31. Η Υπηρεσία, το Ευρωπαϊκό Κέντρο Καταναλωτή Κύπρου και οι οργανώσεις καταναλωτών δημοσιοποιούν στους ιστότοπούς τους, παρέχοντας σύνδεσμο προς τον ιστότοπο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και όποτε είναι δυνατό, επί σταθερού μέσου στις εγκαταστάσεις τους, αναφορά στον κατάλογο φορέων εξώδικης επίλυσης διαφορών που αναφέρεται στο άρθρο 20 παράγραφος 4 της Οδηγίας 2013/11/ΕΕ.
32. (1) Η Υπηρεσία συνεργάζεται με φορείς εξώδικης επίλυσης διαφορών άλλων κρατών μελών για την επίλυση διασυνοριακών διαφορών και προβαίνει σε τακτικές ανταλλαγές ορθών πρακτικών, όσον αφορά την επίλυση τόσο των διασυνοριακών όσο και εγχώριων διαφορών.
(2) Σε περίπτωση που σε κάποιον ειδικό τομέα υπάρχει στην Ευρωπαϊκή Ένωση δίκτυο φορέων εξώδικης επίλυσης διαφορών που διευκολύνει την επίλυση διασυνοριακών διαφορών, η Υπηρεσία γίνεται μέλος αυτού του δικτύου.
33.-(1) Σχετικά με διασυνοριακή διαφορά ο καταναλωτής λαμβάνει βοήθεια σχετικά με την πρόσβασή του σε φορέα εξώδικης επίλυσης διαφορών που λειτουργεί σε άλλο κράτος μέλος και είναι αρμόδιος να εξετάσει τη διασυνοριακή διαφορά από το Ευρωπαϊκό Κέντρο Καταναλωτή Κύπρου και τις οργανώσεις καταναλωτών.
(2) Η Υπηρεσία προβαίνει σε ενημέρωση των καταναλωτών σχετικά με το δικαίωμα προσφυγής σε διαδικασίες εξώδικης επίλυσης διαφορών κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο.
(3) Οι οργανώσεις καταναλωτών παρέχουν στους καταναλωτές πληροφορίες σχετικά με την Υπηρεσία όταν δέχονται καταγγελίες από καταναλωτές.
34.-(1) Η Υπηρεσία σε συνεργασία με τους Διαιτητές κοινοποιεί στο Διευθυντή πληροφορίες σχετικά με -
(α) Τα στοιχεία επαφής τους και τη διεύθυνση του ιστότοπού τους·
(β) την αμοιβή, τη διάρκεια της θητείας των Διαιτητών·
(γ) τυχόν διαδικαστικούς κανόνες·
(δ) τα προβλεπόμενα τέλη·
(ε) τη μέση διάρκεια των διαδικασιών εξώδικης επίλυσης διαφορών·
(στ) τη γλώσσα ή τις γλώσσες στις οποίες μπορούν να υποβάλλονται οι καταγγελίες και να διεξάγεται η Διαδικασία Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών·
(ζ) δήλωση σχετικά με τα είδη διαφορών που καλύπτει η Διαδικασία Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών·
(η) τους λόγους για τους οποίους υπήρξε μη εξέταση συγκεκριμένης διαφοράς·
(θ) αιτιολογημένη δήλωση περί του εάν η Υπηρεσία μπορεί να θεωρηθεί φορέας εξώδικης επίλυσης διαφορών και κατά πόσο πληροί τις απαιτήσεις ποιότητας που καθορίζονται στο κεφάλαιο ΙΙ της εν λόγω Οδηγίας.
(2) Σε περίπτωση μεταβολών στις πληροφορίες που αναφέρονται στο εδάφιο (1), η Υπηρεσία κοινοποιεί χωρίς αναίτια καθυστέρηση τις μεταβολές αυτές στο Διευθυντή.
(3) Κάθε Διαιτητής διαβιβάζει στην Υπηρεσία και η Υπηρεσία στο Διευθυντή πληροφορίες σχετικά με:
(α) Τον αριθμό των διαφορών και το είδος των καταγγελιών που αφορούσαν οι διαφορές αυτές·
(β) το ποσοστό των διαδικασιών εξώδικης επίλυσης διαφορών που διεκόπησαν πριν επιτευχθεί αποτέλεσμα·
(γ) το μέσο χρόνο που χρειάστηκε για την επίλυση των διαφορών που τους υποβλήθηκαν·
(δ) το ποσοστό συμμόρφωσης με τα αποτελέσματα των διαδικασιών εξώδικης επίλυσης διαφορών, αν είναι γνωστό·
(ε) τυχόν επαναλαμβανόμενα ή σημαντικά προβλήματα που προκύπτουν συχνά και οδηγούν σε διαφορές μεταξύ καταναλωτών και εμπόρων· οι πληροφορίες που κοινοποιούνται μπορούν να συνοδεύονται από συστάσεις σχετικά με το πώς μπορούν να αποφεύγονται παρόμοια προβλήματα στο μέλλον ή πώς μπορούν αυτά να επιλύονται·
(στ) την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας της συνεργασίας τους με δίκτυα φορέων εξώδικης επίλυσης διαφορών που διευκολύνουν την επίλυση διασυνοριακών διαφορών·
(ζ) την κατάρτιση που παρέχεται στα πρόσωπα που είναι υπεύθυνα για την εξώδικη επίλυση διαφορών·
(η) την αξιολόγηση σχετικά με την αποτελεσματικότητα της Διαδικασίας Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών και πιθανούς τρόπους για να βελτιωθεί η απόδοσή της.
35. (1) Ο Διευθυντής αξιολογεί, ιδίως βάσει των πληροφοριών που έχει λάβει σύμφωνα με το άρθρο 34, εάν η Υπηρεσία και οι Διαιτητές που της κοινοποιούνται μπορούν να θεωρηθούν φορείς εξώδικης επίλυσης διαφορών που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2013/11/ΕΚ και αν πληρούν τις απαιτήσεις ποιότητας του κεφαλαίου ΙΙ της εν λόγω Οδηγίας, καθώς επίσης και του παρόντος Νόμου.
(2) Ο Διευθυντής καταρτίζει κατάλογο που περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με:
(α) Την ονομασία, τα στοιχεία επαφής και τη διεύθυνση του ιστότοπου της Υπηρεσίας·
(β) τα προβλεπόμενα τέλη·
(γ) τη γλώσσα ή τις γλώσσες στις οποίες μπορούν να υποβάλλονται καταγγελίες και να διεξάγεται η Διαδικασία Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών·
(δ) τα είδη διαφορών που καλύπτονται από τη Διαδικασία Εξώδικης Επίλυσης Διαφορών·
(ε) την ακροαματική διαδικασία·
(στ) το δεσμευτικό ή μη δεσμευτικό χαρακτήρα του αποτελέσματος της διαδικασίας· και
(ζ) τους λόγους για τους οποίους η Υπηρεσία μπορεί να αρνηθεί να ασχοληθεί με μια συγκεκριμένη διαφορά.
(3)(α) Ο Διευθυντής κοινοποιεί τον κατάλογο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
(β) Σε περίπτωση που κοινοποιηθεί στο Διευθυντή οποιαδήποτε μεταβολή σύμφωνα με το εδάφιο (2) του άρθρου 34, ο εν λόγω κατάλογος ενημερώνεται χωρίς αναίτια καθυστέρηση και η σχετική πληροφορία διαβιβάζεται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
(4)(α) Αν Διαιτητής δεν πληροί πλέον τις απαιτήσεις του εδαφίου (1), ο Διευθυντής έρχεται σε επαφή μαζί του, αναφέρει τις απαιτήσεις τις οποίες δεν πληροί και του ζητά να συμμορφωθεί αμέσως.
(β) Σε περίπτωση που, μετά την παρέλευση τριών (3) μηνών, Διαιτητής εξακολουθεί να μην πληροί τις απαιτήσεις του εδαφίου (1), ο Διευθυντής τον διαγράφει από τον κατάλογο που αναφέρεται στο εδάφιο (2) καθώς επίσης και από το Μητρώο Διαιτητών. Ο εν λόγω κατάλογος ενημερώνεται χωρίς αναίτια καθυστέρηση και οι σχετικές πληροφορίες κοινοποιούνται στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
(5)(α) Η Υπηρεσία δημοσιοποιεί στον ιστότοπό της τον ενοποιημένο κατάλογο που αναφέρεται ανωτέρω, παρέχοντας σύνδεσμο προς τη σχετική ιστοσελίδα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
(β) Η Υπηρεσία δημοσιοποιεί τον εν λόγω ενοποιημένο κατάλογο επί σταθερού μέσου.