98.-(1) Η Αρχή δύναται να προβαίνει σε διευθετήσεις με οποιοδήποτε αλλοδαπό ρυθμιστικό όργανο καζίνου για την ανταλλαγή πληροφοριών ή αλληλοβοήθειας για σκοπούς διευκόλυνσης οποιουδήποτε από τα δύο μέρη ή οποιασδήποτε λειτουργίας τους.
(2) Η Αρχή παρέχει πληροφορίες σε αλλοδαπό ρυθμιστικό όργανο καζίνου, μόνον εφόσον λάβει εκ των προτέρων από το εν λόγω όργανο εγγράφως διαβεβαίωση για την εκ μέρους του ανάληψη ευθύνης ότι θα συμμορφώνεται με τους έγγραφους όρους της Αρχής για χρήση και αποκάλυψη των πληροφοριών αυτών και νοουμένου ότι οι όποιοι όροι τεθούν, πληρούν τις διατάξεις του περί της Προστασίας των Φυσικών Προσώπων Έναντι της Επεξεργασίας των Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα και της Ελεύθερης Κυκλοφορίας των Δεδομένων αυτών Νόμου.
(3) Για σκοπούς εξασφάλισης πληροφοριών από αλλοδαπό ρυθμιστικό όργανο καζίνου, η Αρχή δύναται να προβαίνει σε γραπτή συμφωνία με τέτοιο όργανο ότι θα συμμορφώνεται με τους όρους χρήσης και αποκάλυψης που είναι δυνατό αυτό να απαιτεί βάσει διατάξεων που ισχύουν στη δική του δικαιοδοσία.
99.-(1) Η επιλεγείσα από τη Συντονιστική Επιτροπή και επικυρωθείσα από το Υπουργικό Συμβούλιο πρόταση του διαχειριστή, η οποία έτυχε αδειοδότησης από την Αρχή, υπόκειται όσον αφορά την πολεοδομική και οικοδομική ανάπτυξη που εμπεριέχεται στη σχετική πρόταση, στους όρους και τις προϋποθέσεις που τίθενται με βάση τις διατάξεις-
(α) Του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών· και
(β) του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών.
(2) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (1), για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ισχύουν τα ακόλουθα:
(α) Κάθε αναφορά στον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο και στον περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμο καθώς και στους δυνάμει αυτών εκδιδόμενους Κανονισμούς, στους όρους «αρμόδια αρχή», «Πολεοδομική Αρχή» και «Υπουργός», οπουδήποτε οι όροι αυτοί απαντούν και σε κάθε γραμματική τους παραλλαγή, θα θεωρείται ως αναφορά στον όρο “Υπουργικό Συμβούλιο” στην αντίστοιχη γραμματική παραλλαγή·
(β) το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με απόφασή του για λόγους δημοσίου συμφέροντος να αποφασίσει διαφορετικά από τα προβλεπόμενα στις διατάξεις του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών, αναφορικά με οποιουσδήποτε επιβλητέους όρους και προϋποθέσεις για την παραχώρηση της απαιτούμενης πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής, αντίστοιχα, για σκοπούς ανέγερσης του καζίνου θερέτρου, με εξαίρεση όρους και προϋποθέσεις που αφορούν τον επιτρεπτέο συντελεστή δόμησης, για τον οποίο σε περίπτωση που το Υπουργικό Συμβούλιο κρίνει ότι για λόγους δημοσίου συμφέροντος θα πρέπει με την Απόφασή του να παραχωρήσει παρέκκλιση, η παρέκκλιση αυτή δεν δύναται να υπερβαίνει το ποσοστό του διακόσια πενήντα τοις εκατόν (250%) του επιτρεπόμενου βάσει των διατάξεων της οικείας νομοθεσίας, συντελεστή.
(3) Οι περιοχές της Δημοκρατίας, οι οποίες έχουν κηρυχθεί ως «Φύση 2000» δυνάμει των διατάξεων του περί Προστασίας και Διαχείρισης της Φύσης και της Άγριας Ζωής Νόμου ή οι οποίες αποτελούν δασική γη δυνάμει των διατάξεων του περί Δασών Νόμου ή οι οποίες έχουν χαρακτηρισθεί ως αρχαιολογικοί χώροι με βάση τα κηρυγμένα αρχαία μνημεία που περιλαμβάνονται στον Πρώτο και Δεύτερο Πίνακα ή αποτελούν ζώνες μηδενικής ανάπτυξης δυνάμει των διατάξεων του περί Αρχαιοτήτων Νόμου δεν δύναται να αποτελέσουν αντικείμενο παρέκκλισης με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου που λαμβάνεται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1).
100. Ουδεμία διάταξη στον παρόντα Νόμο δύναται να ερμηνευθεί ότι απαγορεύει τη συνομολόγηση οποιασδήποτε συμφωνίας μεταξύ του διαχειριστή αφενός και οποιουδήποτε οργάνου, αρχής ή προσώπου ασκούντος εκτελεστική ή διοικητική εξουσία ή λειτουργία ή αρμοδιότητα στη Δημοκρατία αφετέρου, αναφορικά με οποιοδήποτε θέμα, είναι δυνατό να προκύψει και χρήζει ρύθμισης, σε περίπτωση συνολικής διευθέτησης του κυπριακού προβλήματος.
101. Ουδεμίαν αστική ευθύνη φέρει πρόσωπο το οποίο είναι μέλος, επιθεωρητής, υπάλληλος ή αντιπρόσωπος της Αρχής. μέλος, γραμματέας ή αξιωματούχος της Συντονιστικής Επιτροπής. ή εξουσιοδοτημένο, διορισμένο, εργοδοτημένο ή που ενεργεί με οδηγίες της Αρχής για να ασκεί τις εξουσίες, να διεκπεραιώνει τις λειτουργίες ή να εκτελεί τα καθήκοντα της Αρχής, ή να στηρίζει την Αρχή κατά τη διεκπεραίωση των λειτουργιών της ή την εκτέλεση των καθηκόντων της, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών αναφορικά με πράξη ή παράλειψη η οποία έγινε καλή τη πίστει κατά-
(α) Την άσκηση οποιασδήποτε παρεχόμενης εξουσίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς·
(β) τη διεκπεραίωση οποιασδήποτε λειτουργίας ή την εκτέλεση οποιουδήποτε καθήκοντος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου σε ισχύ Νόμου· και
(γ) την εκτέλεση πράξης ή παράλειψης στα πλαίσια συμμόρφωσης με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και τους δυνάμει αυτού εκδιδόμενους Κανονισμούς ή των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου σε ισχύ Νόμου.