο, άλλο από το θύμα, το οποίο αναφέρει τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο ή συνεργάζεται διαφορετικά με οποιοδήποτε τρόπο με τις διωκτικές αρχές·

(β) οποιοδήποτε μάρτυρα, άλλο από το θύμα, ο οποίος δίνει κατάθεση αναφορικά με τη διάπραξη ποινικού αδικήματος που προβλέπεται στον παρόντα Νόμο·

(γ) όπου είναι αναγκαίο, τα μέλη της οικογένειας του θύματος και των προσώπων που καθορίζονται στις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου·

(4) Οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν όλα τα αναγκαία και απαραίτητα μέτρα για την παροχή κατάλληλης προστασίας από πιθανή εκδίκηση ή εκφοβισμό, ειδικότερα κατά τη διάρκεια και μετά την έρευνα και δίωξη των δραστών των αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, για μέλη οργανώσεων, ιδρυμάτων, σωματείων ή μη κυβερνητικών οργανώσεων που ασκούν δραστηριότητες ή παρέχουν συνδρομή στα θύματα σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.

(5) Οι διωκτικές αρχές εξασφαλίζουν ότι η διερεύνηση ή η άσκηση ποινικής δίωξης δεν εξαρτώνται από την υποβολή παραπόνου ή καταγγελίας από το θύμα ή εκπρόσωπό του και ότι η ποινική διαδικασία μπορεί να συνεχιστεί ακόμα και εάν το πρόσωπο αυτό αποσύρει την κατάθεσή του.

(6) Οι διωκτικές αρχές συνεχίζουν τη δίωξη και μετά την ενηλικίωση του θύματος.

Δικαίωμα θύματος για αποζημιώσεις

39.(1) Ανεξάρτητα και χωρίς επηρεασμό οποιουδήποτε άλλου ένδικου μέσου ή θεραπείας που προβλέπεται δυνάμει οποιουδήποτε άλλου νόμου ή κανονισμών, το θύμα έχει θεσμικό αγώγιμο δικαίωμα αποζημιώσεων κατά παντός υπευθύνου, για τα διαπραχθέντα σε βάρος του ποινικά αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο και για παραβιάσεις των ανθρωπίνων του δικαιωμάτων, ο οποίος υπέχει αντίστοιχη αστική ευθύνη για την καταβολή ειδικών και γενικών αποζημιώσεων προς τα θύματά του.

(2) Δικαιοδοσία για την εκδίκαση αγωγής για αποζημίωση, ως προνοείται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, έχει το αρμόδιο Επαρχιακό Δικαστήριο ως αυτό καθορίζεται από τον περί Δικαστηρίων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(3) Οι πιο πάνω αναφερόμενες γενικές αποζημιώσεις πρέπει να είναι δίκαιες και εύλογες και κατά τον υπολογισμό τους το δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:

(α) Την έκταση της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ή σεξουαλικής κακοποίησης και το όφελος που ο δράστης αποκόμισε ή μπορούσε να αποκομίσει από την εκμετάλλευση ή κακοποίηση του θύματος∙

(β) το βαθμό της υπαιτιότητας του δράστη∙ και

(γ) τη συγγένεια ή τη σχέση εξουσίας ή επιρροής του δράστη προς το θύμα του.

(4) Το δικαστήριο, λαμβάνοντας υπόψη το βαθμό βαναυσότητας της σεξουαλικής εκμετάλλευσης και κακοποίησης ή το βαθμό συγγένειας ή σχέσης εξουσίας του δράστη με το θύμα, δύναται να επιδικάζει τιμωρητικές αποζημιώσεις.

(5) Σε περίπτωση θανάτου του θύματος, θεσμικό αγώγιμο δικαίωμα για αποζημίωση έχουν οι γονείς ή οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας ή ο διαχειριστής της περιουσίας του.

(6) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, το αγώγιμο δικαίωμα του παιδιού θύματος δεν παραγράφεται.

Δικαίωμα σε νομικές συμβουλές και νομική εκπροσώπηση για άσκηση του δικαιώματος σε αποζημίωση

40.(1) Κάθε θύμα, ανεξάρτητα από την προθυμία του να συνεργαστεί με τις διωκτικές αρχές, για την ποινική έρευνα, δίωξη ή δίκη, έχει δικαίωμα-

(α) άμεσης πρόσβασης σε νομικές συμβουλές και νομική εκπροσώπηση για την απαίτηση αποζημίωσης, σύμφωνα με τον περί Δικηγόρων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται,

(β) νομικής αρωγής κατά τα προβλεπόμενα στον περί Νομικής Αρωγής Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

 

Θύματα που διαμένουν εκτός της Δημοκρατίας

41.(1) Στην περίπτωση που το θύμα είναι υπήκοος ή κάτοικος άλλου κράτους, οι διωκτικές αρχές λαμβάνουν τα κατάλληλα μέτρα για να μειώσουν τις δυσκολίες που ανακύπτουν όταν το θύμα κατοικεί σε άλλο κράτος ιδίως όσον αφορά τη διεξαγωγή της ποινικής διαδικασίας, εφαρμόζοντας, σε σχέση με κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τις διατάξεις του περί Σύμβασης καταρτιζόμενης από το Συμβούλιο βάσει του άρθρου 34 της Συνθήκης για την Ε.Ε., για την Αμοιβαία Συνεργασία επί ποινικών υποθέσεων μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε. και του Πρωτοκόλλου της (Κυρωτικού) Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Καταγγελία θύματος αδικημάτων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, το οποίο έχει την κατοικία του σε άλλο κράτος, προς τις αρχές του κράτους μέλους της κατοικίας του, εφόσον διαβιβαστεί στις διωκτικές αρχές της Δημοκρατίας, διερευνάται με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο θα διερευνάτο σε περίπτωση που το θύμα βρισκόταν στη Δημοκρατία.

Προστασία των θυμάτων στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας

42.(1) Στην περίπτωση που οι γονείς ή οι δικαιούχοι της γονικής μέριμνας σύμφωνα με τους νόμους της Δημοκρατίας αποκλείονται από την εκπροσώπηση του παιδιού λόγω σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ αυτών και του θύματος ή στην περίπτωση που το παιδί είναι ασυνόδευτο ή αποχωρισμένο από την οικογένειά του, το δικαστήριο δύναται να διορίσει τον Επίτροπο για τη νομική εκπροσώπηση του παιδιού στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας ή διαδικασίας σύμφωνα με τον περί Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Με την επιφύλαξη των δικαιωμάτων υπεράσπισης των κατηγορουμένων, οι διωκτικές αρχές διασφαλίζουν ότι στο πλαίσιο ποινικής διαδικασίας των αδικημάτων που προβλέπονται στα άρθρα 6 μέχρι 10 και 15 του παρόντος Νόμου -

(α) οι συνεντεύξεις με το θύμα πραγματοποιούνται χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση από τότε που τα γεγονότα έχουν αναφερθεί είτε στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας είτε στις διωκτικές αρχές·

(β) οι συνεντεύξεις με το θύμα πραγματοποιούνται, εφόσον είναι δυνατό, σε χώρους σχεδιασμένους ή προσαρμοσμένους για τον σκοπό αυτό·

(γ) οι συνεντεύξεις με το θύμα διεξάγονται από επαγγελματίες εκπαιδευμένους προς τον σκοπό αυτό, ή με τη βοήθειά τους, και από άτομα του ιδίου φύλου·

(δ) όπου αυτό είναι δυνατό, όλες οι συνεντεύξεις με το θύμα διεξάγονται από το ίδιο πρόσωπο·

(ε) ο αριθμός των συνεντεύξεων με το θύμα είναι όσο το δυνατό περιορισμένος και οι συνεντεύξεις διεξάγονται μόνον όπου αυτό είναι αυστηρά αναγκαίο για τους σκοπούς των ποινικών ερευνών και διαδικασιών·

(στ) το θύμα μπορεί να συνοδεύεται από τον εκπρόσωπό του ο οποίος διορίζεται δυνάμει του παρόντος άρθρου ή, κατά περίπτωση, ενήλικα της επιλογής του παιδιού, εκτός εάν έχει εκδοθεί αιτιολογημένη απόφαση δικαστηρίου για το αντίθετο, σχετικά με το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Οπτικογραφημένη κατάθεση παιδιού

43.(1) Στις περιπτώσεις όπου παιδί είναι μάρτυρας σε αδικήματα που προβλέπονται στο Μέρος ΙΙ του παρόντος Νόμου, οι διωκτικές αρχές εξασφαλίζουν ότι, στο πλαίσιο της ποινικής έρευνας των αδικημάτων αυτών, όλες οι συνεντεύξεις με το παιδί μάρτυρα ή θύμα οπτικογραφούνται και ότι, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης, οι συνεντεύξεις αυτές θεωρούνται ως ικανή μαρτυρία δυνάμει του περί Αποδείξεως Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται.

(2) Για την εφαρμογή των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου ισχύουν οι προϋποθέσεις και οι κανόνες που προβλέπονται στον περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και ειδικότερα τα ακόλουθα:

(α) Το δικαστήριο υποχρεούται να διατάξει όπως το θύμα ή το παιδί μάρτυρας τύχει αντεξέτασης χωρίς να είναι παρόν, με τη χρήση κατάλληλης τεχνολογίας επικοινωνιών, εκτός εάν έχει εκδοθεί αιτιολογημένη απόφαση δικαστηρίου για το αντίθετο∙ και

(β) εφόσον είναι προς το όφελος του θύματος ή του παιδιού μάρτυρα το δικαστήριο καθώς και οι διωκτικές αρχές προκειμένου να προστατεύσουν την ιδιωτική ζωή, την ταυτότητα και την εικόνα των παιδιών αποτρέπουν την κοινοποίηση πληροφοριών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ταυτοποίησή τους και λαμβάνουν κάθε άλλο αναγκαίο μέτρο για την προστασία των πιο πάνω αναφερόμενων δικαιωμάτων και συμφερόντων του παιδιού.

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του εδαφίου (2), σε περίπτωση που εφαρμόζονται οι πρόνοιες του εδαφίου (1) του άρθρου 42 του παρόντος Νόμου, η συγκατάθεση που προβλέπεται στην παράγραφο (δ) του άρθρου 10 του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου δίδεται από τον Επίτροπο.

Δίκη κεκλεισμένων των θυρών

44. Τηρουμένων των διατάξεων του περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, κατά την εκδίκαση της υπόθεσης που αφορά αδικήματα που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, όπου παιδί εμφανίζεται στο δικαστήριο ως θύμα ή ως μάρτυρας, το δικαστήριο δύναται να διατάξει όπως η ακροαματική διαδικασία ή μέρος αυτής διεξαχθεί κεκλεισμένων των θυρών.