53.-(1) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί, μέσω της έκδοσης διατάγματος που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης που προσδιορίζονται στο άρθρο 41, σύμφωνα με τις αρχές εξυγίανσης που ορίζει το άρθρο 44, για οποιονδήποτε από τους ακόλουθους σκοπούς:
(α) Για την ανακεφαλαιοποίηση ενός ιδρύματος, ή ενός σχετικού προσώπου, που πληροί τις προϋποθέσεις εξυγίανσης σε βαθμό που να επιτρέπει-
(i) την αποκατάσταση της δυνατότητας συμμόρφωσης με τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας του ιδρύματος ή, εφόσον τέτοιες προϋποθέσεις υφίστανται για το σχετικό πρόσωπο, του σχετικού προσώπου, και
(ii) τη συνέχιση της διεκπεραίωσης των εργασιών για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τον περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμο ή τον περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμο, κατά περίπτωση, και
(iii) τη διατήρηση επαρκούς εμπιστοσύνης των αγορών στο ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο·
(β) για τη μετατροπή σε μετοχικό κεφάλαιο ή τη μείωση της αξίας των απαιτήσεων ή των χρεωστικών μέσων που μεταβιβάζονται:
(i) σε μεταβατικό ίδρυμα, με σκοπό την παροχή κεφαλαίου για το εν λόγω μεταβατικό ίδρυμα, ή
(ii) στο πλαίσιο εφαρμογής του μέτρου πώλησης εργασιών ή του μέτρου μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.
(2)(α) Σε περίπτωση όπου ευλόγως διαφαίνεται ότι η εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, σε συνδυασμό με άλλα σχετικά μέτρα, συμπεριλαμβανομένων μέτρων που εφαρμόζονται σύμφωνα με το σχέδιο αναδιοργάνωσης που απαιτείται δυνάμει του άρθρου 61, θα αποκαταστήσει τη χρηματοοικονομική ευρωστία του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, επιτυγχάνοντας, επιπλέον, τους σχετικούς στόχους της εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα για τον σκοπό που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (α) του εδαφίου (1).
(β) Σε κάθε άλλη περίπτωση, η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει οποιοδήποτε από τα μέτρα εξυγίανσης που αναφέρονται στο άρθρο 45(3)(α), (β) και (γ) και το μέτρο αναδιάρθρωσης που αναφέρεται στην υποπαράγραφο (β) του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου.
(3) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να εφαρμόζει το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα σε όλα τα ιδρύματα ή τα σχετικά πρόσωπα, διατηρώντας ή μεταβάλλοντας τη νομική μορφή τους.
54.-(1) Το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα δύναται να εφαρμοστεί σε όλες τις υποχρεώσεις ιδρύματος ή σχετικού προσώπου που δεν εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής του εν λόγω μέτρου, σύμφωνα με τα εδάφια (2) και (3).
(2) Η αρχή εξυγίανσης δεν ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά τις ακόλουθες υποχρεώσεις, ανεξαρτήτως εάν αυτές διέπονται από το δίκαιο κράτους μέλους ή τρίτης χώρας:
(α) Καλυπτόμενες καταθέσεις·
(β) εξασφαλισμένες υποχρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων των καλυμμένων ομολόγων και των υποχρεώσεων υπό μορφή χρηματοπιστωτικών μέσων χρησιμοποιούμενων για σκοπούς αντιστάθμισης κινδύνου, τα οποία αποτελούν αναπόσπαστο μέρος των συνολικών στοιχείων κάλυψης και εξασφαλίζονται κατά τρόπο παρόμοιο με αυτόν των καλυμμένων ομολόγων·
(γ) κάθε υποχρέωση που προκύπτει από την κατοχή, από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο, περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών, συμπεριλαμβανομένων περιουσιακών στοιχείων πελατών ή ρευστών των πελατών που έχουν στην κατοχή τους για λογαριασμό ΟΣΕΚΑ, όπως ορίζεται στο άρθρο 2(1) του περί των Ανοικτού Τύπου Οργανισμών Συλλογικών Επενδύσεων Νόμου, ή ΟΕΕ, όπως ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων Νόμου, υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω πελάτες προστατεύονται δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας περί αφερεγγυότητας·
(δ) κάθε υποχρέωση που προκύπτει από σχέση καταπίστευσης μεταξύ του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, ως καταπιστευματοδόχου, και ενός άλλου προσώπου, ως δικαιούχου, υπό την προϋπόθεση ότι ο εν λόγω δικαιούχος προστατεύεται με βάση την ισχύουσα νομοθεσία περί αφερεγγυότητας ή από διατάξεις περί αστικού δικαίου·
(ε) υποχρεώσεις προς ιδρύματα ως ορίζονται στο Άρθρο 2, παράγραφος 1, σημείο 23) της Οδηγίας 2013/59, εξαιρουμένων των οντοτήτων που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, με αρχική διάρκεια μικρότερη των επτά (7) ημερών·
(στ) υποχρεώσεις που έχουν εναπομένουσα διάρκεια μικρότερη των επτά (7) ημερών, έναντι συστημάτων ή φορέων εκμετάλλευσης συστημάτων που ορίζονται σύμφωνα με τον περί του Αμετάκλητου του Διακανονισμού στα Συστήματα Πληρωμών και στα Συστήματα Διακανονισμού Αξιογράφων Νόμο ή των συμμετεχόντων σε αυτά και που προκύπτουν από συμμετοχή στα εν λόγω συστήματα ή κεντρικών αντισυμβαλλομένων που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας εντός της ΕΕ βάσει του Άρθρου 14 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012 και κεντρικών αντισυμβαλλομένων τρίτης χώρας που έχουν αναγνωριστεί από την ΕΑΚΑΑ βάσει του Άρθρου 25 του εν λόγω Κανονισμού·
(ζ) υποχρέωση σε οποιονδήποτε από τους εξής:
(i) εργαζόμενο, όσον αφορά δεδουλευμένες αποδοχές, συνταξιοδοτικά δικαιώματα ή άλλες σταθερές αποδοχές, εκτός από τη μεταβλητή συνιστώσα των αποδοχών που δεν ρυθμίζεται από συλλογική σύμβαση:
(ii) εμπορικό πιστωτή ή προμηθευτή, που συνδέεται με την παροχή στο ίδρυμα ή στο σχετικό πρόσωπο αγαθών και υπηρεσιών, κρίσιμων για την καθημερινή λειτουργία του, συμπεριλαμβανομένων των υπηρεσιών πληροφορικής, κοινής ωφελείας, καθώς και της ενοικίασης, συντήρησης και φροντίδας των εγκαταστάσεων,
(iii) τις φορολογικές αρχές και αρχές κοινωνικής ασφάλισης, εφόσον οι υποχρεώσεις αυτές είναι προνομιούχες σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία,
(iv) σύστημα εγγύησης καταθέσεων το οποίο προκύπτει από τις συνεισφορές που οφείλονται σύμφωνα με τον περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμο του 2016,
(v) φιλανθρωπικά ιδρύματα κατά την έννοια των διατάξεων της παραγράφου (στ) του εδαφίου (1) του άρθρου 9 του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου.
(η) υποχρεώσεις προς ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα ή ιδρύματα κράτους μέλους ή οντότητες του Άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο β), γ) ή δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης χωρίς να συνιστούν τα ίδια οντότητες εξυγίανσης, ανεξάρτητα από τη διάρκειά τους εκτός από τις περιπτώσεις που αυτές οι υποχρεώσεις κατατάσσονται κάτω από τις κοινές μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις σύμφωνα με τον σχετικό εθνικό νόμο που διέπει τις κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας ο οποίος ισχύει κατά την ημερομηνία μεταφοράς της Οδηγίας 2019/879/ΕΕ, στο εθνικό δίκαιο· σε περίπτωση που ισχύει η εν λόγω εξαίρεση, η αρχή εξυγίανσης, ως αρχή εξυγίανσης της σχετικής θυγατρικής που δεν συνιστά οντότητα εξυγίανσης, εκτιμά κατά πόσο το ποσό των στοιχείων που πληρούν το άρθρο 25Ε(2) είναι επαρκές, ώστε να στηριχθεί η εφαρμογή της προκρινόμενης στρατηγικής εξυγίανσης.
(3) Κατά την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, η αρχή εξυγίανσης διασφαλίζει ότι το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και παραγώγων που εξασφαλίζουν καλυμμένα ομόλογα δεν επηρεάζονται, παραμένουν διαχωρισμένα και διαθέτουν επαρκή χρηματοδότηση.
(4) Τα εδάφια (2) και (3) δεν εμποδίζουν την αρχή εξυγίανσης να ασκεί, όπου ενδείκνυται, τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά -
(α) Κάθε ποσό κατάθεσης που υπερβαίνει το επίπεδο κάλυψης που προβλέπεται στους περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Κανονισμούς του 2016·
(β) οποιοδήποτε μέρος μιας εξασφαλισμένης υποχρέωσης που υπερβαίνει την αξία της εξασφάλισης.
(5) Με την επιφύλαξη των διατάξεων περί μεγάλων ανοιγμάτων του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου και του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, κατά περίπτωση, προκειμένου να υπάρχει δυνατότητα εξυγίανσης των ιδρυμάτων και ομίλων, η αρχή εξυγίανσης περιορίζει, σύμφωνα με το άρθρο 20(5)(β), τον βαθμό στον οποίο άλλα ιδρύματα κατέχουν υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα, εκτός από τις υποχρεώσεις τις οποίες κατέχουν οντότητες που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου.
(6) Σε εξαιρετικές περιστάσεις, όταν εφαρμόζεται το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα, η αρχή εξυγίανσης δύναται να εξαιρεί ή να εξαιρεί εν μέρει ορισμένες υποχρεώσεις από την άσκηση των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής όταν -
(α) Δεν είναι δυνατή η συμπερίληψη της συγκεκριμένης υποχρέωσης στην εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα εντός εύλογου χρόνου, παρά τις καλόπιστες προσπάθειες της αρχής εξυγίανσης∙ ή
(β) η εξαίρεση είναι αυστηρά αναγκαία και αναλογική προκειμένου να επιτευχθεί η συνέχεια των κρίσιμων λειτουργιών και των βασικών επιχειρηματικών τομέων κατά τρόπο που διατηρεί την ικανότητα του ιδρύματος υπό εξυγίανση να συνεχίζει τις κεντρικές λειτουργίες, υπηρεσίες και συναλλαγές του∙ ή
(γ) η εξαίρεση είναι αυστηρά αναγκαία και αναλογική προκειμένου να αποφευχθεί ευρεία μετάδοση, ιδίως όσον αφορά τις επιλέξιμες καταθέσεις φυσικών προσώπων και πολύ μικρών, μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, η οποία θα διατάρασσε σοβαρά τη λειτουργία των χρηματοπιστωτικών αγορών, συμπεριλαμβανομένων των υποδομών τους, κατά τρόπο που θα μπορούσε να προκαλέσει μεγάλη αναστάτωση στην οικονομία της Δημοκρατίας ή κράτους μέλους ή της ΕΕ∙ ή
(δ) η εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σε αυτές τις υποχρεώσεις θα προκαλέσει καταστροφή αξίας τέτοια ώστε οι ζημίες που επιβαρύνουν τους λοιπούς πιστωτές θα είναι μεγαλύτερες από ό,τι εάν οι εν λόγω υποχρεώσεις εξαιρεθούν από τη διάσωση με ίδια μέσα.
(7)(α) Η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί προσεκτικά αν οι υποχρεώσεις προς ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα ή ιδρύματα κράτους μέλους ή οντότητες του Άρθρου 1, παράγραφος 1, στοιχείο β), γ) ή δ) της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, που αποτελούν μέρος του ίδιου ομίλου εξυγίανσης χωρίς να συνιστούν τα ίδια οντότητες εξυγίανσης και που δεν εξαιρούνται από την εφαρμογή των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής βάσει της παραγράφου (η) του εδάφιου (2) του παρόντος άρθρου, θα πρέπει να εξαιρεθούν ή να εξαιρεθούν μερικώς δυνάμει των παραγράφων (α) έως (δ) του εδαφίου (6) του παρόντος άρθρου, προκειμένου να διασφαλιστεί η αποτελεσματική εφαρμογή της στρατηγικής εξυγίανσης.
(β) Όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει ή να εξαιρέσει μερικώς μια υποχρέωση υποκείμενη σε διάσωση με ίδια μέσα ή μια κατηγορία υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα σύμφωνα με το εδάφιο (6), το επίπεδο απομείωσης ή μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα δύναται να αυξηθεί προκειμένου να ληφθούν υπόψη τέτοιες εξαιρέσεις, υπό τον όρο ότι το επίπεδο απομείωσης και μετατροπής που εφαρμόζεται σε άλλες υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα τηρεί την αρχή που αναφέρεται στο άρθρο 44(1)(ζ).
(γ) Όταν η αρχή εξυγίανσης αποφασίζει να εξαιρέσει ή να εξαιρέσει μερικώς μια υποχρέωση υποκείμενη σε διάσωση με ίδια μέσα ή κατηγορία υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα σύμφωνα με το παρόν άρθρο και οι ζημίες που θα προέκυπταν για τις εν λόγω υποχρεώσεις δεν έχουν μετακυλιστεί πλήρως σε άλλους πιστωτές, το Ταμείο Εξυγίανσης, αυτεπαγγέλτως ή κατόπιν αιτήματος της αρχής εξυγίανσης, δύναται να συνεισφέρει στο υπό εξυγίανση ίδρυμα, ώστε να επιτύχει οποιοδήποτε από τα ακόλουθα:
(i) Να καλυφθούν τυχόν ζημιές που δεν απορροφήθηκαν από τις υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα και να μηδενιστεί η καθαρή αξία των στοιχείων ενεργητικού του υπό εξυγίανση ιδρύματος σύμφωνα με το άρθρο 55(1)(α)·
(ii) να αγοράσει μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή κεφαλαιακά μέσα του υπό εξυγίανση ιδρύματος προκειμένου να ανακεφαλαιοποιηθεί το ίδρυμα σύμφωνα με το άρθρο 55(1)(β).
(8) Κατά την άσκηση της δυνατότητας εξαίρεσης υποχρέωσης σύμφωνα με το εδάφιο (6), η αρχή εξυγίανσης λαμβάνει υπόψη τα εξής:
(α) Την αρχή ότι οι ζημιές επιβαρύνουν πρωτίστως τους μετόχους και στη συνέχεια, γενικά, τους πιστωτές του υπό εξυγίανση ιδρύματος κατά σειρά προτεραιότητας·
(β) το επίπεδο της ικανότητας απορρόφησης ζημιών που θα διατηρούσε το υπό εξυγίανση ίδρυμα εάν είχε εξαιρεθεί η υποχρέωση ή κατηγορία υποχρεώσεων·
(γ) την ανάγκη διατήρησης επαρκών πόρων για τη χρηματοδότηση εξυγίανσης.
(9) Οι εξαιρέσεις σύμφωνα με το εδάφιο (6) μπορούν να εφαρμόζονται είτε προκειμένου να εξαιρεθεί εντελώς μια υποχρέωση από την απομείωση ή προκειμένου να περιοριστεί ο βαθμός απομείωσης που εφαρμόζεται στην εν λόγω υποχρέωση
(10)(α) Η αρχή εξυγίανσης πριν από την άσκηση της δυνατότητας για την εξαίρεση υποχρέωσης σύμφωνα με το εδάφιο (6), ειδοποιεί την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
(β) Σε περίπτωση που η εξαίρεση απαιτεί συνεισφορά από το Ταμείο Εξυγίανσης ή από εναλλακτική πηγή χρηματοδότησης σύμφωνα με το άρθρο 103 και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, εντός είκοσι τεσσάρων (24) ωρών από την παραλαβή της σχετικής ειδοποίησης, ή μεγαλύτερου διαστήματος κατόπιν συγκατάθεσης της αρχής εξυγίανσης, απαγορεύσει ή απαιτήσει τροποποιήσεις δυνάμει του Άρθρου 44, παράγραφος 12, της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ, η αρχή εξυγίανσης συμμορφώνεται με τις υποδείξεις και ενεργεί ανάλογα:
55.-(1) Κατά την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί, βάσει αποτίμησης σύμφωνα με το άρθρο 47, τα ακόλουθα:
(α) Κατά περίπτωση, το ποσό κατά το οποίο πρέπει να απομειωθούν οι υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα προκειμένου να διασφαλιστεί ότι η καθαρή αξία των περιουσιακών στοιχείων του υπό εξυγίανση ιδρύματος είναι μηδενική·
(β) κατά περίπτωση, το ποσό κατά το οποίο οι υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα πρέπει να μετατραπούν σε μετοχές ή άλλου είδους κεφαλαιακά μέσα προκειμένου να αποκατασταθεί ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 είτε του ιδρύματος υπό εξυγίανση είτε του μεταβατικού ιδρύματος.
(2)(α) Με την αξιολόγηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1), προσδιορίζεται το ποσό κατά το οποίο χρειάζεται να απομειωθούν ή να μετατραπούν οι υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα ούτως ώστε -
(i) Να αποκατασταθεί ο δείκτης κεφαλαίου κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 του ιδρύματος υπό εξυγίανση ή, να καθοριστεί, κατά περίπτωση, ο εν λόγω δείκτης για το μεταβατικό ίδρυμα, λαμβάνοντας υπόψη κάθε συνεισφορά κεφαλαίου από το Ταμείο Εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 103(1)(δ)·
(ii) προκειμένου να διατηρηθεί επαρκής εμπιστοσύνη της αγοράς στο υπό εξυγίανση ή το μεταβατικό ίδρυμα και να δοθεί η δυνατότητα στο ίδρυμα να εξακολουθήσει, με χρονικό ορίζοντα τουλάχιστον ενός έτους, να πληροί τις προϋποθέσεις της άδειας λειτουργίας και να συνεχίσει τη διεκπεραίωση των εργασιών για τις οποίες έχει λάβει άδεια βάσει του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου ή/και του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, κατά περίπτωση.
(β) Εάν η αρχή εξυγίανσης προτίθεται να χρησιμοποιήσει το μέτρο μεταβίβασης περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων σε εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων, το ποσό κατά το οποίο χρειάζεται να μειωθούν οι υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα λαμβάνει δεόντως υπόψη μια συντηρητική αξιολόγηση των κεφαλαιακών αναγκών της εταιρείας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων.
(3) Στις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα σχετικά κεφαλαιακά μέσα έχουν απομειωθεί σύμφωνα με τα άρθρα 30, 31, 32(1)(α) και 34 σε συνδυασμό με την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 53(1) και το επίπεδο απομείωσης βασιζόμενο σε προσωρινή αποτίμηση σύμφωνα με το άρθρο 32 ή 47 υπερβαίνει τις απαιτήσεις που καθορίστηκαν με την οριστική αξιολόγηση σύμφωνα με το άρθρο 32(7) ή 47(10), δύναται να εφαρμόζεται μηχανισμός ανατίμησης για τη αποζημίωση των πιστωτών και, στην συνέχεια, των μετοχών στον απαιτούμενο βαθμό.
(4) Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει και διατηρεί ρυθμίσεις ώστε να διασφαλίζεται ότι η αξιολόγηση και η αποτίμηση βασίζονται σε όσο το δυνατόν πιο πρόσφατες και πλήρεις πληροφορίες σχετικά με τα περιουσιακά στοιχεία και τις υποχρεώσεις του ιδρύματος υπό εξυγίανση.
56.-(1)(α) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης εφαρμόζει το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 53(1), η αρχή εξυγίανσης προβαίνει έναντι των μετόχων και των κατόχων άλλων μέσων ιδιοκτησίας σε οποιανδήποτε από τις ακόλουθες ενέργειες:
(i) Ακυρώνει τις υφιστάμενες μετοχές ή τα άλλα μέσα ιδιοκτησίας ή τα μεταβιβάζει σε πιστωτές που έχουν υποστεί τη διάσωση με ίδια μέσα·
(ii) υπό την προϋπόθεση ότι, βάσει της αποτίμησης που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 47, το ίδρυμα υπό εξυγίανση έχει θετική καθαρή αξία, απομειώνει το ποσοστό συμμετοχής των υφιστάμενων μετόχων, μέσω της μετατροπής σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, των σχετικών κεφαλαιακών μέσων που έχει εκδώσει το ίδρυμα βάσει της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 30(1) ή των υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα που έχει εκδώσει το ίδρυμα υπό εξυγίανση σύμφωνα με την εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 65(1)(β)(vi).
(β) Αναφορικά με την υποπαράγραφο (ii) της παραγράφου (α), η μετατροπή γίνεται με συντελεστή μετατροπής που απομειώνει σημαντικά την αξία των υφιστάμενων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας.
(2) Τα μέτρα που προβλέπονται στο εδάφιο (1) εφαρμόζονται επίσης έναντι των μετόχων και άλλων κατόχων ιδιοκτησίας σε περίπτωση που οι εν λόγω μετοχές ή τα άλλα σχετικά μέσα ιδιοκτησίας εκδόθηκαν ή εκχωρήθηκαν υπό τις ακόλουθες περιστάσεις:
(α) Κατόπιν μετατροπής χρεωστικών μέσων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, σύμφωνα με συμβατικές ρήτρες των αρχικών χρεωστικών μέσων, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που προηγήθηκε ή επήλθε ταυτοχρόνως με την αξιολόγηση από την αρχή εξυγίανσης ότι το ίδρυμα ή το άλλο πρόσωπο πληροί τις προϋποθέσεις για εξυγίανση·
(β) κατόπιν της μετατροπής των σχετικών κεφαλαιακών μέσων σε μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, σύμφωνα με το άρθρο 34.
(3) Η αρχή εξυγίανσης, όταν εξετάζει την επιλογή δράσης που θα αναληφθεί σύμφωνα με το εδάφιο (1), λαμβάνει υπόψη -
(α) Την αποτίμηση που διενεργήθηκε σύμφωνα με το άρθρο 47·
(β) τα ποσά με βάση τα οποία η αρχή εξυγίανσης εκτίμησε ότι τα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 πρέπει να μειωθούν και τα οικεία κεφαλαιακά μέσα πρέπει να απομειωθούν ή να μετατραπούν σύμφωνα με το άρθρο 34(1)· και
(γ) τα συνολικά ποσά που εκτιμήθηκαν από την αρχή εξυγίανσης σύμφωνα με το άρθρο 55.
57.-(1) Η αρχή εξυγίανσης, όταν εφαρμόζει το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα, ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής με την επιφύλαξη ενδεχόμενων εξαιρέσεων σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (7) -
(α) Μειώνοντας τα στοιχεία κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 σύμφωνα με το άρθρο 34(1)(α)· και
(β) σε περίπτωση που η συνολική μείωση σύμφωνα με την παράγραφο (α) είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ), μειώνοντας την αξία των πρόσθετων μέσων της κατηγορίας 1 στο βαθμό που απαιτείται και είναι δυνατόν· και
(γ) σε περίπτωση που η συνολική μείωση σύμφωνα με τις παραγράφους (α) και (β) του παρόντος εδαφίου είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ), μειώνοντας την αξία των μέσων της κατηγορίας 2 στο βαθμό που απαιτείται και είναι δυνατόν· και
(δ) σε περίπτωση που η συνολική μείωση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και σχετικών κεφαλαιακών μέσων σύμφωνα με τις παραγράφους (α) έως (γ) του παρόντος εδαφίου είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ), μειώνοντας στον απαιτούμενο βαθμό την αξία των υποχρεώσεων μειωμένης εξασφάλισης που δεν είναι πρόσθετο κεφάλαιο της κατηγορίας 1 ή της κατηγορίας 2 σύμφωνα με την ιεράρχηση των απαιτήσεων σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, σε συνδυασμό με την απομείωση σύμφωνα με τις παραγράφους (α) έως (γ) του παρόντος εδαφίου ώστε να προκύψει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ)· και
(ε) σε περίπτωση που η συνολική μείωση των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας, των σχετικών κεφαλαιακών μέσων και των υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα σύμφωνα με τις παραγράφους (α) έως (δ) του παρόντος εδαφίου είναι μικρότερη από το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ), μειώνοντας στον απαιτούμενο βαθμό την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, των υπολοίπων υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα, συμπεριλαμβανομένων των χρεωστικών μέσων που αναφέρονται στο άρθρο 33Ο(2)(η) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 41Α(2)(β) του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, βάσει της ιεράρχησης των απαιτήσεων σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας, συμπεριλαμβανομένης της διαβάθμισης των καταθέσεων που προβλέπεται στο άρθρο 33Ο του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, σύμφωνα με το άρθρο 54, σε συνδυασμό με την απομείωση σύμφωνα με τις παραγράφους (α) έως (δ) του παρόντος εδαφίου, ώστε να προκύψει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ).
(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης, όταν εφαρμόζει τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής, επιμερίζει τις ζημίες τις οποίες αντιπροσωπεύει το άθροισμα των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ) εξίσου μεταξύ των μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και των επιλέξιμων υποχρεώσεων ιδίας τάξεως, μειώνοντας την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, των εν λόγω μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας και των υποχρεώσεων υποκείμενων σε διάσωση με ίδια μέσα στον ίδιο βαθμό κατ’ αναλογία προς την αξία τους, εκτός εάν, για τις περιστάσεις που καθορίζονται στο άρθρο 54(6) και (7), επιτρέπεται διαφορετικός επιμερισμός ζημιών μεταξύ των υποχρεώσεων ιδίας τάξεως.
(β) Η παράγραφος (α) δεν εμποδίζει υποχρεώσεις που έχουν εξαιρεθεί από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (7) να έχουν ευνοϊκότερη μεταχείριση από υποχρεώσεις υποκείμενες σε διάσωση με ίδια μέσα ιδίας τάξεως σε κανονικές διαδικασίες αφερεγγυότητας.
(3) Προτού εφαρμοστεί η απομείωση ή η μετατροπή που αναφέρεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (1), η αρχή εξυγίανσης μετατρέπει ή μειώνει την αξία των μέσων που αναφέρονται στις παραγράφους (β), (γ) και (δ) του εδαφίου (1) όταν τα μέσα αυτά περιλαμβάνουν τους εξής όρους και δεν έχουν ήδη μετατραπεί:
(α) Ρήτρα που προβλέπει τη μείωση της αξίας του μέσου, σε περίπτωση επέλευσης γεγονότος που επηρεάζει τη χρηματοοικονομική κατάσταση, τη φερεγγυότητα ή τα επίπεδα ιδίων κεφαλαίων του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου·
(β) ρήτρα που προβλέπει τη μετατροπή των μέσων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας, σε περίπτωση επέλευσης τέτοιου γεγονότος.
(4) Σε περίπτωση που έχει μειωθεί η αξία του μέσου, αλλά δεν έχει μηδενιστεί, σύμφωνα με ρήτρες του είδους που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (3), πριν από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το εδάφιο (1), η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής στο εναπομένον ποσό αυτού του μέσου, σύμφωνα με το εδάφιο (1).
(5) Κατά τη λήψη απόφασης σχετικά με το κατά πόσον οι υποχρεώσεις πρόκειται να απομειωθούν ή να μετατραπούν σε μετοχικό κεφάλαιο, η αρχή εξυγίανσης δεν μετατρέπει μία κατηγορία υποχρεώσεων εάν άλλη κατηγορία υποχρεώσεων χαμηλότερης κατάταξης εξακολουθεί κατά βάση να μην έχει μετατραπεί σε μετοχές ή να μην έχει απομειωθεί, εκτός αν κάτι τέτοιο επιτρέπεται σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (7).
58.-(1) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται όταν η αρχή εξυγίανσης θέτει σε εφαρμογή τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής σε υποχρεώσεις που προκύπτουν από παράγωγα.
(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης ασκεί τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά υποχρέωση που προκύπτει από παράγωγο μόνο ταυτόχρονα ή μετά από την εκκαθάριση των παραγώγων.
(β) Κατά την έναρξη της διαδικασίας εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης εξουσιοδοτείται να καταγγέλλει και να εκκαθαρίζει κάθε σύμβαση παραγώγου για τον σκοπό αυτό.
(γ) Σε περίπτωση που υποχρέωση από παράγωγα εξαιρείται από την εφαρμογή μέτρου διάσωσης με ίδια σύμφωνα με το άρθρο 54(6) και (7), η αρχή εξυγίανσης δεν υποχρεούται να καταγγείλει ή να εκκαθαρίσει τη σύμβαση του παράγωγου μέσου.
(3) Σε περίπτωση που συναλλαγές παραγώγων υπόκεινται σε συμφωνία συμψηφισμού, η αρχή εξυγίανσης ή ανεξάρτητος εκτιμητής προσδιορίζει στο πλαίσιο της αποτίμησης σύμφωνα με το άρθρο 47 την υποχρέωση που προκύπτει από τις εν λόγω συναλλαγές σε καθαρή βάση, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας.
(4) Η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει την αξία των υποχρεώσεων που προκύπτουν από παράγωγα σύμφωνα με -
(α) Κατάλληλες μεθοδολογίες για τον προσδιορισμό της αξίας των κατηγοριών παραγώγων, συμπεριλαμβανομένων των συναλλαγών που αποτελούν αντικείμενο συμφωνιών συμψηφισμού· και
(β) αρχές για τον προσδιορισμό της χρονικής στιγμής κατά την οποία θα πρέπει να καθοριστεί η αξία μιας θέσης παραγώγων· και
(γ) κατάλληλες μεθοδολογίες για τη σύγκριση της απομείωσης της αξίας που θα προέκυπτε από την εκκαθάριση και την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα στα παράγωγα, με τις απώλειες που θα υφίσταντο τα παράγωγα μόνο στη περίπτωση της αναδιάρθρωσης χρεών και υποχρεώσεων.
59.-(1) Η αρχή εξυγίανσης, όταν ασκεί τις εξουσίες που προβλέπονται στα άρθρα 31(1) και 65(1)(β)(vi), δύναται να εφαρμόζει διαφορετικό συντελεστή μετατροπής στις διάφορες κατηγορίες κεφαλαιακών μέσων και υποχρεώσεων σύμφωνα με οποιανδήποτε από τις αρχές που καθορίζονται στα εδάφια (2) και (3) του παρόντος άρθρου.
(2) Ο συντελεστής μετατροπής αντιπροσωπεύει κατάλληλη αποζημίωση του θιγόμενου πιστωτή για οποιαδήποτε ζημία που υφίσταται λόγω της άσκησης της εξουσίας απομείωσης και μετατροπής.
(3) Όταν εφαρμόζονται διαφορετικοί συντελεστές μετατροπής σύμφωνα με το εδάφιο (1), ο συντελεστής μετατροπής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις που θεωρούνται υποχρεώσεις υψηλής εξασφάλισης βάσει του ισχύοντος πτωχευτικού δικαίου είναι υψηλότερος από τον συντελεστή μετατροπής που εφαρμόζεται στις υποχρεώσεις μειωμένης εξασφάλισης.
60.-(1) Η αρχή εξυγίανσης, όταν εφαρμόζει το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα προκειμένου να ανακεφαλαιοποιήσει ένα ίδρυμα ή ένα σχετικό πρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 53(1)(α), διασφαλίζει την κατάρτιση και την εφαρμογή σχεδίου αναδιοργάνωσης για το συγκεκριμένο ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 61.
(2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), η αρχή εξυγίανσης δύναται να διορίσει πρόσωπο ή πρόσωπα σύμφωνα με το άρθρο 74(1), με στόχο την κατάρτιση και την εφαρμογή του σχεδίου αναδιοργάνωσης που απαιτείται σύμφωνα με το άρθρο 61.
61.-(1)(α) Εντός ενός μηνός από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σε ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο σύμφωνα με το άρθρο 53(1)(α), το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίζονται σύμφωνα με το άρθρο 74(1) καταρτίζουν και υποβάλουν στην αρχή εξυγίανσης σχέδιο αναδιοργάνωσης το οποίο πληροί τις απαιτήσεις των εδαφίων (4) και (5) του παρόντος άρθρου.
(β) Σε περίπτωση που εφαρμόζονται οι κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, το εν λόγω σχέδιο συμβιβάζεται με το σχέδιο αναδιάρθρωσης το οποίο απαιτείται να υποβάλει το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή βάσει των κανόνων αυτών.
(2)(α) Όταν το μέτρο διάσωσης με ίδια μέσα που αναφέρεται στο άρθρο 53(1)(α) εφαρμόζεται σε δύο ή περισσότερες οντότητες ομίλου, το σχέδιο αναδιοργάνωσης καταρτίζεται από το μητρικό ίδρυμα εγκατεστημένο στην ΕΕ και καλύπτει όλα τα εναπομείναντα ιδρύματα του ομίλου σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στα άρθρα 23Γ και 23Δ του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου ή στα άρθρα 6 και 8 του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2016, και υποβάλλεται στην αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου.
(β) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης είναι η αρχή εξυγίανσης σε επίπεδο ομίλου, διαβιβάζει το σχέδιο στις αρμόδιες αρχές εξυγίανσης κρατών μελών και στην ΕΑΤ.
(3)(α) Σε εξαιρετικές περιστάσεις και εφόσον απαιτείται για την επίτευξη των στόχων εξυγίανσης, η αρχή εξυγίανσης δύναται να παρατείνει την προθεσμία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) κατά δύο μήνες το μέγιστο μετά την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα.
(β) Όταν οι κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις προβλέπουν την κοινοποίηση της αναδιοργάνωσης, η αρχή εξυγίανσης μπορεί να παρατείνει την προθεσμία που αναφέρεται στο εδάφιο (1) κατά δύο μήνες το μέγιστο μετά την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα ή μέχρι την προθεσμία που ορίζεται από τους κανόνες της ΕΕ σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις, εφαρμόζοντας την προθεσμία που λήγει νωρίτερα.
(4)(α) Στο σχέδιο αναδιοργάνωσης παρουσιάζονται τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου ή τμημάτων των εργασιών τους, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος.
(β) Τα μέτρα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) βασίζονται σε ρεαλιστικές παραδοχές όσον αφορά την οικονομική κατάσταση και τις συνθήκες στη χρηματοπιστωτική αγορά, στο πλαίσιο των οποίων θα λειτουργεί το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο.
(γ) Το σχέδιο αναδιοργάνωσης λαμβάνει υπόψη, μεταξύ άλλων, την παρούσα κατάσταση και τις μελλοντικές προοπτικές των χρηματοπιστωτικών αγορών, αντικατοπτρίζοντας εκτιμήσεις με βάση ευνοϊκές και δυσμενείς παραδοχές, συμπεριλαμβανομένου συνδυασμού γεγονότων που επιτρέπουν τον προσδιορισμό των κυριότερων ευάλωτων σημείων του ιδρύματος.
(δ) Οι παραδοχές συγκρίνονται με κατάλληλα κριτήρια αναφοράς για ολόκληρο τον τομέα.
(5) Το σχέδιο αναδιοργάνωσης περιλαμβάνει τουλάχιστον τα ακόλουθα στοιχεία:
(α) Λεπτομερή διάγνωση των παραγόντων και των προβλημάτων που προκάλεσαν την αφερεγγυότητα ή την ενδεχόμενη αφερεγγυότητα του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, και τις περιστάσεις που οδήγησαν στις δυσχέρειες αυτές·
(β) περιγραφή των μέτρων τα οποία πρόκειται να ληφθούν με σκοπό την αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου·
(γ) χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των εν λόγω μέτρων.
(6) Τα μέτρα που αποσκοπούν στην αποκατάσταση της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου δύνανται να περιλαμβάνουν -
(α) Την αναδιοργάνωση των εργασιών του ιδρύματος ή σχετικού προσώπου·
(β) τροποποιήσεις στα λειτουργικά συστήματα και στις εσωτερικές υποδομές του ιδρύματος·
(γ) την απόσυρσή του από ζημιογόνες δραστηριότητες·
(δ) την αναδιάρθρωση των υφιστάμενων εργασιών που μπορούν να καταστούν ανταγωνιστικές·
(ε) την πώληση περιουσιακών στοιχείων ή επιχειρηματικών τομέων.
(7)(α) Εντός ενός μηνός από την ημερομηνία υποβολής του σχεδίου αναδιοργάνωσης, η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί την πιθανότητα, με την εφαρμογή του σχεδίου, να αποκατασταθεί η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου.
(β) Η αξιολόγηση που πραγματοποιείται δυνάμει της παραγράφου (α) ολοκληρώνεται κατόπιν συμφωνίας με τη σχετική αρμόδια αρχή.
(γ) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης και η αρμόδια αρχή πειστούν ότι με το σχέδιο θα επιτευχθεί ο στόχος της αποκατάστασης της μακροπρόθεσμης βιωσιμότητας του ιδρύματος ή του σχετικού ιδρύματος, η αρχή εξυγίανσης εγκρίνει το σχέδιο.
(8) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης δεν πειστεί ότι με το σχέδιο αναδιοργάνωσης θα επιτευχθεί ο στόχος που αναφέρεται στο εδάφιο (7), σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, κοινοποιεί στο διοικητικό όργανο ή στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 74(1) τα θέματα που την προβληματίζουν και απαιτεί τροποποίηση του σχεδίου, ούτως ώστε να αντιμετωπιστούν τα θέματα αυτά.
(9)(α) Εντός δύο (2) εβδομάδων από την ημερομηνία παραλαβής της κοινοποίησης που αναφέρεται στο εδάφιο (8), το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 74(1) υποβάλλουν τροποποιημένο σχέδιο προς έγκριση από την αρχή εξυγίανσης.
(β) Η αρχή εξυγίανσης αξιολογεί το τροποποιημένο σχέδιο και, εντός μιας εβδομάδας, γνωστοποιεί στο διοικητικό όργανο ή στο πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 74(1) κατά πόσο έχει πεισθεί ότι με το σχέδιο, όπως τροποποιήθηκε, αντιμετωπίζονται τα προβλήματα που του κοινοποίησε ή αν απαιτούνται περαιτέρω τροποποιήσεις.
(10) Το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με άρθρο 74(1) θέτουν σε εφαρμογή το σχέδιο αναδιοργάνωσης, όπως συμφωνήθηκε από την αρχή εξυγίανσης και την αρμόδια αρχή, και υποβάλλουν τουλάχιστον ανά εξάμηνο στην αρχή εξυγίανσης έκθεση σχετικά με την πρόοδο της εφαρμογής του σχεδίου.
(11) Το διοικητικό όργανο ή το πρόσωπο ή τα πρόσωπα που διορίστηκαν σύμφωνα με το άρθρο 74(1) αναθεωρούν το σχέδιο, εάν, κατά τη γνώμη της αρχής εξυγίανσης σε συμφωνία με την αρμόδια αρχή, αυτό είναι αναγκαίο για την επίτευξη του στόχου που καθορίζεται στο εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου, και υποβάλλουν την κάθε αναθεώρηση προς έγκριση από την αρχή εξυγίανσης.
62.-(1) Όταν η αρχή εξυγίανσης ασκεί εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 30(1) ή 65(1)(β)(v) έως (ix), η μείωση της αξίας ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου υπόλοιπου, η μετατροπή ή η ακύρωση παράγουν αποτελέσματα και είναι αμέσως δεσμευτικές για το ίδρυμα υπό εξυγίανση και τους θιγόμενους πιστωτές.
(2) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ολοκληρώσει ή να ζητήσει να ολοκληρωθούν όλα τα διοικητικά και διαδικαστικά καθήκοντα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 30(1) ή 65(1)(β)(v) έως (ix), στα οποία συμπεριλαμβάνονται-
(α) Η τροποποίηση όλων των σχετικών μητρώων· και
(β) η διαγραφή ή η απόσυρση από τη διαπραγμάτευση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή χρεωστικών μέσων· και
(γ) η εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας· και
(δ) η εκ νέου εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή η εκ νέου εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρεωστικών μέσων που έχουν απομειωθεί, χωρίς την υποχρέωση έκδοσης ενημερωτικού σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμο.
(3) Όταν μια αρχή εξυγίανσης απομειώνει μέχρι μηδενισμού την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 65(1)(β)(v), η εν λόγω υποχρέωση και οι όποιες υποχρεώσεις ή απαιτήσεις προκύπτουν από αυτήν, που δεν είναι δεδουλευμένες κατά τη στιγμή που ασκείται η εξουσία, θεωρείται ότι έχουν εξοφληθεί για κάθε σκοπό, και δεν είναι αποδείξιμες σε τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες που αφορούν το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή κάθε διάδοχη οντότητα σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη εκκαθάριση.
(4) Όταν μια αρχή εξυγίανσης απομειώνει μερικώς, αλλά όχι εξ ολοκλήρου, την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο μιας υποχρέωσης, μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 65(1)(β)(v) -
(α) Η υποχρέωση εξοφλείται κατ’ αναλογία του ποσού της απομείωσης· και
(β) το σχετικό μέσο ή συμφωνία που δημιούργησε την αρχική υποχρέωση εξακολουθεί να ισχύει ως προς την εναπομένουσα αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης τροποποίησης του ύψους των πληρωτέων τόκων, προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η μείωση της αρχικής αξίας, και οποιασδήποτε περαιτέρω τροποποίησης των όρων, την οποία δύναται να αποφασίσει η αρχή εξυγίανσης μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 65(1)(β)(x).
63.-(1) Με την επιφύλαξη του άρθρου 65(1)(β)(ix), η αρχή εξυγίανσης, κατά περίπτωση, απαιτεί από τα ιδρύματα / ομίλους, να διατηρούν, ανά πάσα στιγμή, επαρκές ποσό του εγκεκριμένου μετοχικού κεφαλαίου ή άλλων μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, ούτως ώστε, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ασκήσει τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 65(1)(β)(v) και (vi) έναντι ιδρύματος ή σχετικού προσώπου ή κάποιας από τις θυγατρικές τους, το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να μην εμποδίζεται να εκδώσει επαρκή αριθμό νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μπορεί να διενεργηθεί αποτελεσματικά η μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας.
(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης κρίνει κατά πόσον είναι σκόπιμο να επιβάλει την απαίτηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) στην περίπτωση συγκεκριμένου ιδρύματος ή ή οντότητας, που αναφέρεται στις παραγράφους (β), (γ) ή (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, στο πλαίσιο της κατάρτισης και της διατήρησης του σχεδίου εξυγίανσης για το εν λόγω ίδρυμα ή όμιλο, έχοντας υπόψη, ιδίως, τις δράσεις εξυγίανσης που προβλέπονται στο σχέδιο αυτό.
(β) Σε περίπτωση που στο σχέδιο εξυγίανσης προβλέπεται η ενδεχόμενη εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, η αρχή εξυγίανσης εξακριβώνει αν το εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο ή άλλα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 είναι επαρκή για την κάλυψη του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ).
(3) Η μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας θεωρείται καθ’ όλα έγκυρη πράξη και ισχύει έναντι τρίτων ανεξάρτητα από την ισχύ οποιουδήποτε περιορισμού που επιβάλλεται δυνάμει οποιουδήποτε όρου βάσει των ιδρυτικών εγγράφων ή του καταστατικού του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων προτίμησης των μετόχων ή των απαιτήσεων συγκατάθεσης των μετόχων σε αύξηση του κεφαλαίου.
64.-(1)(α) Τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα περιλαμβάνουν συμβατικό όρο με τον οποίο ο πιστωτής ή το μέρος της συμφωνίας ή μέσο που δημιουργεί την υποχρέωση αναγνωρίζει ότι η εν λόγω υποχρέωση ενδέχεται να αποτελέσει αντικείμενο άσκησης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής και συμφωνεί να δεσμεύεται από κάθε μείωση της αξίας του αρχικού κεφαλαίου ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου υπόλοιπου, μετατροπή ή ακύρωση, που πραγματοποιείται από μια αρχή εξυγίανσης κατά την άσκηση των εν λόγω εξουσιών, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω υποχρέωση πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Η υποχρέωση δεν εξαιρείται σύμφωνα με το άρθρο 54(2)·
(ii) η υποχρέωση δεν αποτελεί κατάθεση που αναφέρεται στο άρθρο 33Ο(2)(ε) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·
(iii) η υποχρέωση διέπεται από νομοθεσία τρίτης χώρας· και
(iv) η υποχρέωση εκδίδεται ή αναλαμβάνεται μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει ότι η υποχρέωση στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζεται σε ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα στα οποία η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 25(1) ισούται με το ποσό απορρόφησης των ζημιών, όπως ορίζεται δυνάμει του άρθρου 25Β(2)(α), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις που πληρούν τους όρους που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) έως (iv) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου και που δεν περιλαμβάνουν τον συμβατικό όρο που αναφέρεται πιο πάνω δεν συνυπολογίζονται στην απαίτηση αυτή.
(γ) Η παράγραφος (α) δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει ότι οι υποχρεώσεις ή τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) δύνανται να υπόκεινται στις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής που ασκεί η αρχή εξυγίανσης δυνάμει του δικαίου τρίτης χώρας ή δεσμευτικής συμφωνίας που συνήφθη με την εν λόγω τρίτη χώρα.
(2)(α) Όταν ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις που διέπουν τη σχετική υποχρέωση όρος που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1), το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο κοινοποιεί τη διαπίστωσή του, συμπεριλαμβανομένων και της κατηγορίας στην οποία εμπίπτει η υποχρέωση και της αιτιολογίας της εν λόγω διαπίστωσής της, στην αρχή εξυγίανσης. το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο παρέχει στην αρχή εξυγίανσης κάθε πληροφορία την οποία η αρχή εξυγίανσης ζητά εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την παραλαβή της κοινοποίησης, προκειμένου η αρχή εξυγίανσης να αξιολογήσει το αποτέλεσμα αυτής της κοινοποίησης στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή σχετικού προσώπου.
(β) Σε περίπτωση κοινοποίησης δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, η υποχρέωση να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις όρος που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) αυτομάτως αναστέλλεται από τη στιγμή της παραλαβής της κοινοποίησης από την αρχή εξυγίανσης.
(γ) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στη διαπίστωση ότι δεν είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις όρος που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1), λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η δυνατότητα εξυγίανσης του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, ζητά, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο (α), τη συμπερίληψη ενός τέτοιου συμβατικού όρου. Η αρχή εξυγίανσης δύναται, επιπροσθέτως, να απαιτήσει από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να τροποποιήσει τις πρακτικές του όσον αφορά την εφαρμογή της εξαίρεσης από τη συμβατική αναγνώριση της διάσωσης με ίδια μέσα.
(δ) Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου δεν περιλαμβάνουν πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, μέσα της κατηγορίας 2 και χρεωστικά μέσα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 33Ο(5) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, όπου τα εν λόγω μέσα είναι μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου είναι ανώτερης εξοφλητικής προτεραιότητας από τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 33Ο(2)(η) έως (ιβ) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 41Α(2)(β) του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου.
(ε) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 19, ή σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, διαπιστώσει ότι, εντός μιας κατηγορίας υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ποσό των υποχρεώσεων που, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου, δεν περιλαμβάνουν τη συμβατική ρήτρα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, μαζί με τις υποχρεώσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (5) ή που είναι πιθανόν να αποκλειστούν σύμφωνα με το άρθρο 54(6) έως (7)(α) και (β), ανέρχεται σε άνω του 10% της εν λόγω κατηγορίας, αξιολογεί αμέσως τις επιπτώσεις αυτού του συγκεκριμένου δεδομένου στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στη δυνατότητα εξυγίανσης που απορρέουν από τον κίνδυνο να πληγούν οι διασφαλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 75 όταν εφαρμόζονται οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής επί των επιλέξιμων υποχρεώσεων.
(στ) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στο συμπέρασμα, με βάση την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο (ε) του παρόντος εδαφίου, ότι οι υποχρεώσεις οι οποίες, σύμφωνα με την παράγραφο (α), δεν περιλαμβάνουν τη συμβατική ρήτρα που αναφέρεται στο εδάφιο (1), δημιουργούν ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης, εφαρμόζει τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 20 του παρόντος Νόμου, όπως αρμόζει, ώστε να αρθεί το εν λόγω εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης.
(ζ) Οι υποχρεώσεις για τις οποίες το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο δεν συμπεριλαμβάνει στις συμβατικές διατάξεις τον όρο που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ή για τις οποίες, σύμφωνα με το παρόν εδάφιο, η εν λόγω απαίτηση δεν εφαρμόζεται, δεν υπολογίζονται για την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.
(3) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα να παρέχουν στην ίδια ή/και σε αρμόδια αρχή νομική γνώμη σχετικά με τη νόμιμη εκτελεστότητα και την αποτελεσματικότητα του συμβατικού όρου που αναφέρεται στο εδάφιο (1).
(4) Σε περίπτωση που ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο δεν συμπεριλάβει στις συμβατικές διατάξεις που διέπουν μια σχετική υποχρέωση συμβατικό όρο που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1), αυτό δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά την εν λόγω υποχρέωση.
(5) Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει, με γενικές ή ειδικές οδηγίες όπου κρίνει αναγκαίο, τις κατηγορίες υποχρεώσεων για τις οποίες ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο μπορεί να καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριλάβει τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, με βάση τις προϋποθέσεις που προσδιορίζονται περαιτέρω σύμφωνα με το Άρθρο 55, παράγραφος 6 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.