33. Με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος Μέρους, η Πολιτική Συμβίωση δε μεταβάλλει την περιουσιακή αυτοτέλεια των συμβίων.
34. (1) Σε περίπτωση που η Πολιτική Συμβίωση λυθεί ή ακυρωθεί ή σε περίπτωση διακοπής της συμβίωσης των συμβίων και η περιουσία του ενός συμβίου έχει αυξηθεί, ο άλλος σύμβιος, εφόσον συνέβαλε με οποιοδήποτε τρόπο στην αύξηση αυτή, δικαιούται να εγείρει αγωγή στο Δικαστήριο και να απαιτήσει την απόδοση του μέρους της αύξησης το οποίο προέρχεται από τη δική του συμβολή:
(2) Η συνεισφορά του ενός συμβίου στην αύξηση της περιουσίας του άλλου τεκμαίρεται ότι ανέρχεται στο ένα τρίτο (1/3) της αύξησης, εκτός αν αποδειχθεί μεγαλύτερη ή μικρότερη συνεισφορά.
(3) Στην αύξηση της περιουσίας των συμβίων δεν υπολογίζεται ό,τι αυτοί απέκτησαν -
(α) Δυνάμει δωρεάς, κληρονομιάς, κληροδοσίας ή άλλης χαριστικής αιτίας. ή
(β) με διάθεση περιουσίας που αποκτήθηκε με τις αναφερόμενες στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου αιτίες.
35.(1) Για σκοπούς καλύτερης εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 34, το Δικαστήριο δύναται, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου, να εκδώσει διάταγμα, βάσει του οποίου ο καθ’ ου η αίτηση υποχρεούται, εντός δεκαπέντε ημερών (15) από την έκδοσή του, ή εντός οποιασδήποτε άλλης χρονικής περιόδου το Δικαστήριο ήθελε ορίσει, να υποβάλει ένορκη δήλωση στο Δικαστήριο, στην οποία να περιγράφει πλήρως, με σαφήνεια και κατά συγκεκριμένο τρόπο την περιουσία στην οποία είχε οποιοδήποτε άμεσο ή έμμεσο συμφέρον, κατά την ημερομηνία της διακοπής της συμβίωσης ή κατ’ άλλη σχετική ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει στο διάταγμα.
(2) Σε περίπτωση που το συμφέρον σε περιουσία ή μέρος της, το οποίο ο καθ’ ου η αίτηση είχε κατά την ημερομηνία που το Δικαστήριο έχει ορίσει, έπαψε να ανήκει σε αυτόν κατά την ημερομηνία της εκδίκασης της αίτησης λύσης της Πολιτικής Συμβίωσης ή κατ’ άλλη ημερομηνία που το Δικαστήριο ορίζει, ο καθ’ ου η αίτηση υποχρεούται, ύστερα από αίτηση οποιουδήποτε διαδίκου, να δώσει πλήρεις, συγκεκριμένες και πειστικές αποδείξεις της αποξένωσης ή της διάθεσης της περιουσίας ή μέρους της με συμπληρωματική ένορκη δήλωση, ενώ, αν κριθεί αναγκαίο, το Δικαστήριο δικαιούται να διατάξει τον καθ’ ου η αίτηση να δώσει οδηγίες προς τραπεζικό ίδρυμα ή συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα ή χρηματοδοτικό οργανισμό, με κοινοποίηση στο Δικαστήριο, σχετικά με την αποξένωση, τη διακίνηση, τη μεταφορά ή την επαναφορά της περιουσίας ή μέρους της, όπως το Δικαστήριο ορίζει.
(3) Το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση του ενάγοντα, να ορίσει ημερομηνία για εξέταση του καθ’ ου η αίτηση σχετικά με την ορθότητα των ενόρκων δηλώσεων ή των συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων ή άλλων στοιχείων αναφορικά με την περιουσιακή του κατάσταση και στην περίπτωση αυτή ο καθ’ ου η αίτηση κλητεύεται ως μάρτυρας.
36.-(1) Το Δικαστήριο, για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 35, έχει την εξουσία να εκδίδει, μετά από αίτηση του ενάγοντα, διάταγμα με το οποίο να παρεμποδίζεται ο καθ’ ου η αίτηση να διαθέσει, να αποξενώσει ή να επιβαρύνει την περιουσία του ή μέρος της.
(2) Το Δικαστήριο δύναται να διατάξει την ακύρωση κάθε μεταβίβασης, διάθεσης ή επιβάρυνσης της περιουσίας ή μέρους της, η οποία έγινε με σκοπό την καταστρατήγηση των διατάξεων του άρθρου 35 ή διατάγματος του Δικαστηρίου που εκδίδεται με βάση τις διατάξεις του παρόντος Νόμου.
(3) Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, περιουσία που αποκαλύπτεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου στην οποία ο καθ’ ου η αίτηση συνεχίζει να έχει άμεσο ή έμμεσο συμφέρον λογίζεται ως περιουσία για σκοπούς εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου 34 και ο ιδιοκτήτης υποχρεούται να επαναφέρει την περιουσία εντός της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, σε περίπτωση που αυτή βρίσκεται εκτός δικαιοδοσίας και σε περίπτωση μη συμμόρφωσης, ο ιδιοκτήτης ή ο δικαιούχος ιδιοκτήτης είναι ένοχος του αδικήματος της καταφρόνησης του Δικαστηρίου.
(4) Το Δικαστήριο δύναται, σε επείγουσες περιπτώσεις, να εκδώσει προσωρινό διάταγμα δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου με βάσει την ίδια διαδικασία που ακολουθείται για την έκδοση προσωρινού συντηρητικού διατάγματος, δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 4 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.
37. Σε περίπτωση δόλιας διάθεσης ή μεταβίβασης περιουσίας, εφαρμόζονται κατ’ αναλογία οι διατάξεις του περί Δολίων Μεταβιβάσεων (Ακύρωση) Νόμου.
38. Το Δικαστήριο έχει την εξουσία να εκδίδει διατάγματα για μεταβίβαση στον αιτητή περιουσίας του καθ’ ου η αίτηση που συνιστά αντικείμενο της διαδικασίας που ακολουθείται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου.
39. Σε περίπτωση μεταβίβασης ιδιοκτησίας μεταξύ προσώπων που ήταν σύμβιοι και η Πολιτική Συμβίωση των οποίων έχει λυθεί, εφόσον προβλέπεται σε διάταγμα ή σε απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία επιλύονται ή διευθετούνται οι οποιεσδήποτε μεταξύ τους περιουσιακές διαφορές, χωρεί απαλλαγή από την υποχρέωση καταβολής τελών και δικαιωμάτων, δυνάμει των διατάξεων του περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου.
40. Η προβλεπόμενη από το άρθρο 34 αξίωση -
(α) Παραγράφεται τρία (3) χρόνια μετά τη λύση ή την ακύρωση της Πολιτικής Συμβίωσης:
(β) δεν γεννιέται, σε περίπτωση θανάτου, στο πρόσωπο των κληρονόμων του συμβίου που πέθανε.
(γ) δεν εκχωρείται ούτε κληρονομείται, εκτός αν έχει αναγνωριστεί συμβατικά ή αν έχει επιδοθεί αγωγή.
41. Το Δικαστήριο κατά την εκδίκαση αγωγής του ενός από τους συμβίους κατά του άλλου δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 34, λαμβάνει υπόψη κατά την επιδίκαση του ποσού το οποίο τυχόν ο ενάγων σύμβιος δικαιούται και την αξία των περιουσιακών στοιχείων τα οποία ο εναγόμενος σύμβιος δώρισε στον ενάγοντα κατά τη διάρκεια της Πολιτικής Συμβίωσης.
42. -(1) Το Δικαστήριο δύναται να μην επιδικάσει στον ενάγοντα σύμβιο οποιοδήποτε ποσό με βάση τις διατάξεις του άρθρου 34, ή να μειώσει το ποσό το οποίο αυτός θα εδικαιούτο με βάση το ίδιο άρθρο, σε περίπτωση που-
(α) Οι περιουσιακές σχέσεις μεταξύ των συμβίων έχουν ήδη ρυθμιστεί με έγκυρο συμφωνητικό έγγραφο από τους ίδιους τους συμβίους. ή
(β) ο ενάγων σύμβιος -
(i) έχει καταδικαστεί για φόνο ή ανθρωποκτονία του άλλου συμβίου.
(ii) έχει καταδικαστεί για φόνο ή ανθρωποκτονία τέκνου του άλλου συμβίου.
(iii) έχει καταδικαστεί για εκ προθέσεως πρόκληση βαριάς σωματικής βλάβης στον άλλο σύμβιο ή σε τέκνο αυτού.
(iv) εγκατέλειψε χωρίς εύλογη αιτία τον άλλο σύμβιο ή παρέλειψε να τον συντηρεί.
(v) συμπεριφέρθηκε προς τον άλλο σύμβιο ή τα τέκνα αυτού κατά τρόπο ιδιαίτερα σκληρό ή ανήθικο.
(2) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη τη συμπεριφορά του άλλου συμβίου έναντι του ενάγοντος συμβίου.