36.-(1) Η Επιτροπή ορίζεται ως η Εποπτική Αρχή για να ασκεί τις αρμοδιότητες εποπτείας και την εφαρμογή των διατάξεων που προβλέπονται στον παρόντα Νόμο, καθώς και ως η ενδεδειγμένη αρχή κατά τα προβλεπόμενα στον παρόντα Νόμο.
(2) Επιπρόσθετα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, οι διατάξεις του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου ως διορθώθηκε, που έχουν ως αντικείμενο -
(α) Την εποπτική αρμοδιότητα της Επιτροπής, και
(β) την εξουσία συγκέντρωσης πληροφοριών και διερεύνησης, και
(γ) την εξουσία επιβολής διοικητικών κυρώσεων, και
(δ) τη συνεργασία της Επιτροπής με την αρχή εξυγίανσης και άλλες αρμόδιες αρχές στη Δημοκρατία και στο εξωτερικό, και
(ε) γενικά όλες οι αρμοδιότητες, εξουσίες, ευθύνες και τα καθήκοντα της Επιτροπής,
εφαρμόζονται κατ’ αναλογία για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου.
(3) Η Επιτροπή ασκεί τις εξουσίες της –
(α) Άμεσα· ή
(β) σε συνεργασία με άλλες αρχές· ή
(γ) υπό την ευθύνη της, με ανάθεση καθηκόντων σε άλλες αρχές· ή
(δ) με αίτηση προς τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.
(4) Επιπροσθέτως των εξουσιών της Επιτροπής που καθορίζονται στον περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμο ως διορθώθηκε, η Επιτροπή δύναται να λαμβάνει κάθε μέτρο που μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι εποπτευόμενοί της συνεχίζουν να συμμορφώνονται με τις εκ του παρόντος Νόμου, ή/και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, υποχρεώσεις.
(5) Η Επιτροπή, κατά την εξέταση οποιωνδήποτε ενώπιόν της πληροφοριών ή εγγράφων ή εντύπων, δύναται να απαιτεί προφορικά ή γραπτώς προσκόμιση οποιωνδήποτε περεταίρω στοιχείων και πληροφοριών.
(6) Οποιοδήποτε πρόσωπο, στο οποίο απευθύνεται το αίτημα της Επιτροπής για συλλογή πληροφοριών, διενέργειας ελέγχου ή έρευνας, έχει υποχρέωση προς άμεση συμμόρφωση και έγκαιρη, πλήρη και ακριβή παροχή των αιτούμενων πληροφοριών.
(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου νόμου, σε περίπτωση άρνησης πρόσβασης σε πληροφορίες, αρχεία, βιβλία, λογαριασμούς, άλλα έγγραφα ή στοιχεία εναποθηκευμένα σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές, κατά τη διενέργεια έρευνας ή ελέγχου της Επιτροπής, η Επιτροπή δύναται να προβαίνει σε άμεση κατάσχεση των σχετικών πληροφοριών, αρχείων, βιβλίων, λογαριασμών και άλλων εγγράφων και στοιχείων, καθώς και των ηλεκτρονικών μέσων αποθήκευσης και μεταφοράς δεδομένων:
(8) Η Επιτροπή λαμβάνει αποφάσεις δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου με γνώμονα την καλύτερη επίτευξη των ακόλουθων στόχων:
(α) Την πρόληψη του ενδεχόμενου αντίκτυπου των αποφάσεών της σε όλα τα κράτη μέλη στα οποία δραστηριοποιείται η ΚΕΠΕΥ ή ο όμιλος·
(β) την ελαχιστοποίηση των αρνητικών επιπτώσεων στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα και των δυσμενών οικονομικών και κοινωνικών επιπτώσεων στα εν λόγω κράτη μέλη.
(9) Έκαστο μέλος του Συμβουλίου και του προσωπικού της Επιτροπής, οι ερευνώντες λειτουργοί, οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί ως σύμβουλος ή κατ’ εντολή του Συμβουλίου και οποιοδήποτε πρόσωπο διορίζεται ως προσωρινός διαχειριστής δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 20 δεν υπόκειται σε οποιαδήποτε ευθύνη σε περίπτωση αγωγής, αίτησης ή άλλης νομικής διαδικασίας για αποζημιώσεις σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων και ευθυνών της Επιτροπής δυνάμει του παρόντος Νόμου ή δυνάμει οποιωνδήποτε οδηγιών που εκδίδονται σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, εκτός εάν αποδειχθεί ότι η πράξη ή η παράλειψη δεν είναι καλή τη πίστει ή είναι αποτέλεσμα σοβαρής αμέλειας.
(10) Η Επιτροπή δύναται να ζητήσει από τις ΚΕΠΕΥ ή τις οντότητες που προβλέπονται στις παραγράφους (β), (γ) ή (δ) του άρθρου 3, να διατηρούν λεπτομερή αρχεία χρηματοπιστωτικών συμβάσεων στις οποίες η μια ΚΕΠΕΥ είναι συμβαλλόμενο μέρος:
(11) Κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής ή της αρχής εξυγίανσης, το αρχείο καταγραφής συναλλαγών θέτει τις αναγκαίες πληροφορίες στη διάθεση των αρμόδιων αρχών ή αρχών εξυγίανσης, προκειμένου να έχουν τη δυνατότητα να εκπληρώσουν τις αντίστοιχες υποχρεώσεις και εντολές τους σύμφωνα με το Άρθρο 81 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.
37.-(1) Χωρίς επηρεασμό των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου που προβλέπουν για την έκδοση οδηγιών, η Επιτροπή δύναται να εκδίδει οδηγίες για την ρύθμιση οποιουδήποτε θέματος που προβλέπεται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το οποίο χρήζει ή είναι δεκτικό καθορισμού.
(2) Η εφαρμογή των οδηγιών που εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου είναι υποχρεωτική για τα πρόσωπα προς τα οποία απευθύνονται.
38.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο έχει υποχρέωση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, να υποβάλλει ή γνωστοποιεί στην Επιτροπή, ή να δημοσιοποιεί, ή να ανακοινώνει δημόσια, οποιεσδήποτε πληροφορίες, στοιχεία, έγγραφα ή έντυπα οφείλει να μεριμνά και να εξασφαλίζει την ορθότητα, πληρότητα και ακρίβειά τους.
(2) Πρόσωπο που παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του εδαφίου (1) διαπράττει ποινικό αδίκημα και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή με χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις επτακόσιες χιλιάδες ευρώ (€700.000) ή και με τις δύο αυτές ποινές.
(3) Ποινική ευθύνη, για το προβλεπόμενο στο εδάφιο (2) ποινικό αδίκημα που τελείται από νομικό πρόσωπο υπέχει, εκτός από το ίδιο το νομικό πρόσωπο, και οποιοδήποτε από τα μέλη των διοικητικών, διευθυντικών, εποπτικών ή ελεγκτικών του οργάνων που αποδεικνύεται ότι συναίνεσε ή συνέπραξε στην τέλεση του ποινικού αδικήματος.
(4) Πρόσωπα που, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (3), υπέχουν ποινική ευθύνη για το τελούμενο από νομικό πρόσωπο ποινικό αδίκημα, ευθύνονται αλληλεγγύως με το νομικό πρόσωπο ή/και κεχωρισμένως για κάθε ζημιά που γίνεται σε τρίτους ένεκα της πράξης ή της παράλειψης που στοιχειοθετεί το ποινικό αδίκημα.
39.-(1) Σε περίπτωση που ΚΕΠΕΥ ή άλλη οντότητα που προβλέπεται στο άρθρο 3 παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, η Επιτροπή δύναται, σταθμίζοντας κατά την απόλυτή της κρίση τη βαρύτητα της παράβασης, να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο ή άλλες διοικητικές κυρώσεις περιλαμβανομένων των ακόλουθων:
(α) Δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει την ΚΕΠΕΥ ή την εν λόγω οντότητα, το υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης·
(β) διαταγή προς την ΚΕΠΕΥ ή την εν λόγω οντότητα ή υπεύθυνο φυσικό πρόσωπο για παύση της παράνομης συμπεριφοράς και για μη επανάληψή της στο μέλλον∙
(γ) χωρίς επηρεασμό των διατάξεων του εδαφίου (3), προσωρινή απαγόρευση μέλους του διοικητικού συμβουλίου ή άλλου υπαίτιου φυσικού προσώπου να ασκεί οποιαδήποτε καθήκοντα στην ΚΕΠΕΥ ή στην εν λόγω οντότητα∙
(δ) διοικητικό πρόστιμο στην ίδια την ΚΕΠΕΥ ή την εν λόγω οντότητα ύψους έως δέκα τοις εκατό (10%) του συνολικού καθαρού κύκλου εργασιών, κατά το προηγούμενο οικονομικό έτος:
(ε) διοικητικό πρόστιμο σε φυσικό πρόσωπο μέχρι και πέντε εκατομμύρια ευρώ (€5.000.000)∙
(στ) διοικητικό πρόστιμο μέχρι και το διπλάσιο του ποσού των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν λόγω της παράβασης, όπου μπορούν να συγκεκριμενοποιηθούν.
(2) Σε περίπτωση που σχετική οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) παραβαίνει τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, οποιοδήποτε υπεύθυνο διευθυντικό στέλεχος ή μέλος του διοικητικού της συμβουλίου ή άλλο φυσικό πρόσωπο φέρει ευθύνη για τις πιο πάνω παραβάσεις, υπόκειται στα διοικητικά πρόστιμα και λοιπές διοικητικές κυρώσεις σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), όπου αυτές εφαρμόζονται.
(3) Χωρίς επηρεασμό των λοιπών διατάξεων του παρόντος Νόμου, το παρόν άρθρο εφαρμόζεται τουλάχιστον όταν συμβαίνει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
(α) Η οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) δεν έχει καταρτίσει, ή δεν διατηρεί ή δεν επικαιροποιεί το σχέδιο ανάκαμψης, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 4 ή του άρθρου 6·
(β) η οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) δεν κοινοποίησε στην Επιτροπή την πρόθεση να παρασχεθεί χρηματοοικονομική στήριξη στον όμιλο, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 17·
(γ) η οντότητα που προβλέπεται στο εδάφιο (1) δεν έχει παράσχει όλες τις αναγκαίες πληροφορίες για την κατάρτιση σχεδίου εξυγίανσης, κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (3) του άρθρου 10·
(δ) το διοικητικό συμβούλιο ή υπεύθυνο διευθυντικό στέλεχος ή μέλος του διοικητικού της συμβουλίου της οντότητας που προβλέπεται στο εδάφιο (1) δεν έχει κοινοποιήσει στην Επιτροπή το γεγονός ότι τελεί υπό κατάσταση αφερεγγυότητας ή ενδεχόμενης αφερεγγυότητας, κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (1) του άρθρου 29.
(4)(α) Η Επιτροπή δημοσιοποιεί στο διαδικτυακό της τόπο οποιοδήποτε διοικητικό πρόστιμο ή άλλη διοικητική κύρωση που επιβάλλει δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου για παραβάσεις των διατάξεων του παρόντος Νόμου είτε των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών, περιλαμβανομένων πληροφοριών σχετικά με τον τύπο και τη φύση της παράβασης και την ταυτότητα του φυσικού ή νομικού προσώπου στο οποίο επιβάλλεται το πρόστιμο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση μετά την ενημέρωση του εν λόγω προσώπου σχετικά με τις εν λόγω κυρώσεις·
(β) σε περίπτωση που απόφαση της Επιτροπής για την επιβολή διοικητικού προστίμου ή λήψη άλλης διοικητικής κύρωσης ανακληθεί από την ίδια ή ακυρωθεί από δικαστήριο, η Επιτροπή χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση δημοσιεύει σχετικές πληροφορίες στο διαδικτυακό της τόπο.
(5) Η Επιτροπή δημοσιοποιεί διοικητικό πρόστιμο ή άλλη διοικητική κύρωση σε ανώνυμη βάση, σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όταν διοικητικό πρόστιμο ή άλλη διοικητική κύρωση επιβάλλεται σε φυσικό πρόσωπο και μετά από υποχρεωτική προηγούμενη αξιολόγηση κρίνεται ότι η δημοσιοποίηση των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα θα ήταν δυσανάλογη·
(β) όταν η δημοσιοποίηση θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα του χρηματοοικονομικού τομέα ή εκκρεμούσα ποινική έρευνα∙
(γ) όταν η δημοσιοποίηση προξενεί, στο βαθμό που αυτό μπορεί να προσδιοριστεί, δυσανάλογη ζημιά στα εμπλεκόμενα πρόσωπα:
(6) Η Επιτροπή διασφαλίζει ότι κάθε δημοσιοποίηση δυνάμει των διατάξεων του παρόντος άρθρου παραμένει στο διαδικτυακό της τόπο για τουλάχιστον πέντε (5) έτη:
(7) Κατά τον καθορισμό του είδους των διοικητικών προστίμων ή άλλων διοικητικών κυρώσεων και του ύψους των διοικητικών προστίμων, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη της όλες τις σχετικές περιστάσεις, περιλαμβανόμενων, όπου αρμόζει, τα ακόλουθα:
(α) Τη βαρύτητα και τη διάρκεια της παράβασης∙
(β) το βαθμό ευθύνης του φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση∙
(γ) την οικονομική ευρωστία του φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, όπως προκύπτει για παράδειγμα από το συνολικό κύκλο εργασιών του νομικού προσώπου ή από το ετήσιο εισόδημα του φυσικού προσώπου∙
(δ) τη σημαντικότητα των κερδών που αποκτήθηκαν ή των ζημιών που αποφεύχθηκαν από το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν∙
(ε) τις ζημίες σε τρίτους που προκλήθηκαν από την παράβαση, στο βαθμό που μπορούν να προσδιοριστούν∙
(στ) το βαθμό συνεργασίας του φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση, με την Επιτροπή∙
(ζ) προηγούμενες παραβάσεις του φυσικού ή νομικού προσώπου, που είναι υπεύθυνο για την παράβαση∙
(η) τυχόν πιθανές συστημικές συνέπειες της παράβασης.
(8) Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων περί επαγγελματικού απορρήτου που προβλέπονται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 30, η Επιτροπή ενημερώνει την ΕΑΤ σχετικά με όλες τις διοικητικές κυρώσεις τις οποίες επιβάλλει δυνάμει του παρόντος άρθρου και σχετικά με την κατάσταση των προσφυγών ενώπιον δικαστηρίου κατά της νομιμότητάς τους και τα αποτελέσματά τους.
40.-(1) Οποιοδήποτε πρόσωπο ενεργεί κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 30 ή εν γένει του παρόντος Νόμου ή οδηγίας που εκδίδεται δυνάμει αυτού, υπέχει αστική ευθύνη και υποχρεούται να αποζημιώνει οποιοδήποτε πρόσωπο υπέστη ζημία ή απώλεια κέρδους ή και τα δύο, λόγω ενέργειας ή παράλειψής του, κατά παράβαση των υποχρεώσεών του που απορρέουν από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή από οδηγία που εκδίδεται δυνάμει αυτού.
(2) Ποινική ευθύνη ή επιβολή διοικητικής κύρωσης δεν απαλλάσσει τον παραβάτη από τυχόν αστική ευθύνη.
41. Σε περίπτωση που ΚΕΠΕΥ ή οντότητα που προβλέπεται στις παραγράφους (β), (γ) ή (δ) του άρθρου 3 υποβάλει, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 61 του περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων και Επενδυτικών Εταιρειών Νόμου, σχέδιο αναδιοργάνωσης στην αρχή εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί την πιθανότητα, με την εφαρμογή του σχεδίου, να αποκατασταθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα της ΚΕΠΕΥ ή της σχετικής οντότητας και η αξιολόγηση ολοκληρώνεται σε συμφωνία με την Επιτροπή: