14.-(1) Πριν να υποβάλει την αίτησή του στην Υπηρεσία, ο καταναλωτής οφείλει να εξασφαλίσει τη γραπτή συγκατάθεση του εμπόρου εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση:
(2) Ο έμπορος που αναφέρεται στο εδάφιο (1) ενημερώνει τους καταναλωτές παρέχοντας τους πληροφορίες με σαφή, ευνόητο και εύκολα προσβάσιμο τρόπο στον ιστότοπό του, αν υπάρχει, και, αν συντρέχει περίπτωση, στους γενικούς όρους και στις προϋποθέσεις των συμβάσεων πώλησης ή παροχής υπηρεσιών μεταξύ αυτού και του καταναλωτή ή με οποιοδήποτε άλλο τρόπο σε σταθερό μέσο:
(α) Για τη συμμετοχή του σε διαιτησία· και
(β) για τα στοιχεία επικοινωνίας της Υπηρεσίας.
(3) Η Υπηρεσία μπορεί να αρνηθεί να εξετάσει μια συγκεκριμένη διαφορά σε περίπτωση που:
(α) Η διαφορά είναι επουσιώδης ή βασίζεται σε κακόβουλη καταγγελία· ή
(β) η διαφορά εξετάζεται ή έχει εξεταστεί προηγουμένως από Διαιτητή ή από Δικαστήριο.
(4) Η Υπηρεσία αρνείται την εξέταση συγκεκριμένης αίτησης σε περίπτωση που ο καταναλωτής δεν υπέβαλε την καταγγελία στην Υπηρεσία μέσα σε ένα (1) έτος από την ημερομηνία κατά την οποία ο καταναλωτής υπέβαλε το αίτημα στον έμπορο.
(5) Η Υπηρεσία κοινοποιεί αιτιολογημένη απόφαση για τη μη εξέταση συγκεκριμένης αίτησης κατά τα προβλεπόμενα στα εδάφια (3) και (4) εντός τριών εβδομάδων από την παραλαβή του φακέλου της καταγγελίας.
15.-(1) Καταναλωτής, ο οποίος επιθυμεί να υποβάλει αίτηση δυνάμει του άρθρου 14 υποβάλλει αυτή στην Υπηρεσία κατά τον Τύπο Α που καθορίζεται στο Δεύτερο Παράρτημα καταβάλλοντας ταυτόχρονα το καθοριζόμενο στο Τρίτο Παράρτημα τέλος και την αμοιβή του Διαιτητή που θα εξετάσει την αίτηση, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (7) του άρθρου 9.
(2) Η αίτηση υποβάλλεται στο Γραμματέα της επαρχίας της επιλογής του αιτητή ή σε περίπτωση που αυτός διαμένει σε άλλο κράτος μέλος, υποβάλλεται στο Γραμματέα της επαρχίας όπου πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή σε σχέση με την οποία προέκυψε η καταναλωτική απαίτηση.
(3) Η αίτηση συνοδεύεται από:
(α) Οποιαδήποτε στοιχεία διαθέτει ο αιτητής, όπως αποδείξεις πληρωμής, δελτία εγγυήσεως ή και άλλα σχετικά έγγραφα. και
(β) έγγραφη συγκατάθεση του εμπόρου για παραπομπή της καταναλωτικής απαίτησης σε διαιτησία δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, εκτός αν η συγκατάθεσή του τεκμαίρεται σύμφωνα με τις διατάξεις της επιφύλαξης του εδαφίου (1) του άρθρου 14.
(4) Ο αιτητής κατά την υποβολή της αίτησης κατονομάζει τους μάρτυρες τους οποίους προτίθεται να καλέσει για να καταθέσουν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
16.-(1) Με τη λήψη της αίτησης, ο Γραμματέας εξετάζει κατά πόσο:
(α) Η αίτηση αφορά καταναλωτική απαίτηση που εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής του παρόντος Νόμου·
(β) η αίτηση περιλαμβάνει τα στοιχεία που προβλέπονται στο άρθρο 15·
(γ) πληρώθηκε το καταβλητέο τέλος.
(δ) καταβλήθηκε το ποσό της αμοιβής του Διαιτητή σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (7) του άρθρου 9.
(2) Σε περίπτωση που διαπιστώνεται από το Γραμματέα ότι η αίτηση δεν πληροί οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η αίτηση, τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), δε γίνεται αποδεκτή και ο Γραμματέας ενημερώνει γραπτώς τον αιτητή για τους λόγους της μη αποδοχής.
(3) Ο αιτητής, εντός επτά (7) ημερών από την ημερομηνία που θα λάβει γνώση των λόγων της μη αποδοχής της αίτησής του, δύναται να υποβάλει στο Γραμματέα τα ελλείποντα στοιχεία ή το καταβλητέο τέλος ή την αμοιβή του Διαιτητή που αναφέρονται ως οι λόγοι μη αποδοχής, ανάλογα με την περίπτωση, και σε περίπτωση που δεν τα υποβάλει η αίτηση μετά την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας θεωρείται ως απορριφθείσα.
17.-(1) Ο Γραμματέας επιδίδει την αίτηση στον καθ’ ου η αίτηση, ο οποίος εντός δεκαπέντε (15) εργάσιμων ημερών από την ημερομηνία της επίδοσης, υποβάλλει απάντηση στην αίτηση, σύμφωνα με τον Τύπο Β που καθορίζεται στο Δεύτερο Παράρτημα, στο Γραμματέα της επαρχίας όπου υποβλήθηκε η αίτηση.
(2) Ο καθ’ ου η αίτηση στην απάντησή του δύναται να υποβάλει ανταπαίτηση κατά του αιτητή, καταβάλλοντας το καθοριζόμενο στο Τρίτο Παράρτημα τέλος.
(3) Ο καθ’ ου η αίτηση κατά την υποβολή της απάντησης κατονομάζει τυχόν μάρτυρες τους οποίους προτίθεται να καλέσει για να καταθέσουν κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας.
18.-(1) Σε περίπτωση που στην απάντησή του ο καθ’ ου η αίτηση αποδεχτεί την αξίωση του αιτητή, όπως αυτή καθορίζεται στην αίτηση, καταβάλλει μέσω του Γραμματέα στον αιτητή το απαιτούμενο στην αίτηση χρηματικό ποσό.
(2) Σε περίπτωση που ο καθ’ ου η αίτηση δεν αποδέχεται την αξίωση του αιτητή, όπως αυτή καθορίζεται στην αίτηση, ο Γραμματέας επιδίδει την απάντηση του καθ΄ ου η αίτηση στον αιτητή και παραπέμπει την υπόθεση σε Διαιτητή, ανάλογα με την σειρά εγγραφής και αποδοχής ανάληψης της διαιτησίας των Διαιτητών στο Μητρώο Διαιτητών:
19. Η διαδικασία εξέτασης κάθε υπόθεσης, περιλαμβανομένης και της έκδοσης απόφασης διεξάγεται από τον ίδιο Διαιτητή, εκτός αν αυτός διαγραφεί από το Μητρώο Διαιτητών δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11 ή αδυνατεί να ασκήσει τα καθήκοντά του λόγω προσωρινού κωλύματος.