62.-(1) Όταν η αρχή εξυγίανσης ασκεί εξουσία που αναφέρεται στο άρθρο 30(1) ή 65(1)(β)(v) έως (ix), η μείωση της αξίας ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου υπόλοιπου, η μετατροπή ή η ακύρωση παράγουν αποτελέσματα και είναι αμέσως δεσμευτικές για το ίδρυμα υπό εξυγίανση και τους θιγόμενους πιστωτές.
(2) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να ολοκληρώσει ή να ζητήσει να ολοκληρωθούν όλα τα διοικητικά και διαδικαστικά καθήκοντα που είναι αναγκαία για την αποτελεσματική άσκηση εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 30(1) ή 65(1)(β)(v) έως (ix), στα οποία συμπεριλαμβάνονται-
(α) Η τροποποίηση όλων των σχετικών μητρώων· και
(β) η διαγραφή ή η απόσυρση από τη διαπραγμάτευση μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας ή χρεωστικών μέσων· και
(γ) η εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή η εισαγωγή προς διαπραγμάτευση νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας· και
(δ) η εκ νέου εισαγωγή σε χρηματιστήριο αξιών ή η εκ νέου εισαγωγή προς διαπραγμάτευση χρεωστικών μέσων που έχουν απομειωθεί, χωρίς την υποχρέωση έκδοσης ενημερωτικού σύμφωνα με τον περί Δημόσιας Προσφοράς και Ενημερωτικού Δελτίου Νόμο.
(3) Όταν μια αρχή εξυγίανσης απομειώνει μέχρι μηδενισμού την αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 65(1)(β)(v), η εν λόγω υποχρέωση και οι όποιες υποχρεώσεις ή απαιτήσεις προκύπτουν από αυτήν, που δεν είναι δεδουλευμένες κατά τη στιγμή που ασκείται η εξουσία, θεωρείται ότι έχουν εξοφληθεί για κάθε σκοπό, και δεν είναι αποδείξιμες σε τυχόν μεταγενέστερες διαδικασίες που αφορούν το ίδρυμα υπό εξυγίανση ή κάθε διάδοχη οντότητα σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη εκκαθάριση.
(4) Όταν μια αρχή εξυγίανσης απομειώνει μερικώς, αλλά όχι εξ ολοκλήρου, την αξία ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο μιας υποχρέωσης, μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 65(1)(β)(v) -
(α) Η υποχρέωση εξοφλείται κατ’ αναλογία του ποσού της απομείωσης· και
(β) το σχετικό μέσο ή συμφωνία που δημιούργησε την αρχική υποχρέωση εξακολουθεί να ισχύει ως προς την εναπομένουσα αξία, ή το οφειλόμενο ανεξόφλητο υπόλοιπο, μιας υποχρέωσης, με την επιφύλαξη ενδεχόμενης τροποποίησης του ύψους των πληρωτέων τόκων, προκειμένου να αντικατοπτρίζεται η μείωση της αρχικής αξίας, και οποιασδήποτε περαιτέρω τροποποίησης των όρων, την οποία δύναται να αποφασίσει η αρχή εξυγίανσης μέσω της εξουσίας που αναφέρεται στο άρθρο 65(1)(β)(x).
63.-(1) Με την επιφύλαξη του άρθρου 65(1)(β)(ix), η αρχή εξυγίανσης, κατά περίπτωση, απαιτεί από τα ιδρύματα / ομίλους, να διατηρούν, ανά πάσα στιγμή, επαρκές ποσό του εγκεκριμένου μετοχικού κεφαλαίου ή άλλων μέσων κοινών μετοχών της κατηγορίας 1, ούτως ώστε, σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης ασκήσει τις εξουσίες που αναφέρονται στο άρθρο 65(1)(β)(v) και (vi) έναντι ιδρύματος ή σχετικού προσώπου ή κάποιας από τις θυγατρικές τους, το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο να μην εμποδίζεται να εκδώσει επαρκή αριθμό νέων μετοχών ή άλλων μέσων ιδιοκτησίας προκειμένου να διασφαλίζεται ότι μπορεί να διενεργηθεί αποτελεσματικά η μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας.
(2)(α) Η αρχή εξυγίανσης κρίνει κατά πόσον είναι σκόπιμο να επιβάλει την απαίτηση που αναφέρεται στο εδάφιο (1) στην περίπτωση συγκεκριμένου ιδρύματος ή ή οντότητας, που αναφέρεται στις παραγράφους (β), (γ) ή (δ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3, στο πλαίσιο της κατάρτισης και της διατήρησης του σχεδίου εξυγίανσης για το εν λόγω ίδρυμα ή όμιλο, έχοντας υπόψη, ιδίως, τις δράσεις εξυγίανσης που προβλέπονται στο σχέδιο αυτό.
(β) Σε περίπτωση που στο σχέδιο εξυγίανσης προβλέπεται η ενδεχόμενη εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα, η αρχή εξυγίανσης εξακριβώνει αν το εγκεκριμένο μετοχικό κεφάλαιο ή άλλα μέσα κοινών μετοχών της κατηγορίας 1 είναι επαρκή για την κάλυψη του αθροίσματος των ποσών που αναφέρονται στο άρθρο 56(3)(β) και (γ).
(3) Η μετατροπή των υποχρεώσεων σε μετοχές ή άλλα μέσα ιδιοκτησίας θεωρείται καθ’ όλα έγκυρη πράξη και ισχύει έναντι τρίτων ανεξάρτητα από την ισχύ οποιουδήποτε περιορισμού που επιβάλλεται δυνάμει οποιουδήποτε όρου βάσει των ιδρυτικών εγγράφων ή του καταστατικού του ιδρύματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων προτίμησης των μετόχων ή των απαιτήσεων συγκατάθεσης των μετόχων σε αύξηση του κεφαλαίου.
64.-(1)(α) Τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα περιλαμβάνουν συμβατικό όρο με τον οποίο ο πιστωτής ή το μέρος της συμφωνίας ή μέσο που δημιουργεί την υποχρέωση αναγνωρίζει ότι η εν λόγω υποχρέωση ενδέχεται να αποτελέσει αντικείμενο άσκησης των εξουσιών απομείωσης και μετατροπής και συμφωνεί να δεσμεύεται από κάθε μείωση της αξίας του αρχικού κεφαλαίου ή του οφειλόμενου ανεξόφλητου υπόλοιπου, μετατροπή ή ακύρωση, που πραγματοποιείται από μια αρχή εξυγίανσης κατά την άσκηση των εν λόγω εξουσιών, υπό την προϋπόθεση ότι η εν λόγω υποχρέωση πληροί όλες τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(i) Η υποχρέωση δεν εξαιρείται σύμφωνα με το άρθρο 54(2)·
(ii) η υποχρέωση δεν αποτελεί κατάθεση που αναφέρεται στο άρθρο 33Ο(2)(ε) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου·
(iii) η υποχρέωση διέπεται από νομοθεσία τρίτης χώρας· και
(iv) η υποχρέωση εκδίδεται ή αναλαμβάνεται μετά την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου.
(β) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να αποφασίσει ότι η υποχρέωση στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου δεν εφαρμόζεται σε ιδρύματα ή σχετικά πρόσωπα στα οποία η απαίτηση σύμφωνα με το άρθρο 25(1) ισούται με το ποσό απορρόφησης των ζημιών, όπως ορίζεται δυνάμει του άρθρου 25Β(2)(α), υπό την προϋπόθεση ότι οι εν λόγω υποχρεώσεις που πληρούν τους όρους που αναφέρονται στις υποπαραγράφους (i) έως (iv) της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου και που δεν περιλαμβάνουν τον συμβατικό όρο που αναφέρεται πιο πάνω δεν συνυπολογίζονται στην απαίτηση αυτή.
(γ) Η παράγραφος (α) δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης προσδιορίζει ότι οι υποχρεώσεις ή τα μέσα που αναφέρονται στην παράγραφο (α) δύνανται να υπόκεινται στις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής που ασκεί η αρχή εξυγίανσης δυνάμει του δικαίου τρίτης χώρας ή δεσμευτικής συμφωνίας που συνήφθη με την εν λόγω τρίτη χώρα.
(2)(α) Όταν ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις που διέπουν τη σχετική υποχρέωση όρος που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1), το εν λόγω ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο κοινοποιεί τη διαπίστωσή του, συμπεριλαμβανομένων και της κατηγορίας στην οποία εμπίπτει η υποχρέωση και της αιτιολογίας της εν λόγω διαπίστωσής της, στην αρχή εξυγίανσης. το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο παρέχει στην αρχή εξυγίανσης κάθε πληροφορία την οποία η αρχή εξυγίανσης ζητά εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την παραλαβή της κοινοποίησης, προκειμένου η αρχή εξυγίανσης να αξιολογήσει το αποτέλεσμα αυτής της κοινοποίησης στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή σχετικού προσώπου.
(β) Σε περίπτωση κοινοποίησης δυνάμει της παραγράφου (α) του παρόντος εδαφίου, η υποχρέωση να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις όρος που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) αυτομάτως αναστέλλεται από τη στιγμή της παραλαβής της κοινοποίησης από την αρχή εξυγίανσης.
(γ) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στη διαπίστωση ότι δεν είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριληφθεί στις συμβατικές διατάξεις όρος που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1), λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η δυνατότητα εξυγίανσης του ιδρύματος ή του σχετικού προσώπου, ζητά, εντός εύλογου χρονικού διαστήματος μετά την κοινοποίηση σύμφωνα με την παράγραφο (α), τη συμπερίληψη ενός τέτοιου συμβατικού όρου. Η αρχή εξυγίανσης δύναται, επιπροσθέτως, να απαιτήσει από το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο να τροποποιήσει τις πρακτικές του όσον αφορά την εφαρμογή της εξαίρεσης από τη συμβατική αναγνώριση της διάσωσης με ίδια μέσα.
(δ) Οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου δεν περιλαμβάνουν πρόσθετα μέσα της κατηγορίας 1, μέσα της κατηγορίας 2 και χρεωστικά μέσα τα οποία αναφέρονται στο άρθρο 33Ο(5) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, όπου τα εν λόγω μέσα είναι μη εξασφαλισμένες υποχρεώσεις. Επιπλέον, οι υποχρεώσεις που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου είναι ανώτερης εξοφλητικής προτεραιότητας από τις υποχρεώσεις που αναφέρονται στο άρθρο 33Ο(2)(η) έως (ιβ) του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου και στο άρθρο 41Α(2)(β) του περί Ανάκαμψης ΚΕΠΕΥ και Λοιπών Οντοτήτων υπό την Εποπτεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και για Συναφή Θέματα Νόμου.
(ε) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της δυνατότητας εξυγίανσης ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, σύμφωνα με τα άρθρα 18 και 19, ή σε οποιαδήποτε άλλη χρονική στιγμή, διαπιστώσει ότι, εντός μιας κατηγορίας υποχρεώσεων η οποία περιλαμβάνει επιλέξιμες υποχρεώσεις, το ποσό των υποχρεώσεων που, σύμφωνα με την παράγραφο (α) του παρόντος εδαφίου, δεν περιλαμβάνουν τη συμβατική ρήτρα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, μαζί με τις υποχρεώσεις που εξαιρούνται από την εφαρμογή του μέτρου διάσωσης με ίδια μέσα σύμφωνα με το άρθρο 54(2) έως (5) ή που είναι πιθανόν να αποκλειστούν σύμφωνα με το άρθρο 54(6) έως (7)(α) και (β), ανέρχεται σε άνω του 10% της εν λόγω κατηγορίας, αξιολογεί αμέσως τις επιπτώσεις αυτού του συγκεκριμένου δεδομένου στη δυνατότητα εξυγίανσης του εν λόγω ιδρύματος ή σχετικού προσώπου, συμπεριλαμβανομένων των επιπτώσεων στη δυνατότητα εξυγίανσης που απορρέουν από τον κίνδυνο να πληγούν οι διασφαλίσεις που προβλέπονται στο άρθρο 75 όταν εφαρμόζονται οι εξουσίες απομείωσης ή μετατροπής επί των επιλέξιμων υποχρεώσεων.
(στ) Σε περίπτωση που η αρχή εξυγίανσης καταλήξει στο συμπέρασμα, με βάση την εκτίμηση που αναφέρεται στην παράγραφο (ε) του παρόντος εδαφίου, ότι οι υποχρεώσεις οι οποίες, σύμφωνα με την παράγραφο (α), δεν περιλαμβάνουν τη συμβατική ρήτρα που αναφέρεται στο εδάφιο (1), δημιουργούν ουσιαστικό εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης, εφαρμόζει τις εξουσίες που προβλέπονται στο άρθρο 20 του παρόντος Νόμου, όπως αρμόζει, ώστε να αρθεί το εν λόγω εμπόδιο στη δυνατότητα εξυγίανσης.
(ζ) Οι υποχρεώσεις για τις οποίες το ίδρυμα ή το σχετικό πρόσωπο δεν συμπεριλαμβάνει στις συμβατικές διατάξεις τον όρο που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου ή για τις οποίες, σύμφωνα με το παρόν εδάφιο, η εν λόγω απαίτηση δεν εφαρμόζεται, δεν υπολογίζονται για την ελάχιστη απαίτηση ιδίων κεφαλαίων και επιλέξιμων υποχρεώσεων.
(3) Η αρχή εξυγίανσης δύναται να απαιτεί από τα ιδρύματα και τα σχετικά πρόσωπα να παρέχουν στην ίδια ή/και σε αρμόδια αρχή νομική γνώμη σχετικά με τη νόμιμη εκτελεστότητα και την αποτελεσματικότητα του συμβατικού όρου που αναφέρεται στο εδάφιο (1).
(4) Σε περίπτωση που ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο δεν συμπεριλάβει στις συμβατικές διατάξεις που διέπουν μια σχετική υποχρέωση συμβατικό όρο που απαιτείται σύμφωνα με το εδάφιο (1), αυτό δεν εμποδίζει την αρχή εξυγίανσης να ασκήσει τις εξουσίες απομείωσης και μετατροπής όσον αφορά την εν λόγω υποχρέωση.
(5) Η αρχή εξυγίανσης καθορίζει, με γενικές ή ειδικές οδηγίες όπου κρίνει αναγκαίο, τις κατηγορίες υποχρεώσεων για τις οποίες ένα ίδρυμα ή σχετικό πρόσωπο μπορεί να καταλήξει στη διαπίστωση ότι είναι νομικά ή άλλως ανέφικτο να συμπεριλάβει τον συμβατικό όρο που αναφέρεται στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, με βάση τις προϋποθέσεις που προσδιορίζονται περαιτέρω σύμφωνα με το Άρθρο 55, παράγραφος 6 της Οδηγίας 2014/59/ΕΕ.