ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι - Όροι και διαδικασίες για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας
Απαιτήσεις για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας

5.-(1) Για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή/και την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων, ως τακτική ενασχόληση ή δραστηριότητα, απαιτείται η προηγούμενη χορήγηση άδειας λειτουργίας, σύμφωνα με το παρόν Κεφάλαιο. Αναφορικά με τις ΚΕΠΕΥ, η εν λόγω άδεια λειτουργίας χορηγείται από την Επιτροπή.

(2) Ανεξάρτητα από το εδάφιο (1), διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας δύναται να διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, υπό την προϋπόθεση ότι προηγουμένως εξακριβώνεται από την Επιτροπή η συμμόρφωσή του με το παρόν Κεφάλαιο.

(3) Η Επιτροπή εγγράφει σε μητρώο όλες τις ΚΕΠΕΥ. Το κοινό έχει πρόσβαση στο μητρώο αυτό, το οποίο περιέχει πληροφορίες σχετικά με τις υπηρεσίες ή τις δραστηριότητες για τις οποίες η ΚΕΠΕΥ έχει λάβει άδεια λειτουργίας. Η Επιτροπή επικαιροποιεί το μητρώο και γνωστοποιεί κάθε άδεια λειτουργίας στην ΕΑΚΑΑ.

(4) Κάθε ΚΕΠΕΥ οφείλει να έχει τα κεντρικά της γραφεία στη Δημοκρατία.

(5) Η ΚΕΠΕΥ απαγορεύεται να διεξάγει οποιεσδήποτε άλλες εργασίες πέραν των υπηρεσιών ή/και δραστηριοτήτων που αναφέρονται στην άδεια λειτουργίας της, εκτός εάν-

(α) Η διεξαγωγή τους οδηγεί ή συμβάλλει στην επίτευξη της παροχής όλων ή μερικών υπηρεσιών ή και της άσκησης δραστηριοτήτων, που επιτρέπονται από την άδεια λειτουργίας της· ή

(β) έχει ληφθεί έγκριση από την Επιτροπή, η οποία χορηγείται, κατά την απόλυτη της κρίση, σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Περιεχόμενο της άδειας λειτουργίας

6.-(1) Στην άδεια λειτουργίας προσδιορίζονται οι επενδυτικές υπηρεσίες ή επενδυτικές δραστηριότητες που επιτρέπεται να παρέχει ή να ασκεί η ΚΕΠΕΥ. Η άδεια λειτουργίας μπορεί να καλύπτει μία ή περισσότερες από τις παρεπόμενες υπηρεσίες που απαριθμούνται στο Μέρος ΙΙ του Πρώτου Παραρτήματος. Σε καμία περίπτωση δεν χορηγείται άδεια λειτουργίας μόνο για την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών.

(2) ΚΕΠΕΥ, που επιθυμεί την επέκταση της άδειας λειτουργίας της σε πρόσθετες επενδυτικές υπηρεσίες ή επενδυτικές δραστηριότητες ή σε παρεπόμενες υπηρεσίες που δεν είχαν προβλεφθεί κατά το χρόνο χορήγησης της άδειας λειτουργίας, δύναται να υποβάλει αίτηση στην Επιτροπή για επέκταση της άδειας λειτουργίας της.

(3)(α) Η άδεια λειτουργίας ισχύει σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση και επιτρέπει στην ΚΕΠΕΥ να παρέχει της υπηρεσίες και να ασκεί της δραστηριότητες για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας, σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε μέσω του δικαιώματος εγκατάστασης, περιλαμβανομένου του υποκαταστήματος, είτε μέσω της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

(β) Η άδεια λειτουργίας που χορηγείται σε ΕΠΕΥ από αρμόδια αρχή κράτους μέλους καταγωγής άλλου από τη Δημοκρατία ισχύει στη Δημοκρατία και επιτρέπει στην ΕΠΕΥ να παρέχει τις υπηρεσίες και να ασκεί τις δραστηριότητες, για τις οποίες έχει λάβει άδεια λειτουργίας, στη Δημοκρατία, είτε μέσω του δικαιώματος εγκατάστασης, περιλαμβανομένου του υποκαταστήματος, είτε μέσω της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών.

Διαδικασίες έγκρισης και απόρριψης αίτησης χορήγησης άδειας λειτουργίας

7.-(1) Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εκτός εάν και μέχρις ότου ικανοποιηθεί πλήρως ότι, η εταιρεία η οποία συστάθηκε στη Δημοκρατία και αιτείται τη χορήγηση άδειας λειτουργίας ως ΚΕΠΕΥ (η οποία στο παρόν Κεφάλαιο θα αναφέρεται εφεξής ως «η αιτήτρια»), πληροί όλες τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων οδηγιών και των πράξεων που θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

(2) Η αιτήτρια παρέχει όλες τις πληροφορίες, ως καθορίζονται στο παρόν Κεφάλαιο, συμπεριλαμβανομένου προγράμματος δραστηριοτήτων το οποίο καθορίζει, μεταξύ άλλων, τα είδη των προτεινόμενων δραστηριοτήτων και την οργανωτική δομή της αιτήτριας, οι οποίες είναι απαραίτητες για να μπορέσει η Επιτροπή να ικανοποιηθεί ότι η αιτήτρια έχει θεσπίσει, κατά τo χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας, όλες τις αναγκαίες ρυθμίσεις για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της βάσει του παρόντος Κεφαλαίου.

(3) Η Επιτροπή ενημερώνει την αιτήτρια, εντός έξι μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης, για τη χορήγηση ή μη άδειας λειτουργίας.

Ανάκληση άδειας λειτουργίας

8.-(1) Η Επιτροπή δύναται να ανακαλεί την άδεια λειτουργίας εάν η ΚΕΠΕΥ-

(α) Δεν κάνει χρήση της άδειας λειτουργίας εντός δώδεκα μηνών, παραιτηθεί ρητώς απ’ αυτήν ή δεν έχει παράσχει επενδυτικές υπηρεσίες ούτε έχει ασκήσει επενδυτική δραστηριότητα κατά τους προηγούμενους έξι μήνες· ή

(β) απέκτησε την άδεια λειτουργίας βάσει ψευδών δηλώσεων ή με οποιονδήποτε άλλο αντικανονικό τρόπο· ή

(γ) δεν πληροί πλέον τους όρους υπό τους οποίους της χορηγήθηκε η άδεια λειτουργίας, όπως για παράδειγμα τη συμμόρφωση με τους όρους που προβλέπει ο Κανονισμός (ΕΕ) αριθ. 2019/2033· ή

(δ) έχει υποπέσει σε σοβαρές και επανειλημμένες παραβάσεις των σχετικά με τη λειτουργία των ΚΕΠΕΥ διατάξεων, οι οποίες προβλέπονται στον παρόντα Νόμο ή στον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014 ή οι οποίες θεσπίζονται δυνάμει της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ ή του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014· ή

(ε) εμπίπτει σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις στις οποίες η κυπριακή νομοθεσία με την οποία ρυθμίζονται θέματα εκτός του πεδίου εφαρμογής του παρόντος Νόμου, προβλέπει ανάκληση της άδειας λειτουργίας.

(2) Η Επιτροπή γνωστοποιεί κάθε ανάκληση άδειας λειτουργίας στην ΕΑΚΑΑ.

Διοικητικό συμβούλιο

9.-(1) Η Επιτροπή, κατά τη χορήγηση άδειας λειτουργίας, δυνάμει του άρθρου 5, βεβαιώνεται ότι η αιτήτρια και το διοικητικό της συμβούλιο συμμορφώνονται με το παρόν άρθρο και το άρθρο 10.

(2)(α) Ανεξαρτήτως των διατάξεων του άρθρου 3, έκαστη ΚΕΠΕΥ, χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών και μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών έχει την πρωταρχική ευθύνη να διασφαλίσει ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της έχουν πάντοτε επαρκώς καλή φήμη και διαθέτουν επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία για την εκτέλεση των καθηκόντων τους και πιο συγκεκριμένα ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου πληρούν ιδίως τις απαιτήσεις που ορίζονται στα εδάφια (3) έως (9).

(β) Σε περίπτωση που μέλη του διοικητικού συμβουλίου δεν πληρούν τις απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν εδάφιο, η Επιτροπή δύναται να απομακρύνει τα εν λόγω πρόσωπα από το διοικητικό συμβούλιο· η Επιτροπή επαληθεύει ειδικότερα κατά πόσο οι απαιτήσεις που ορίζονται στο παρόν εδάφιο εξακολουθούν να πληρούνται όταν έχει βάσιμους λόγους να εικάζει ότι διαπράττεται ή έχει διαπραχθεί, επιχειρείται ή έχει επιχειρηθεί να διαπραχθεί νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή χρηματοδότηση της τρομοκρατίας ή υπάρχει αυξημένος τέτοιος κίνδυνος σε σχέση με την ΚΕΠΕΥ, τη χρηματοδοτική εταιρεία συμμετοχών ή την μικτή χρηματοοικονομική εταιρεία συμμετοχών.

(3) Όλα τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου οφείλουν να αφιερώνουν επαρκή χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους στην ΚΕΠΕΥ.

(4) Για τον αριθμό των θέσεων σε διοικητικά συμβούλια που δύναται ένα μέλος του διοικητικού συμβουλίου να κατέχει ταυτόχρονα, λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες και η φύση, το μέγεθος και η πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της ΚΕΠΕΥ. Εξαιρουμένης της περίπτωσης κατά την οποία εκπροσωπούν τη Δημοκρατία, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΚΕΠΕΥ, η οποία είναι σημαντική από πλευράς μεγέθους και εσωτερικής οργάνωσης και της φύσης, έκτασης και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, απαγορεύεται να κατέχουν περισσότερων του ενός εκ των ακόλουθων συνδυασμών θέσεων σε διοικητικά συμβούλια ταυτόχρονα:

(α) Μία θέση εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου και δύο θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου∙

(β) τέσσερις θέσεις μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου.

(5) Για τους σκοπούς του εδαφίου (4) του παρόντος άρθρου, τα ακόλουθα υπολογίζονται ως μία θέση μέλους διοικητικού συμβουλίου:

(α) Θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου που κατέχονται εντός του ιδίου ομίλου∙

(β) θέσεις εκτελεστικού ή μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου που κατέχονται σε-

(i) ιδρύματα που είναι μέλη του ίδιου θεσμικού συστήματος προστασίας, νοουμένου ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις του Άρθρου 113, παράγραφος 7, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013, ή

(ii) επιχειρήσεις (περιλαμβανομένων μη χρηματοοικονομικών οντοτήτων) στις οποίες η ΚΕΠΕΥ κατέχει ειδική συμμετοχή.

(6) Οι θέσεις μέλους διοικητικού συμβουλίου σε οργανισμούς που δεν επιδιώκουν πρωτίστως εμπορικούς στόχους δεν λαμβάνονται υπόψη για τους σκοπούς του εδαφίου (4).

(7) Η Επιτροπή, με τη χορήγηση άδειας λειτουργίας δυνάμει του άρθρου 5, δύναται να εξουσιοδοτεί μέλη του διοικητικού συμβουλίου να κατέχουν μια επιπλέον θέση μη εκτελεστικού μέλους διοικητικού συμβουλίου από ότι επιτρέπει το εδάφιο (4) του παρόντος άρθρου. Η Επιτροπή ενημερώνει σε τακτική βάση την ΕΑΚΑΑ σχετικά με τις εξουσιοδοτήσεις αυτές.

(8) Το διοικητικό συμβούλιο διαθέτει συνολικά επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία, ώστε να μπορεί να κατανοεί τις δραστηριότητες της ΚΕΠΕΥ, συμπεριλαμβανομένων των κυριότερων κινδύνων, η δε συνολική σύνθεσή του αποτυπώνει ένα αρκούντως ευρύ φάσμα εμπειριών.

(9) Κάθε μέλος του διοικητικού συμβουλίου ενεργεί με ειλικρίνεια, ακεραιότητα και ανεξάρτητη βούληση, ώστε να εκτιμά και αμφισβητεί αποτελεσματικά τις αποφάσεις των ανώτερων στελεχών όποτε αυτό χρειάζεται και να επιβλέπει και να παρακολουθεί αποτελεσματικά τη λήψη των αποφάσεων από τη διοίκηση· η ιδιότητα μέλους συνδεόμενων εταιρειών ή συνδεόμενων οντοτήτων δεν συνιστά από μόνη της εμπόδιο για να ενεργεί κανείς με ανεξάρτητη βούληση.

(10) Η ΚΕΠΕΥ αφιερώνει επαρκείς ανθρώπινους και οικονομικούς πόρους για τη μύηση και εκπαίδευση των μελών του διοικητικού συμβουλίου.

(11) Η ΚΕΠΕΥ και η σχετική επιτροπή διορισμών, που προβλέπεται στο άρθρο 10(2), οφείλουν να διασφαλίζουν ένα ευρύ φάσμα προσόντων και ικανοτήτων κατά την πρόσληψη μελών στο διοικητικό συμβούλιο και να εφαρμόζουν προς το σκοπό αυτό μια πολιτική που να προωθεί την ύπαρξη ποικιλομορφίας στο διοικητικό συμβούλιο.

(12) Η Επιτροπή συλλέγει τις πληροφορίες που κοινοποιούνται σύμφωνα με το Άρθρο 435, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013 και τις χρησιμοποιεί για τη συγκριτική αξιολόγηση των πρακτικών ύπαρξης ποικιλομορφίας και παρέχει αυτές τις πληροφορίες στην ΕΑΚΑΑ.

(13) Τα εδάφια (2) έως (12) δεν θίγουν τις διατάξεις της κυπριακής νομοθεσίας σχετικά με την εκπροσώπηση των εργαζομένων στο διοικητικό συμβούλιο.

(14) Η Επιτροπή αρνείται να χορηγήσει άδεια λειτουργίας εάν δεν έχει ικανοποιηθεί ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της αιτήτριας διαθέτουν επαρκώς καλή φήμη, επαρκείς γνώσεις, ικανότητες και εμπειρία και αφιερώνουν επαρκή χρόνο στην εκτέλεση των καθηκόντων τους στην αιτήτρια, ή εάν υπάρχουν αντικειμενικοί και εξακριβώσιμοι λόγοι που επιτρέπουν να θεωρηθεί ότι το διοικητικό συμβούλιο της αιτήτριας ενδέχεται να αποτελεί απειλή για την αποτελεσματική, ορθή και συνετή διοίκησή της και για την επαρκή μέριμνα για τα συμφέροντα των πελατών της και την ακεραιότητα της αγοράς.

(15) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να γνωστοποιεί στην Επιτροπή όλα τα μέλη του διοικητικού της συμβουλίου και κάθε μεταβολή στη σύνθεσή του και να της παρέχει όλες τις πληροφορίες που είναι αναγκαίες για να εκτιμήσει εάν η ΚΕΠΕΥ πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 10.

(16) Τουλάχιστον δύο πρόσωπα που πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου και του άρθρου 10 οφείλουν να διευθύνουν πραγματικά την επιχειρηματική δραστηριότητα της αιτήτριας.

Ρυθμίσεις διακυβέρνησης

10.-(1)(α) Το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει, επιβλέπει και έχει την ευθύνη αναφορικά με την εφαρμογή των ρυθμίσεων διακυβέρνησης που διασφαλίζουν την αποτελεσματική και συνετή διοίκηση της ΚΕΠΕΥ, περιλαμβανομένων του διαχωρισμού των καθηκόντων στην ΚΕΠΕΥ και της αποφυγής συγκρούσεων συμφερόντων, με τρόπο που προωθεί την ακεραιότητα της αγοράς και το συμφέρον των πελατών της.

(β) Οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) τηρούν τις εξής αρχές:

(i) Το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να έχει τη γενική ευθύνη της ΚΕΠΕΥ και να εγκρίνει και να επιβλέπει την υλοποίηση των στρατηγικών της στόχων, της στρατηγικής αντιμετώπισης κινδύνου και της εσωτερικής διακυβέρνησης της ΚΕΠΕΥ·

(ii) το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να διασφαλίζει την ακεραιότητα των συστημάτων λογιστικής και χρηματοοικονομικής αναφοράς, περιλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών και λειτουργικών ελέγχων και της συμμόρφωσης με τη νομοθεσία και τα συναφή πρότυπα·

(iii) το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να επιβλέπει τη διαδικασία δημοσιοποιήσεων και ανακοινώσεων·

(iv) το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να είναι υπεύθυνο για την αποτελεσματική επίβλεψη των ανώτερων στελεχών·

(v) ο πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου της ΚΕΠΕΥ δεν επιτρέπεται να ασκεί ταυτόχρονα καθήκοντα διευθύνοντος συμβούλου στην ίδια ΚΕΠΕΥ, εκτός εάν αυτό είναι δικαιολογημένο από την ΚΕΠΕΥ και εγκεκριμένο από την Επιτροπή.

(γ) Με την επιφύλαξη των απαιτήσεων που επιβάλλουν οι παράγραφοι (α) και (β), οι ρυθμίσεις διακυβέρνησης που αναφέρονται στην παράγραφο (α) διασφαλίζουν ότι το διοικητικό συμβούλιο καθορίζει, εγκρίνει και επιβλέπει -

(i) Την οργάνωση της ΚΕΠΕΥ για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, συμπεριλαμβα-νομένων των ικανοτήτων, των γνώσεων και της εμπειρίας που απαιτούνται για το προσωπικό, τους πόρους, τις διαδικασίες και τις ρυθμίσεις για την παροχή υπηρεσιών και δραστηριοτήτων από την ΚΕΠΕΥ, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την κλίμακα και την πολυπλοκότητα των δραστηριοτήτων της και όλες τις απαιτήσεις με τις οποίες πρέπει να συμμορφώνεται η ΚΕΠΕΥ· και

(ii) μια πολιτική ως προς τις υπηρεσίες, τις δραστηριότητες, τα προϊόντα και τις λειτουργίες που προσφέρονται ή παρέχονται σύμφωνα με το ανεκτό για την ΚΕΠΕΥ επίπεδο κινδύνου και τα χαρακτηριστικά και τις ανάγκες των πελατών της ΚΕΠΕΥ προς τους οποίους θα προσφέρονται ή θα παρέχονται, συμπεριλαμβανομένης της διεξαγωγής κατάλληλων προσομοιώσεων ακραίων καταστάσεων, όπου απαιτείται· και

(iii) μια πολιτική αμοιβών των προσώπων που εμπλέκονται στην παροχή των υπηρεσιών προς τους πελάτες, με στόχο την ενθάρρυνση της υπεύθυνης επαγγελματικής συμπεριφοράς και δίκαιης μεταχείρισης των πελατών, καθώς και την αποφυγή συγκρούσεων συμφερόντων στις σχέσεις με τους πελάτες.

(δ) Το διοικητικό συμβούλιο παρακολουθεί και ανά περιόδους αξιολογεί την επάρκεια και την υλοποίηση των στρατηγικών στόχων της ΚΕΠΕΥ όσον αφορά την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών, την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων και την παροχή παρεπόμενων υπηρεσιών, την αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων διακυβέρνησης της ΚΕΠΕΥ και την επάρκεια των πολιτικών σχετικά με την παροχή υπηρεσιών στους πελάτες, και προβαίνει στις κατάλληλες ενέργειες για την αντιμετώπιση τυχόν ελλείψεων.

(ε) Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου έχουν επαρκή πρόσβαση στις πληροφορίες και τα έγγραφα που απαιτούνται για την επίβλεψη και την παρακολούθηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων της διοίκησης.

(στ) Τα δεδομένα σχετικά με δάνεια προς τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και τα συνδεδεμένα μέρη τους είναι δεόντως τεκμηριωμένα και τίθενται στη διάθεση της Επιτροπής κατόπιν αιτήματος.

(ζ) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, ‟συνδεδεμένο μέροςˮ σημαίνει -

(i) σύζυγος, καταχωρισμένος ή καταχωρισμένη σύντροφος σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, τέκνο ή γονέας μέλους του διοικητικού οργάνου,

(ii) εμπορική οντότητα, στην οποία μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή στενός συγγενής του όπως αναφέρεται στην υποπαράγραφο (i) έχει ειδική συμμετοχή ύψους 10% ή περισσότερο του κεφαλαίου ή των δικαιωμάτων ψήφου στην εν λόγω οντότητα ή στην οποία τα εν λόγω πρόσωπα μπορούν να ασκούν σημαντική επιρροή ή στην οποία τα εν λόγω πρόσωπα κατέχουν θέσεις ανώτερων στελεχών ή είναι μέλη του διοικητικού συμβουλίου.

(2)(α) ΚΕΠΕΥ, η οποία είναι σημαντική από πλευράς μεγέθους και εσωτερικής οργάνωσης και της φύσης, έκτασης και πολυπλοκότητας των δραστηριοτήτων της, οφείλει να θεσπίζει επιτροπή διορισμών αποτελούμενη από μέλη του διοικητικού συμβουλίου που δεν ασκούν καμία εκτελεστική λειτουργία στην ΚΕΠΕΥ.

(β) Η επιτροπή διορισμών-

(i) Εντοπίζει και προτείνει, για έγκριση από το διοικητικό συμβούλιο ή προς έγκριση από τη γενική συνέλευση, υποψηφίους για την κάλυψη κενών θέσεων του διοικητικού συμβουλίου, αξιολογεί το συνδυασμό γνώσεων, ικανοτήτων, ποικιλομορφίας και εμπειρίας του διοικητικού συμβουλίου, συντάσσει περιγραφή των ρόλων και των ικανοτήτων για ένα συγκεκριμένο διορισμό, και υπολογίζει το χρόνο που αναμένεται να αφιερωθεί σε αυτή τη θέση∙ και

(ii) αποφασίζει ως προς τον καθορισμό στόχου για την εκπροσώπηση του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό συμβούλιο και ετοιμάζει πολιτική για το πως θα αυξηθεί ο αριθμός των προσώπων του ανεπαρκώς εκπροσωπούμενου φύλου στο διοικητικό συμβούλιο προκειμένου να υλοποιηθεί ο στόχος αυτός· ο στόχος, η πολιτική και η εφαρμογή τους δημοσιοποιούνται σύμφωνα με το Άρθρο 435, παράγραφος 2, στοιχείο γ), του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 575/2013· και

(iii) εκτιμά, κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως, τη δομή, το μέγεθος, τη σύνθεση και την απόδοση του διοικητικού συμβουλίου και απευθύνει συστάσεις στο διοικητικό συμβούλιο σχετικά με τυχόν μεταβολές· και

(iv) εκτιμά, κατά περιόδους και τουλάχιστον ετησίως, τις γνώσεις, τις ικανότητες και την εμπειρία αυτών καθ’ αυτών των μελών του διοικητικού συμβουλίου και του διοικητικού συμβουλίου ως συνόλου, και υποβάλλει σχετικές αναφορές στο διοικητικό συμβούλιο· και

(v) επανεξετάζει, κατά περιόδους, την πολιτική που εφαρμόζει το διοικητικό συμβούλιο για την επιλογή και το διορισμό ανώτερων στελεχών και κάνει συστάσεις στο διοικητικό συμβούλιο· και

(vi) κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της, λαμβάνει υπόψη της, στο βαθμό που είναι δυνατόν και σε συνεχή βάση, την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι η λήψη αποφάσεων από το διοικητικό συμβούλιο δεν κυριαρχείται από ένα πρόσωπο ή μικρή ομάδα προσώπων κατά τρόπο που θίγει τα συμφέροντα της ΚΕΠΕΥ ως σύνολο· και

(vii) δύναται να χρησιμοποιεί οποιοδήποτε είδος πόρων κρίνει κατάλληλο, συμπεριλαμβανομένων των εξωτερικών συμβούλων, και να λαμβάνει τη δέουσα χρηματοδότηση προς το σκοπό αυτό.

(3) Το εδάφιο (2) δεν εφαρμόζεται σε περίπτωση που, βάσει του κυπριακού δικαίου, το διοικητικό συμβούλιο δεν έχει οποιαδήποτε αρμοδιότητα επί της διαδικασίας επιλογής και διορισμού οποιουδήποτε εκ των μελών του.

Μέτοχοι και μέλη με ειδικές συμμετοχές

11.-(1)(α) Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων από την αιτήτρια, μέχρις ότου πληροφορηθεί για την ταυτότητα των άμεσων ή έμμεσων μετόχων ή μελών με ειδική συμμετοχή, είτε πρόκειται για φυσικά ή νομικά πρόσωπα, καθώς και για το ύψος των εν λόγω ειδικών συμμετοχών.

(β) Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εάν, λαμβανομένης υπόψη της ανάγκης να διασφαλιστεί η ορθή και συνετή διοίκηση της ΚΕΠΕΥ, δεν έχει ικανοποιηθεί για την καταλληλότητα των μετόχων ή μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές.

(γ) Εάν υπάρχουν στενοί δεσμοί μεταξύ της αιτήτριας και άλλων φυσικών ή νομικών προσώπων, η Επιτροπή χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εάν οι δεσμοί αυτοί δεν εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

(2) Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας εάν οι νομοθετικές, κανονιστικές ή διοικητικές διατάξεις τρίτης χώρας που διέπουν ένα ή περισσότερα φυσικά ή νομικά πρόσωπα με τα οποία η αιτήτρια έχει στενούς δεσμούς, ή οι δυσχέρειες που ανακύπτουν κατά την εφαρμογή τους, εμποδίζουν την αποτελεσματική άσκηση των εποπτικών της καθηκόντων.

(3) Εάν η επιρροή των προσώπων που αναφέρονται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (1) είναι δυνατό να αποβεί σε βάρος της ορθής και συνετής διοίκησης της ΚΕΠΕΥ, η Επιτροπή λαμβάνει κατάλληλα μέτρα για να τερματιστεί η εν λόγω κατάσταση. Τα μέτρα αυτά είναι δυνατόν να περιλαμβάνουν αιτήσεις έκδοσης δικαστικών διαταγμάτων ή την επιβολή κυρώσεων κατά διευθυντών και αυτών που είναι υπεύθυνων για τη διοίκηση, ή την αναστολή της άσκησης των δικαιωμάτων ψήφου που απορρέουν από μετοχές που κατέχουν οι εν λόγω μέτοχοι ή μέλη.

Γνωστοποίηση σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής

12.-(1)(α) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο (το οποίο αναφέρεται εφεξής στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 13 και 14 ως «ο υποψήφιος αποκτών»), το οποίο, μεμονωμένα ή σε συνεννόηση με άλλα πρόσωπα, έχει αποφασίσει είτε να αποκτήσει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΚΕΠΕΥ, είτε να αυξήσει περαιτέρω, άμεσα ή έμμεσα, τέτοια ειδική συμμετοχή σε ΚΕΠΕΥ, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων κεφαλαίου που κατέχει να φθάνει ή να υπερβαίνει τα κατώτατα όρια του 20 %, του 30 %, ή του 50 %, ή με αποτέλεσμα η ΚΕΠΕΥ να καταστεί θυγατρική του επιχείρηση (που αναφέρεται εφεξής στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 13 και 14 ως «η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής»), απευθύνει προηγουμένως γραπτή γνωστοποίηση στην Επιτροπή, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής και παρέχοντας τις σχετικές πληροφορίες, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 14(4).

(β) Κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το οποίο αποφάσισε να παύσει να κατέχει, άμεσα ή έμμεσα, ειδική συμμετοχή σε ΚΕΠΕΥ, απευθύνει προηγουμένως γραπτή γνωστοποίηση στην Επιτροπή, προσδιορίζοντας το ύψος της σκοπούμενης συμμετοχής του. Το εν λόγω πρόσωπο γνωστοποιεί επίσης στην Επιτροπή την απόφασή του να μειώσει την ειδική συμμετοχή του, με αποτέλεσμα η αναλογία των δικαιωμάτων ψήφου ή των μεριδίων του κεφαλαίου που κατέχει να μειωθεί σε λιγότερο από το 20 %, 30 % ή 50 %, ή με αποτέλεσμα η ΚΕΠΕΥ να παύσει να είναι θυγατρική του.

(γ) Κατά την αξιολόγηση, εάν πληρούνται τα κριτήρια ειδικής συμμετοχής του άρθρου 11 και του παρόντος άρθρου, δεν λαμβάνονται υπόψη τα δικαιώματα ψήφου ή οι μετοχές που κατέχουν ΕΠΕΥ ή πιστωτικά ιδρύματα ως αποτέλεσμα αναδοχής ή/και διάθεσης χρηματοοικονομικών μέσων με δέσμευση ανάληψης, σύμφωνα με το σημείο 6 του Μέρους Ι του Πρώτου Παραρτήματος, υπό τον όρο ότι τα εν λόγω δικαιώματα, αφενός, δεν ασκούνται ούτε χρησιμοποιούνται κατ’ άλλον τρόπο με σκοπό την παρέμβαση στη διοίκηση του εκδότη και, αφετέρου, μεταβιβάζονται εντός ενός έτους από την απόκτηση.

(2)(α) Η Επιτροπή, κατά την αξιολόγηση που προβλέπεται στο άρθρο 14(1) (η οποία αναφέρεται εφεξής στο παρόν άρθρο και στα άρθρα 13 και 14 ως «η αξιολόγηση»), διαβουλεύεται εκτενώς με τις σχετικές αρμόδιες αρχές, στην περίπτωση που ο υποψήφιος αποκτών είναι-

(i) Πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ, εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή διαχειριστής οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής·

(ii) μητρική επιχείρηση πιστωτικού ιδρύματος, ασφαλιστικής ή αντασφαλιστικής επιχείρησης, ΕΠΕΥ, εταιρείας διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή διαχειριστή οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής· ή

(iii) φυσικό ή νομικό πρόσωπο που ελέγχει πιστωτικό ίδρυμα, ασφαλιστική ή αντασφαλιστική επιχείρηση, ΕΠΕΥ, εταιρεία διαχείρισης ΟΣΕΚΑ ή διαχειριστή οργανισμών εναλλακτικών επενδύσεων, με άδεια λειτουργίας σε άλλο κράτος μέλος ή σε διαφορετικό κλάδο από αυτόν στον οποίο επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής.

(β) Η Επιτροπή παρέχει στις αρμόδιες αρχές, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κάθε πληροφορία που είναι απαραίτητη ή σχετική με την αξιολόγηση. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή ανταλλάσσει με τις αρμόδιες αρχές, κατόπιν αιτήματος, κάθε σχετική πληροφορία και γνωστοποιεί, με δική της πρωτοβουλία, όλες τις ουσιαστικής σημασίας πληροφορίες.

(γ) Στο πλαίσιο διαβούλευσής της με άλλες αρμόδιες αρχές κατά τα προβλεπόμενα στο Άρθρο 11, παράγραφος 2, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ, η Επιτροπή, ως η αρμόδια αρχή που έχει εκδώσει την άδεια λειτουργίας της ΚΕΠΕΥ για την οποία επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, επισημαίνει στην απόφασή της τυχόν απόψεις ή επιφυλάξεις τις οποίες εξέφρασε η αρμόδια αρχή η οποία είναι υπεύθυνη για την αξιολόγηση του υποψήφιου αποκτώντος.

(3)(α) Εάν η ΚΕΠΕΥ λάβει γνώση οποιασδήποτε απόκτησης ή διάθεσης συμμετοχών στο κεφάλαιό της με την οποία οι συμμετοχές σε αυτήν υπερβαίνουν ή κατέρχονται οποιονδήποτε από τα όρια που αναφέρονται στο εδάφιο (1), ενημερώνει, χωρίς καθυστέρηση, την Επιτροπή.

(β) Τουλάχιστον μία φορά κατ’ έτος, η ΚΕΠΕΥ γνωστοποιεί, επίσης, στην Επιτροπή τα ονόματα των μετόχων και μελών που κατέχουν ειδικές συμμετοχές και τα ποσοστά αυτών των συμμετοχών όπως προκύπτουν, για παράδειγμα, από τις πληροφορίες που ανακοινώνονται στις ετήσιες γενικές συνελεύσεις των μετόχων και μελών, ή από την εφαρμογή των ρυθμίσεων που ισχύουν για τις εταιρείες των οποίων οι κινητές αξίες είναι εισηγμένες προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά.

(4) Η Επιτροπή λαμβάνει μέτρα, παρόμοια με τα προβλεπόμενα στο άρθρο 11(3), κατά των προσώπων που δεν συμμορφώνονται με την υποχρέωση προηγούμενης ενημέρωσης σε περίπτωση απόκτησης ή αύξησης ειδικής συμμετοχής. Σε περίπτωση απόκτησης συμμετοχής παρά την αντίθεση της Επιτροπής, ανεξάρτητα από τις άλλες κυρώσεις που μπορούν να επιβληθούν, η Επιτροπή αποφασίζει είτε την αναστολή της άσκησης των αντίστοιχων δικαιωμάτων ψήφου είτε την ακύρωση των αντίστοιχων ψήφων.

Περίοδος αξιολόγησης

13.-(1)(α) Η Επιτροπή, αμέσως και, σε κάθε περίπτωση, εντός δύο εργασίμων ημερών από την παραλαβή της γνωστοποίησης που απαιτείται βάσει του άρθρου 12(1), καθώς και σε περίπτωση ενδεχόμενης μεταγενέστερης παραλαβής των πληροφοριών που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου, επιβεβαιώνει γραπτώς στον υποψήφιο αποκτώντα την παραλαβή τους.

(β) Η Επιτροπή διενεργεί την αξιολόγηση εντός προθεσμίας εξήντα εργασίμων ημερών από την ημερομηνία της γραπτής επιβεβαίωσης της παραλαβής της γνωστοποίησης και όλων των εγγράφων που η Επιτροπή απαιτεί να επισυνάπτονται στη γνωστοποίηση βάσει του καταλόγου που αναφέρεται στο άρθρο 14(4) (η οποία θα αναφέρεται εφεξής στο παρόν άρθρο ως «η περίοδος αξιολόγησης»).

(γ) Η Επιτροπή ενημερώνει τον υποψήφιο αποκτώντα, κατά την επιβεβαίωση της παραλαβής, για την ημερομηνία λήξης της περιόδου αξιολόγησης.

(2)(α) Η Επιτροπή δύναται, εν ανάγκη, κατά την περίοδο αξιολόγησης και όχι μετά την πεντηκοστή εργάσιμη ημέρα της περιόδου αυτής, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες αναγκαίες για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης. Το αίτημα υποβάλλεται γραπτώς και προσδιορίζει τα αναγκαία συμπληρωματικά πληροφοριακά στοιχεία.

(β) Κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας κατά την οποία η Επιτροπή ζητεί πληροφορίες και της ημερομηνίας παραλαβής της απάντησης του υποψήφιου αποκτώντα, διακόπτεται η περίοδος αξιολόγησης. Η διακοπή δεν υπερβαίνει τις 20 εργάσιμες ημέρες. Η Επιτροπή δύναται να υποβάλει περαιτέρω αιτήματα για τη συμπλήρωση ή την αποσαφήνιση των πληροφοριών, αυτό όμως δεν συνεπάγεται διακοπή της περιόδου αξιολόγησης.

(3) Η Επιτροπή δύναται να παρατείνει τη διακοπή στην οποία αναφέρεται η παράγραφος (β) του εδαφίου (2) έως 30 εργάσιμες ημέρες, εάν ο υποψήφιος αποκτών είναι ένα από τα ακόλουθα:

(α) Φυσικό ή νομικό πρόσωπο που είναι εγκατεστημένο ή υπόκειται σε ρυθμιστικό πλαίσιο εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης·

(β) φυσικό ή νομικό πρόσωπο μη υποκείμενο σε εποπτεία δυνάμει νομοθεσίας κράτους μέλους η οποία συνάδει με την Οδηγία 2009/65/ΕΚ, την Οδηγία 2009/138/ΕΚ, την Οδηγία 2011/61/ΕE, την Οδηγία 2013/36/ΕΕ ή την Οδηγία 2014/65/ΕE.

(4) Εάν η Επιτροπή, μόλις ολοκληρώσει την αξιολόγησή της, αποφασίσει να αντιταχθεί στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, ενημερώνει γραπτώς τον υποψήφιο αποκτώντα, εντός δύο εργασίμων ημερών, και πριν τη λήξη της περιόδου αξιολόγησης, εκθέτοντας τους λόγους της απόφασης αυτής. Η δέουσα αιτιολόγηση της απόφασης της Επιτροπής δύναται να δημοσιοποιείται, είτε κατόπιν αιτήματος του υποψήφιου αποκτώντος, είτε κατά την κρίση της Επιτροπής.

(5) Εάν η Επιτροπή δεν αντιταχθεί γραπτώς στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής εντός της περιόδου αξιολόγησης, η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής θεωρείται ότι εγκρίθηκε.

(6) Η Επιτροπή δύναται να ορίζει μέγιστη προθεσμία για την ολοκλήρωση της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής και να παρατείνει την προθεσμία αυτή, όπου ενδείκνυται.

Αξιολόγηση

14.-(1) Κατά την αξιολόγηση της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 12(1), και των πληροφοριών που αναφέρονται στο άρθρο 13(2), η Επιτροπή, προκειμένου να διασφαλίσει την ορθή και συνετή διοίκηση της ΚΕΠΕΥ στην οποία επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής και λαμβάνοντας υπόψη την ενδεχόμενη επιρροή του υποψήφιου αποκτώντα στην ΚΕΠΕΥ, αξιολογεί την καταλληλότητα του υποψήφιου αποκτώντα και την ορθότητα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής από χρηματοοικονομική άποψη, με βάση όλα τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) Τη φήμη του υποψήφιου αποκτώντα·

(β) τη φήμη και την πείρα οποιουδήποτε προσώπου το οποίο θα διευθύνει τις δραστηριότητες της ΚΕΠΕΥ ως αποτέλεσμα της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής·

(γ) την οικονομική ευρωστία του υποψήφιου αποκτώντα, ειδικότερα ως προς το είδος των δραστηριοτήτων που ασκούνται ή προβλέπεται ότι θα ασκηθούν από την ΚΕΠΕΥ για την οποία επιδιώκεται η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής·

(δ) την ικανότητα της ΚΕΠΕΥ να ανταποκρίνεται και να συνεχίσει να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας βάσει του παρόντος Νόμου και, όπου εφαρμόζεται, βάσει της περί της Συμπληρωματικής Εποπτείας Επιχειρήσεων Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών, Εταιρειών Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων ή Διαχειριστών Οργανισμών Εναλλακτικών Επενδύσεων που ανήκουν σε Χρηματοπιστωτικό Όμιλο Ετερογενών Δραστηριοτήτων, οδηγίας (ΟΔ 144-2007-16 του 2015) της Επιτροπής όπως τροποποιήθηκε τελευταία από την οδηγία (ΟΔ 144-2007-16(Α) του 2015) της Επιτροπής και βάσει κυπριακής νομοθεσίας που μεταφέρει Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδίως την Οδηγία 2013/36/ΕΕ, ιδίως όσον αφορά το κατά πόσο ο όμιλος του οποίου θα καταστεί μέλος διαθέτει τέτοια δομή που καθιστά δυνατή την άσκηση αποτελεσματικής εποπτείας, την αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των αρμόδιων αρχών και τον προσδιορισμό της κατανομής των αρμοδιοτήτων μεταξύ των αρμοδίων αρχών·

(ε) το κατά πόσο υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι, σε σχέση με τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής, διαπράττεται, έχει διαπραχθεί ή επιχειρήθηκε να διαπραχθεί αδίκημα νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες ή αδίκημα χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, κατά την έννοια του άρθρου 2(1) του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου ή ότι η σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής θα μπορούσε να αυξήσει αυτόν τον κίνδυνο.

(2) Η Επιτροπή δύναται να αντιταχθεί στη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής μόνον εφόσον υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για αυτό με βάση τα κριτήρια του εδαφίου (1) ή εφόσον οι πληροφορίες που διαβιβάσθηκαν από τον υποψήφιο αποκτώντα δεν είναι πλήρεις.

(3) Η Επιτροπή δεν επιβάλλει εκ των προτέρων όρους όσον αφορά το ύψος της συμμετοχής που πρέπει να αποκτηθεί, ούτε εξετάζει τη σκοπούμενη απόκτηση συμμετοχής από πλευράς οικονομικών αναγκών της αγοράς.

(4) Η Επιτροπή δημοσιοποιεί κατάλογο με τις αναγκαίες πληροφορίες για τη διενέργεια της αξιολόγησης, οι οποίες πρέπει να υποβάλλονται στην Επιτροπή κατά τη στιγμή της γνωστοποίησης που προβλέπεται στο άρθρο 12(1). Οι απαιτούμενες πληροφορίες είναι ανάλογες και προσαρμοσμένες στη φύση του υποψηφίου αποκτώντα και της σκοπούμενης απόκτησης συμμετοχής. Η Επιτροπή δεν απαιτεί πληροφορίες που δεν είναι σχετικές με την προληπτική αξιολόγηση.

(5) Ανεξάρτητα από το άρθρο 13(1), (2) και (3), εάν κοινοποιηθούν στην Επιτροπή δύο ή περισσότερες προτάσεις για απόκτηση ή αύξηση ειδικών συμμετοχών στην ίδια ΚΕΠΕΥ, η Επιτροπή αντιμετωπίζει όλους τους υποψήφιους αποκτώντες χωρίς διακρίσεις.

Συμμετοχή σε εγκεκριμένο σύστημα αποζημίωσης επενδυτών

15.-(1) Η Επιτροπή εξακριβώνει ότι κάθε αιτήτρια συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις της βάσει της Οδηγίας 1997/9/ΕΚ, κατά το χρόνο που της χορηγείται η άδεια λειτουργίας.

(2) Η υποχρέωση του εδαφίου (1) εκπληρώνεται σε σχέση με δομημένες καταθέσεις, όταν η δομημένη κατάθεση εκδίδεται από πιστωτικό ίδρυμα που είναι μέλος συστήματος εγγύησης καταθέσεων το οποίο είναι αναγνωρισμένο βάσει του περί Συστήματος Εγγύησης των Καταθέσεων και Εξυγίανσης Πιστωτικών και Άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2016 και τυχόν άλλης νομοθεσίας που ενσωματώνει την Οδηγία 2014/49/ΕΕ.

Αρχικό κεφάλαιο

16.Η Επιτροπή δεν χορηγεί άδεια λειτουργίας, εκτός εάν η αιτήτρια έχει επαρκές αρχικό κεφάλαιο σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 9 του περί Προληπτικής Εποπτείας ΕΠΕΥ Νόμου, λαμβανομένης υπόψη της φύσης της σχετικής επενδυτικής υπηρεσίας ή επενδυτικής δραστηριότητας.

Οργανωτικές απαιτήσεις

17.-(1) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να συμμορφώνεται με τις οργανωτικές απαιτήσεις που καθορίζονται στα εδάφια (2) έως (10) του παρόντος άρθρου και στο άρθρο 18.

(2) Η ΚΕΠΕΥ εφαρμόζει κατάλληλες πολιτικές και διαδικασίες για να εξασφαλίζεται επαρκώς η συμμόρφωσή της, συμπεριλαμβανομένων των στελεχών, υπαλλήλων και συνδεδεμένων αντιπροσώπων της, με τις υποχρεώσεις τις οποίες υπέχει βάσει του παρόντος Νόμου, καθώς και κατάλληλους κανόνες για τις προσωπικές συναλλαγές των προσώπων αυτών.

(3)(α) Η ΚΕΠΕΥ καταρτίζει και εφαρμόζει αποτελεσματικές οργανωτικές και διοικητικές ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα προκειμένου να μην επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα των πελατών, λόγω συγκρούσεων συμφερόντων κατά την έννοια του άρθρου 24.

(β) Η ΚΕΠΕΥ, η οποία παράγει χρηματοοικονομικά μέσα προς πώληση σε πελάτες, διαθέτει, χρησιμοποιεί και επανεξετάζει μια διαδικασία για την έγκριση κάθε χρηματοοικονομικού μέσου και των σημαντικών προσαρμογών που επιφέρει σε υφιστάμενα χρηματοοικονομικά μέσα, πριν τα προωθήσει στην αγορά ή τα διανείμει σε πελάτες.

(γ) Η διαδικασία έγκρισης προϊόντων καθορίζει μια προσδιορισμένη αγορά-στόχο τελικών πελατών, εντός της σχετικής κατηγορίας πελατών για κάθε χρηματοοικονομικό μέσο, και εξασφαλίζει ότι όλοι οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτήν την προσδιορισμένη αγορά-στόχο αξιολογούνται, καθώς και ότι η σκοπούμενη στρατηγική διανομής είναι κατάλληλη για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο.

(δ) Η ΚΕΠΕΥ επανεξετάζει επίσης, σε τακτική βάση, τα χρηματοοικονομικά μέσα που προσφέρει ή προωθεί εμπορικά, λαμβάνοντας υπόψη κάθε γεγονός που θα μπορούσε να επηρεάσει σοβαρά το δυνητικό κίνδυνο για την προσδιορισμένη αγορά-στόχο, έτσι ώστε να αξιολογεί, τουλάχιστον, κατά πόσο το χρηματοοικονομικό μέσο συνεχίζει να συνάδει με τις ανάγκες της προσδιορισμένης αγοράς-στόχου και κατά πόσο η σκοπούμενη στρατηγική διανομής συνεχίζει να είναι η κατάλληλη.

(ε) Η ΚΕΠΕΥ που παράγει χρηματοοικονομικά μέσα διαθέτει στους διανομείς όλες τις κατάλληλες πληροφορίες σχετικά με το χρηματοοικονομικό μέσο και τη διαδικασία έγκρισης του προϊόντος, στις οποίες περιλαμβάνεται και η προσδιορισμένη αγορά-στόχος του χρηματοοικονομικού μέσου.

(στ) Όταν μια ΚΕΠΕΥ προσφέρει ή εισηγείται χρηματοοικονομικά μέσα που δεν παράγει η ίδια, διαθέτει τις κατάλληλες ρυθμίσεις ώστε να λαμβάνει τις πληροφορίες στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος (ε) και να κατανοεί τα χαρακτηριστικά και την προσδιορισμένη αγορά-στόχο για κάθε χρηματοοικονομικό μέσο.

(ζ) Οι πολιτικές, διαδικασίες και ρυθμίσεις που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο εφαρμόζονται χωρίς επηρεασμό κάθε άλλης απαίτησης βάσει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, περιλαμβανομένων εκείνων που σχετίζονται με την κοινοποίηση, την καταλληλότητα ή συμβατότητα, τον εντοπισμό και διαχείριση συγκρούσεων συμφερόντων, καθώς και με τις αντιπαροχές.

(4) Η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει όλα τα εύλογα μέτρα για να εξασφαλίζεται η συνεχής και τακτική παροχή και άσκηση των επενδυτικών υπηρεσιών και δραστηριοτήτων. Για τον σκοπό αυτό, η ΚΕΠΕΥ χρησιμοποιεί κατάλληλα και ανάλογα συστήματα, πόρους και διαδικασίες.

(5)(α) Η ΚΕΠΕΥ μεριμνά ώστε, όταν αναθέτει σε τρίτους την εκτέλεση επιχειρησιακών λειτουργιών ουσιώδους σημασίας για την παροχή συνεχούς και ικανοποιητικής υπηρεσίας στους πελάτες και την άσκηση των επενδυτικών δραστηριοτήτων σε συνεχή και ικανοποιητική βάση, να λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να αποφεύγεται κάθε αδικαιολόγητη επιδείνωση του λειτουργικού κινδύνου. Η ανάθεση σε τρίτους σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην παραβλάπτει ουσιωδώς την ποιότητα του εσωτερικού ελέγχου της ΚΕΠΕΥ ούτε τη δυνατότητα της Επιτροπής να εποπτεύει τη συμμόρφωση της ΚΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της.

(β) Η ΚΕΠΕΥ οφείλει να έχει υγιείς διοικητικές και λογιστικές διαδικασίες, μηχανισμούς εσωτερικού ελέγχου, αποτελεσματικές διαδικασίες εκτίμησης των κινδύνων και αποτελεσματικούς μηχανισμούς ελέγχου και ασφάλειας των συστημάτων ηλεκτρονικής επεξεργασίας δεδομένων.

(γ) Χωρίς επηρεασμό του δικαιώματος της Επιτροπής να απαιτεί πρόσβαση στις επικοινωνίες βάσει του παρόντος Νόμου και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, οι ΚΕΠΕΥ διαθέτουν υγιείς μηχανισμούς ασφαλείας, για τη διασφάλιση και την εξακρίβωση της γνησιότητας των μέσων διαβίβασης των πληροφοριών, την ελαχιστοποίηση του κινδύνου καταστροφής των δεδομένων και πρόσβασης χωρίς άδεια και την αποφυγή της διαρροής των πληροφοριών, ώστε να τηρείται πάντοτε το απόρρητο των δεδομένων.

(6) Η ΚΕΠΕΥ μεριμνά ώστε να τηρούνται αρχεία με όλες τις υπηρεσίες που παρέχει και τις δραστηριότητες και συναλλαγές που εκτελεί, κατά τρόπο που να επιτρέπει στην Επιτροπή να ασκεί τα εποπτικά της καθήκοντα και να προβαίνει σε ενέργειες για την διασφάλιση της τήρησης των υποχρεώσεων της ΚΕΠΕΥ βάσει του παρόντος Νόμου, του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014, της Οδηγίας 2014/57/ΕΕ και του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 596/2014, και ειδικότερα να διασφαλίζει τη συμμόρφωση της ΚΕΠΕΥ με όλες τις υποχρεώσεις της, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων που σχετίζονται με τους πελάτες ή δυνητικούς πελάτες και με την ακεραιότητα της αγοράς.

(7)(α) Τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (6) αρχεία περιλαμβάνουν τις τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες που σχετίζονται, τουλάχιστον, με συναλλαγές που συνάφθηκαν κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό και με την παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση των εντολών πελατών.

(β) Οι αναφερόμενες στην παράγραφο (α) τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και ηλεκτρονικές επικοινωνίες περιλαμβάνουν επίσης αυτές που αποσκοπούν να καταλήξουν σε συναλλαγές που συνάπτονται κατά τη διενέργεια συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό ή στην παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών, οι οποίες συνδέονται με τη λήψη, τη διαβίβαση και την εκτέλεση εντολών πελατών, ακόμα και αν οι εν λόγω συνδιαλέξεις ή επικοινωνίες δεν καταλήγουν στην εκτέλεση των εν λόγω συναλλαγών ή στην παροχή υπηρεσιών κατ’ εκτέλεση εντολών πελατών.

(γ) Για τους σκοπούς των παραγράφων (α) και (β), η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για την καταγραφή σχετικών τηλεφωνικών συνδιαλέξεων και ηλεκτρονικών επικοινωνιών, οι οποίες πραγματοποιούνται, αποστέλλονται ή λαμβάνονται μέσω τεχνικού εξοπλισμού που παρέχει η ΚΕΠΕΥ σε υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη, ή μέσω τεχνικού εξοπλισμού του οποίου η χρήση από υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη εγκρίνεται ή επιτρέπεται από την ΚΕΠΕΥ.

(δ) Η ΚΕΠΕΥ γνωστοποιεί στους νέους και τους υφιστάμενους πελάτες ότι καταγράφονται οι τηλεφωνικές συνδιαλέξεις ή επικοινωνίες μεταξύ της ΚΕΠΕΥ και των πελατών της, οι οποίες καταλήγουν ή ενδέχεται να καταλήξουν στην πραγματοποίηση συναλλαγών. Η γνωστοποίηση αυτή δύναται να παρέχεται μία φορά, πριν από την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών σε νέους και υφιστάμενους πελάτες.

(ε) Η ΚΕΠΕΥ δεν παρέχει από το τηλέφωνο επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες σε πελάτες που δεν έχουν ενημερωθεί, εκ των προτέρων, σχετικά με την καταγραφή των τηλεφωνικών συνδιαλέξεων ή επικοινωνιών τους, εφόσον οι εν λόγω επενδυτικές υπηρεσίες και δραστηριότητες αφορούν τη λήψη, διαβίβαση και εκτέλεση εντολών του πελάτη.

(στ) Εντολές δύνανται να εισάγονται από πελάτες μέσω άλλων διαύλων, ωστόσο τέτοιου είδους επικοινωνίες οφείλουν να πραγματοποιούνται σε σταθερό μέσο, όπως ταχυδρομικές επιστολές, τηλεομοιοτυπικά, ηλεκτρονικά μηνύματα ή τεκμηρίωση των εντολών πελατών που δόθηκαν δια ζώσης σε συναντήσεις. Ιδίως, το περιεχόμενο των σχετικών προσωπικών συνδιαλέξεων με πελάτη δύναται να καταγράφεται με την τήρηση γραπτών πρακτικών ή σημειώσεων. Οι εντολές αυτές θεωρούνται ισοδύναμες με εντολές που λαμβάνονται από το τηλέφωνο.

(ζ) Η ΚΕΠΕΥ λαμβάνει κάθε εύλογο μέτρο για να αποτρέπει υπάλληλο ή εξωτερικό συνεργάτη της να πραγματοποιεί τηλεφωνικές συνδιαλέξεις και να αποστέλλει ή να λαμβάνει ηλεκτρονικά μηνύματα με ιδιωτικό τεχνικό εξοπλισμό, μέσω του οποίου η ΚΕΠΕΥ δεν μπορεί να καταγράψει ή να αντιγράψει τις συνδιαλέξεις ή τις επικοινωνίες αυτές.

(η) Τα προβλεπόμενα στο παρόν εδάφιο αρχεία παρέχονται στον εμπλεκόμενο πελάτη, κατόπιν αιτήματος, και φυλάσσονται για μέγιστη περίοδο πέντε ετών και, κατόπιν αιτήματος της Επιτροπής, για μέγιστη περίοδο επτά ετών.

(8) Εάν κατέχει χρηματοοικονομικά μέσα που ανήκουν σε πελάτες, η ΚΕΠΕΥ θεσπίζει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύει τα δικαιώματα κυριότητας των πελατών, ιδίως σε περίπτωση αφερεγγυότητας της ΚΕΠΕΥ, και για να αποτρέπει τη χρησιμοποίηση χρηματοοικονομικών μέσων πελάτη για ίδιο λογαριασμό, εκτός εάν ο πελάτης έχει δώσει τη ρητή συγκατάθεσή του.

(9) Εάν κατέχει κεφάλαια πελατών, η ΚΕΠΕΥ θεσπίζει κατάλληλες ρυθμίσεις για να προστατεύει τα δικαιώματα των πελατών και, εκτός από την περίπτωση των πιστωτικών ιδρυμάτων, για να αποτρέπει τη χρησιμοποίηση κεφαλαίων πελατών για ίδιο λογαριασμό.

(10) Η ΚΕΠΕΥ δεν συνάπτει συμφωνίες παροχής χρηματοοικονομικής ασφάλειας με μεταβίβαση τίτλου με ιδιώτες πελάτες με σκοπό την ασφάλεια ή κάλυψη παρουσών ή μελλοντικών, πραγματικών ή ενδεχόμενων ή αναμενόμενων υποχρεώσεων πελατών.

(11)(α) Τα εδάφια (6) και (7) εφαρμόζονται κατ’ αναλογία σε υποκατάστημα ΕΠΕΥ το οποίο είναι εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, η δε Επιτροπή διασφαλίζει την συμμόρφωση του υποκαταστήματος με τα εν λόγω εδάφια όσον αφορά τις συναλλαγές τις οποίες εκτελεί το υποκατάστημα, χωρίς επηρεασμό της δυνατότητας της αρμόδιας αρχής του κράτους μέλους καταγωγής της σχετικής ΕΠΕΥ να έχει άμεση πρόσβαση στα σχετικά αρχεία.

(β) Η Επιτροπή δύναται, σε εξαιρετικές περιστάσεις, με οδηγίες της, να επιβάλει πρόσθετες απαιτήσεις σε ΚΕΠΕΥ όσον αφορά τη διαφύλαξη των περιουσιακών στοιχείων των πελατών της, επιπλέον των απαιτήσεων που προβλέπονται στα εδάφια (8), (9) και (10) του παρόντος άρθρου και στις κατ’ εξουσιοδότηση πράξεις που εκδίδονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή δυνάμει του Άρθρου 16, παράγραφος 12, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις πρέπει να αιτιολογούνται αντικειμενικά και να είναι αναλογικές, με στόχο να αντιμετωπίζονται, σε περιπτώσεις όπου οι ΚΕΠΕΥ φυλάσσουν περιουσιακά στοιχεία ή κεφάλαια πελατών, συγκεκριμένοι κίνδυνοι για την προστασία των επενδυτών ή για την ακεραιότητα της αγοράς, οι οποίοι είναι ιδιαίτερα σημαντικοί υπό τις περιστάσεις που δημιουργεί η δομή της αγοράς στη Δημοκρατία.

(γ) Η Επιτροπή γνωστοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κάθε απαίτηση την οποία προτίθεται να επιβάλει σύμφωνα με την παράγραφο (β), τουλάχιστον δύο μήνες πριν από την ορισθείσα ημερομηνία επιβολής της απαίτησης. Η γνωστοποίηση περιλαμβάνει και αιτιολόγηση της εν λόγω απαίτησης. Αυτές οι πρόσθετες απαιτήσεις δεν περιορίζουν, ούτε επηρεάζουν με άλλον τρόπο, τα δικαιώματα των ΚΕΠΕΥ, τα οποία καθορίζονται στα Άρθρα 34 και 35 της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ.

Εξαιρέσεις από απαιτήσεις παρακολούθησης προϊόντων

17Α. ΚΕΠΕΥ εξαιρείται από τις απαιτήσεις που καθορίζονται στις παραγράφους (β) έως (ε) του εδαφίου (3) του άρθρου 17 και στο εδάφιο (2) του άρθρου 25, σε περίπτωση που οι επενδυτικές υπηρεσίες που παρέχει αφορούν ομόλογα χωρίς κανένα άλλο ενσωματωμένο παράγωγο εκτός από τη ρήτρα πλήρους αποκατάστασης ή σε περίπτωση που τα χρηματοοικονομικά μέσα διατίθενται στην αγορά ή διανέμονται αποκλειστικά σε επιλέξιμους αντισυμβαλλόμενους.

Αλγοριθμικές συναλλαγές

18.-(1) Η ΚΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών, καθιερώνει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους κινδύνου, κατάλληλους για τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες, προκειμένου να διασφαλίζει ότι τα συστήματα διαπραγμάτευσής της είναι ανθεκτικά και διαθέτουν επαρκή χωρητικότητα, υπόκεινται σε κατάλληλα όρια διαπραγμάτευσης και αποτρέπουν την αποστολή εσφαλμένων εντολών ή τη λειτουργία των συστημάτων κατά τρόπο που ενδέχεται να οδηγήσει ή να συμβάλει στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς. Μια τέτοια ΚΕΠΕΥ καθιερώνει επίσης αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους κινδύνου προκειμένου να διασφαλίζεται ότι τα συστήματα διαπραγμάτευσης δεν δύνανται να χρησιμοποιούνται για σκοπό που είναι αντίθετος με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή με τους κανόνες ενός τόπου διαπραγμάτευσης με τον οποίο αυτή συνδέεται. Η εν λόγω ΚΕΠΕΥ καθιερώνει αποτελεσματικούς μηχανισμούς συνέχισης της επιχειρηματικής δραστηριότητας για την αντιμετώπιση κάθε αστοχίας στα συστήματα διαπραγμάτευσής της και διασφαλίζει ότι τα συστήματά της έχουν υποβληθεί σε πλήρεις δοκιμές και παρακολουθούνται κατάλληλα ώστε να διασφαλίζεται ότι πληρούν τις απαιτήσεις του παρόντος εδαφίου.

(2)(α)(i) Η ΚΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η ΚΕΠΕΥ, ως μέλος ή συμμετέχουσα του τόπου διαπραγμάτευσης, δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών.

(ii) Η ΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών ως μέλος ή συμμετέχουσα σε τόπο διαπραγμάτευσης εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της και την Επιτροπή.

(β) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από την ΚΕΠΕΥ να παρέχει, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή της φύσης των στρατηγικών των αλγοριθμικών συναλλαγών που ακολουθεί, λεπτομέρειες σχετικά με τις παραμέτρους διαπραγμάτευσης ή τα όρια διαπραγμάτευσης στα οποία υπόκειται το σύστημα, τους βασικούς ελέγχους συμμόρφωσης και ελέγχους κινδύνου που χρησιμοποιεί για τη διασφάλιση της εκπλήρωσης των προϋποθέσεων του εδαφίου (1) και λεπτομέρειες των δοκιμών στις οποίες υποβάλλει τα συστήματά της. Η Επιτροπή δύναται, ανά πάσα στιγμή, να ζητήσει περαιτέρω πληροφορίες από την ΚΕΠΕΥ σχετικά με τη διενέργεια των αλγοριθμικών συναλλαγών της και τα συστήματα που χρησιμοποιεί για τις συναλλαγές αυτές.

(γ)(i) Η Επιτροπή κοινοποιεί, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, κατόπιν σχετικού αιτήματος από την αρμόδια αρχή του τόπου διαπραγμάτευσης, στον οποίο η ΚΕΠΕΥ, ως μέλος ή συμμετέχουσα του τόπου διαπραγμάτευσης, δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών, τις πληροφορίες οι οποίες αναφέρονται στην παράγραφο (β) και τις οποίες η Επιτροπή λαμβάνει από ΚΕΠΕΥ που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών.

(ii) Σε περίπτωση όπου ΕΠΕΥ, ως μέλος ή συμμετέχουσα σε τόπο διαπραγμάτευσης εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών, η Επιτροπή δύναται να αιτηθεί, από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της εν λόγω ΕΠΕΥ, την κοινοποίηση των πληροφοριών οι οποίες αναφέρονται στο Άρθρο 17, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τις οποίες η εν λόγω αρμόδια αρχή λαμβάνει από την ΕΠΕΥ.

(δ) Η ΚΕΠΕΥ μεριμνά ώστε να τηρούνται αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο και εξασφαλίζει ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή, ώστε η Επιτροπή να μπορεί να ελέγχει τη συμμόρφωσή της με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου.

(ε) Η ΚΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω τεχνικής κατάρτισης αλγοριθμικών συναλλαγών σε υψηλή συχνότητα, τηρεί, σε εγκεκριμένη μορφή, ακριβή και κατά χρονική ακολουθία αρχεία όσον αφορά όλες τις εντολές που έχουν εισαχθεί, περιλαμβανομένων των εντολών που ακυρώθηκαν, των εντολών που εκτελέστηκαν και των προσφορών τιμών σε τόπους διαπραγμάτευσης, και τα διαθέτει στην Επιτροπή, κατόπιν σχετικού αιτήματος.

(3) Η ΚΕΠΕΥ, που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών για να ακολουθήσει στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης, λαμβάνοντας υπόψη τη ρευστότητα, την κλίμακα και τη φύση της συγκεκριμένης αγοράς και τα χαρακτηριστικά του μέσου που αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης-

(α) Ακολουθεί αυτήν την ειδική διαπραγμάτευση συνεχώς κατά τη διάρκεια καθορισμένης αναλογίας των ωρών συναλλαγών του τόπου διαπραγμάτευσης, εκτός από εξαιρετικές περιπτώσεις, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και προβλέψιμη βάση στον εν λόγω τόπο διαπραγμάτευσης·

(β) συνάπτει δεσμευτική γραπτή συμφωνία με τον τόπο διαπραγμάτευσης, στην οποία προσδιορίζονται, τουλάχιστον, οι υποχρεώσεις της ΚΕΠΕΥ σύμφωνα με την παράγραφο (α)·και

(γ) εφαρμόζει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους για να διασφαλίσει ότι εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της δυνάμει της συμφωνίας που αναφέρεται στην παράγραφο (β) ανά πάσα στιγμή.

(4) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου και του άρθρου 49 η ΚΕΠΕΥ που δραστηριοποιείται μέσω αλγοριθμικών συναλλαγών θεωρείται ότι ακολουθεί στρατηγική ειδικής διαπραγμάτευσης όταν, ως μέλος ή συμμετέχουσα σε έναν ή περισσότερους τόπους διαπραγμάτευσης, η στρατηγική της, σε περίπτωση που διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, περιλαμβάνει την εισαγωγή δεσμευτικών, ταυτόχρονων ζευγών εντολών συγκρίσιμου μεγέθους και σε ανταγωνιστικές τιμές σε σχέση με ένα ή περισσότερα χρηματοοικονομικά μέσα σε έναν μόνο τόπο διαπραγμάτευσης ή σε πλειάδα τόπων διαπραγμάτευσης, με αποτέλεσμα την παροχή ρευστότητας σε τακτική και συχνή βάση στο σύνολο της αγοράς.

(5)(α) Η ΚΕΠΕΥ, που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, καθιερώνει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους που διασφαλίζουν ορθή αξιολόγηση και επανεξέταση της καταλληλότητας των πελατών που χρησιμοποιούν την υπηρεσία, ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία εμποδίζονται από το να υπερβούν κατάλληλα προκαθορισμένα συναλλακτικά και πιστωτικά όρια, ότι οι συναλλαγές από πελάτες που χρησιμοποιούν την υπηρεσία παρακολουθούνται καταλλήλως και ότι με τους κατάλληλους ελέγχους κινδύνων αποτρέπονται οι συναλλαγές που μπορεί να θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ΚΕΠΕΥ ή που μπορούν να οδηγήσουν ή να συμβάλλουν στη μη εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, ή μπορούν να έρθουν σε αντίθεση με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 596/2014 ή με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση χωρίς τους ελέγχους αυτούς απαγορεύεται.

(β) Η ΚΕΠΕΥ, που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, είναι υπεύθυνη να διασφαλίζει ότι οι πελάτες που χρησιμοποιούν αυτήν την υπηρεσία συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και με τους κανόνες του τόπου διαπραγμάτευσης. Η ΚΕΠΕΥ παρακολουθεί τις συναλλαγές προκειμένου να εντοπίζει παραβάσεις των κανόνων αυτών, συνθήκες μη εύρυθμης διαπραγμάτευσης ή συμπεριφορά που ενδέχεται να συνιστά κατάχρηση της αγοράς και την οποία η ΚΕΠΕΥ οφείλει να αναφέρει στην Επιτροπή. Η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της ΚΕΠΕΥ και του πελάτη σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας και ότι, βάσει αυτής της συμφωνίας, η ΚΕΠΕΥ διατηρεί την ευθύνη βάσει του παρόντος Νόμου.

(γ)(i) Η ΚΕΠΕΥ, που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης, ενημερώνει σχετικά την Επιτροπή και τις αρμόδιες αρχές του τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η ΚΕΠΕΥ παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση.

(ii) Η ΕΠΕΥ, που παρέχει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, ενημερώνει σχετικά την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της και την Επιτροπή.

(δ) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί από την ΚΕΠΕΥ να παρέχει, σε τακτική βάση ή κατά περίπτωση, περιγραφή των συστημάτων και των ελέγχων που αναφέρονται στην παράγραφο (α), καθώς και αποδεικτικά στοιχεία για την εφαρμογή τους.

(ε)(i) Η Επιτροπή κοινοποιεί, κατόπιν σχετικού αιτήματος της αρμόδιας αρχής ενός τόπου διαπραγμάτευσης στον οποίο η ΚΕΠΕΥ προσφέρει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση, τις πληροφορίες που αναφέρονται στην παράγραφο (δ) και τις οποίες λαμβάνει από την ΚΕΠΕΥ.

(ii) Σε περίπτωση όπου ΕΠΕΥ προσφέρει άμεση ηλεκτρονική πρόσβαση σε τόπο διαπραγμάτευσης εγκατεστημένο στη Δημοκρατία, η Επιτροπή δύναται να αιτηθεί από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής της ΕΠΕΥ την κοινοποίηση των πληροφοριών που αναφέρονται στο Άρθρο 17, παράγραφος 5, τέταρτο εδάφιο, της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και τις οποίες η εν λόγω αρμόδια αρχή λαμβάνει από την ΕΠΕΥ.

(στ) Η ΚΕΠΕΥ μεριμνά ώστε να τηρούνται αρχεία για τα ζητήματα που αναφέρονται στο παρόν εδάφιο και εξασφαλίζει ότι τα αρχεία αυτά είναι επαρκή ώστε η Επιτροπή να μπορεί να ελέγχει τη συμμόρφωσή της με τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου.

(6) Η ΚΕΠΕΥ, που ενεργεί ως γενικό εκκαθαριστικό μέλος για άλλα πρόσωπα, καθιερώνει αποτελεσματικά συστήματα και ελέγχους προκειμένου να διασφαλίζεται ότι οι υπηρεσίες εκκαθάρισης εφαρμόζονται μόνο σε πρόσωπα που είναι κατάλληλα και πληρούν σαφή κριτήρια και ότι επιβάλλονται κατάλληλες απαιτήσεις σε αυτά, ώστε να μειωθούν οι κίνδυνοι για την ΚΕΠΕΥ και την αγορά. Η ΚΕΠΕΥ διασφαλίζει ότι υπάρχει δεσμευτική γραπτή συμφωνία μεταξύ της ΚΕΠΕΥ και του προσώπου σχετικά με τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις που προκύπτουν από την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας.

Διαδικασία διαπραγμάτευσης και οριστικοποίηση των συναλλαγών σε ΠΜΔ και ΜΟΔ

19.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, πέραν της εκπλήρωσης των οργανωτικών απαιτήσεων του άρθρου 17 -

(α) Θεσπίζουν διαφανείς κανόνες και διαδικασίες δίκαιης και εύρυθμης διαπραγμάτευσης και θεσπίζουν αντικειμενικά κριτήρια για την αποδοτική εκτέλεση εντολών∙ και

(β) διαθέτουν μηχανισμούς που επιτρέπουν την υγιή διαχείριση των τεχνικών λειτουργιών του συστήματος, περιλαμβανομένης της θέσπισης αποτελεσματικών μηχανισμών έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση των κινδύνων δυσλειτουργίας των συστημάτων.

(2)(α) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ θεσπίζουν διαφανείς κανόνες σχετικά με τα κριτήρια προσδιορισμού των χρηματοοικονομικών μέσων των οποίων η διαπραγμάτευση επιτρέπεται στα πλαίσια των συστημάτων τους.

(β) Όπου εφαρμόζεται, οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση των χρηστών και τα είδη των υπό διαπραγμάτευση χρηματοοικονομικών μέσων, παρέχουν επαρκείς πληροφορίες που είναι δημόσια διαθέσιμες, ή βεβαιώνονται ότι υπάρχει πρόσβαση σε τέτοιες πληροφορίες, ώστε να μπορούν οι χρήστες του ΠΜΔ ή ΜΟΔ να διαμορφώνουν επενδυτική κρίση.

(3) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ θεσπίζουν, δημοσιεύουν, διατηρούν και εφαρμόζουν διαφανείς και χωρίς διακρίσεις, βάσει αντικειμενικών κριτήριων, κανόνες οι οποίοι διέπουν την πρόσβαση στο σύστημά τους.

(4) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ διαθέτουν μηχανισμούς για τον σαφή εντοπισμό και τη διαχείριση των ενδεχόμενων δυσμενών συνεπειών που δύναται να έχει για τη λειτουργία του ΠΜΔ ή ΜΟΔ, ή για τα μέλη ή τους συμμετέχοντες και χρήστες του, κάθε σύγκρουση συμφερόντων μεταξύ, αφενός, των συμφερόντων του ΠΜΔ, του ΜΟΔ, των ιδιοκτητών τους ή της ΚΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΠΜΔ ή ΜΟΔ και, αφετέρου, της ορθής λειτουργίας του ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

(5) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ συμμορφώνονται με τα άρθρα 49 και 50 και καθιερώνουν όλα τα απαραίτητα αποτελεσματικά συστήματα, διαδικασίες και μηχανισμούς για να το πετύχουν.

(6) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ -

(α) Ενημερώνουν σαφώς τα μέλη ή τους συμμετέχοντες σε αυτούς για τις αντίστοιχες ευθύνες τους όσον αφορά το διακανονισμό των συναλλαγών που εκτελούνται εντός του εν λόγω συστήματος∙ και

(β) καθιερώνουν τους απαραίτητους μηχανισμούς για τη διευκόλυνση του αποδοτικού διακανονισμού των συναλλαγών που διενεργούνται στα πλαίσια των συστημάτων του εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

(7) Οι ΠΜΔ και οι ΜΟΔ έχουν τουλάχιστον τρία ουσιωδώς ενεργά μέλη ή χρήστες, καθένας από τους οποίους έχει τη δυνατότητα να αλληλεπιδρά με όλους τους υπόλοιπους όσον αφορά τη διαμόρφωση των τιμών.

(8) Εάν κινητή αξία εισαχθείσα προς διαπραγμάτευση σε ρυθμιζόμενη αγορά αποτελεί επίσης αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε ΠΜΔ ή ΜΟΔ χωρίς τη συγκατάθεση του εκδότη της, ο εκδότης δεν υπόκειται σε καμία υποχρέωση όσον αφορά την αρχική, συνεχή ή κατά περίπτωση κοινοποίηση χρηματοοικονομικών πληροφοριών σχετικών με τον εν λόγω ΠΜΔ ή ΜΟΔ.

(9) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ συμμορφώνονται αμέσως με κάθε εντολή της Επιτροπής, σύμφωνα με το άρθρο 70(2), για την αναστολή της διαπραγμάτευσης ή τη διαγραφή συγκεκριμένου χρηματοοικονομικού μέσου.

(10) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ ή ΜΟΔ παρέχουν στην Επιτροπή λεπτομερή περιγραφή της λειτουργίας του ΠΜΔ ή του ΜΟΔ, περιλαμβανομένων, χωρίς επηρεασμό του άρθρου 21(1), (4) και (5), κάθε είδους δεσμού με ή συμμετοχής από ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή ΜΟΔ ή συστηματικό εσωτερικοποιητή που ανήκει στην ίδια ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς, καθώς και κατάλογο των μελών, των συμμετεχόντων ή/και χρηστών τους. Η Επιτροπή διαθέτει, μετά από σχετικό αίτημα, τις πληροφορίες αυτές στην ΕΑΚΑΑ. Κάθε χορήγηση άδειας λειτουργίας ΠΜΔ ή ΜΟΔ σε ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας γνωστοποιείται από την Επιτροπή στην ΕΑΚΑΑ.

Ειδικές απαιτήσεις για τους ΠΜΔ

20.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ, επιπροσθέτως της εκπλήρωσης των απαιτήσεων των άρθρων 17 και 19, θεσπίζουν και εφαρμόζουν μη παρέχοντες διακριτική ευχέρεια κανόνες για την εκτέλεση εντολών στο σύστημα.

(2) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας διασφαλίζουν ότι οι κανόνες που αναφέρονται στο άρθρο 19(3) και διέπουν την πρόσβαση σε ΠΜΔ, συμμορφώνονται με τους όρους του άρθρου 54(3).

(3) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ οφείλουν να διαθέτουν μηχανισμούς ώστε-

(α) Να έχουν κατάλληλα μέσα που να τους επιτρέπει να διαχειρίζονται τους κινδύνους στους οποίους είναι εκτεθειμένοι, να εφαρμόζουν κατάλληλους μηχανισμούς και συστήματα για τον εντοπισμό όλων των σημαντικών για τη λειτουργία τους κινδύνων και να έχουν λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τον περιορισμό αυτών των κινδύνων· και

(β) να έχουν αποτελεσματικούς μηχανισμούς που να διευκολύνουν την αποδοτική και έγκαιρη οριστικοποίηση των συναλλαγών που εκτελούνται στα συστήματα τους∙ και

(γ) να διαθέτουν, κατά το χρόνο της χορήγησης της άδειας λειτουργίας τους και σε συνεχή βάση, επαρκείς οικονομικούς πόρους για να διευκολύνεται η εύρυθμη λειτουργία τους, λαμβανομένης υπόψη της φύσης και το μέγεθος των συναλλαγών που διενεργούνται στην αγορά, καθώς και του φάσματος και του βαθμού των κινδύνων στους οποίους είναι εκτεθειμένοι.

(4) Τα άρθρα 25 και 26, το άρθρο 28(1), (2) και (4) έως (10) και το άρθρο 29 δεν εφαρμόζονται στις συναλλαγές που διενεργούνται βάσει των κανόνων που διέπουν έναν ΠΜΔ, μεταξύ των μελών του ή συμμετεχόντων σε αυτόν, ή μεταξύ του ΠΜΔ και των μελών του ή των συμμετεχόντων σε αυτόν σε σχέση με τη χρήση του ΠΜΔ. Ωστόσο, τα μέλη ενός ΠΜΔ ή οι συμμετέχοντες σε αυτόν συμμορφώνονται προς τις προβλεπόμενες στα άρθρα 25, 26, 28 και 29 υποχρεώσεις έναντι των πελατών τους όταν, ενεργώντας για λογαριασμό των πελατών τους, εκτελούν εντολές τους μέσω των συστημάτων ενός ΠΜΔ.

(5) Απαγορεύεται στις ΚΕΠΕΥ και στους διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΠΜΔ να εκτελούν εντολές πελατών έναντι ιδίων κεφαλαίων ή να καταρτίζουν αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό.

Ειδικές απαιτήσεις για τους ΜΟΔ

21.-(1) Οι ΚΕΠΕΥ και οι διαχειριστές αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζονται ΜΟΔ θεσπίζουν μηχανισμούς που να αποτρέπουν την εκτέλεση εντολών πελατών σε ένα ΜΟΔ έναντι των ιδίων κεφαλαίων της ΚΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ ή οποιασδήποτε οντότητας που αποτελεί μέρος του ίδιου ομίλου ή νομικού προσώπου με την ΚΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας.

(2)(α) ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό σε ομόλογα, δομημένα χρηματοοικονομικά προϊόντα, δικαιώματα εκπομπής και ορισμένα παράγωγα, μόνον εφόσον ο πελάτης έχει δώσει τη συγκατάθεσή του για τη διαδικασία.

(β) Η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δεν δύναται, για την εκτέλεση εντολών πελατών στο πλαίσιο του ΜΟΔ, να καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό επί παραγώγων που ανήκουν σε κατηγορία παραγώγων, η οποία έχει χαρακτηρισθεί ως υποκείμενη στην υποχρέωση εκκαθάρισης σύμφωνα με το Άρθρο 5 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012.

(γ) Η ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ θεσπίζει μηχανισμούς που εξασφαλίζουν τη συμμόρφωση με τον ορισμό του όρου «αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό» στο άρθρο 2(1).

(3) Η ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να διενεργεί συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό, πέραν της κατάρτισης αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό, μόνο όσον αφορά κρατικούς χρεωστικούς τίτλους για τους οποίους δεν υπάρχει ρευστή αγορά.

(4) Απαγορεύεται η λειτουργία ΜΟΔ και συστηματικού εσωτερικοποιητή εντός της ίδιας νομικής οντότητας. Απαγορεύεται ένας ΜΟΔ να συνδέεται με συστηματικό εσωτερικοποιητή, κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ των εντολών στον ΜΟΔ και των εντολών ή των προσφορών στον συστηματικό εσωτερικοποιητή. Απαγορεύεται ένας ΜΟΔ να συνδέεται με άλλον ΜΟΔ, κατά τρόπο που να επιτρέπει την αλληλεπίδραση μεταξύ εντολών σε διαφορετικούς ΜΟΔ.

(5)(α) Η ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να εμπλέκει άλλη ΕΠΕΥ για την παροχή ειδικής διαπραγμάτευσης στον ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση.

(β) Για τους σκοπούς του παρόντος άρθρου, η ΕΠΕΥ δεν θεωρείται ότι παρέχει ειδική διαπραγμάτευση σε ΜΟΔ σε ανεξάρτητη βάση, εάν έχει στενούς δεσμούς με την ΚΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ.

(6)(α) Η εκτέλεση εντολών σε ΜΟΔ διεξάγεται στη βάση διακριτικής ευχέρειας.

(β) ΚΕΠΕΥ ή διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ ασκεί διακριτική ευχέρεια μόνο σε οποιαδήποτε ή και στις δυο από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

(i) Όταν αποφασίζει την εισαγωγή ή απόσυρση εντολής στον ΜΟΔ που διαχειρίζεται·

(ii) όταν αποφασίζει να μην αντιστοιχίσει συγκεκριμένη εντολή πελάτη με άλλες εντολές που είναι διαθέσιμες στα συστήματα σε δεδομένη στιγμή, υπό την προϋπόθεση ότι συμμορφώνεται με συγκεκριμένες οδηγίες που έχει λάβει από τον πελάτη και με τις υποχρεώσεις που επιβάλλει το άρθρο 28.

(γ) Για το σύστημα που διασταυρώνει εντολές πελατών, η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται ΜΟΔ δύναται να αποφασίζει εάν, πότε και πόσες εκ των δύο ή περισσότερων εντολών επιθυμεί να ταυτίσει εντός του συστήματος. Σύμφωνα με τα εδάφια (1), (2), (4) και (5) και χωρίς επηρεασμό του εδαφίου (3), για σύστημα που ρυθμίζει συναλλαγές σε μη μετοχικές αξίες, η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας που διαχειρίζεται τον ΜΟΔ δύναται να διευκολύνει τη διαπραγμάτευση μεταξύ πελατών, προκειμένου να υπάρξει προσέγγιση δύο ή περισσοτέρων δυνητικά συμβατών συναλλακτικών συμφερόντων σε μια συναλλαγή.

(δ) Η κατά την παράγραφο (α) υποχρέωση εφαρμόζεται χωρίς επηρεασμό των άρθρων 19 και 28.

(7) Η Επιτροπή δύναται να απαιτεί, είτε όταν μια ΚΕΠΕΥ ή ένας διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας αιτείται άδεια για τη λειτουργία ΜΟΔ είτε κατά περίπτωση, λεπτομερή περιγραφή των λόγων για τους οποίους το σύστημα δεν αντιστοιχεί σε και δεν μπορεί να λειτουργήσει ως ρυθμιζόμενη αγορά, ΠΜΔ ή συστηματικός εσωτερικοποιητής, καθώς και λεπτομερή περιγραφή του τρόπου με τον οποίο θα ασκείται η διακριτική ευχέρεια, ειδικότερα πότε μια εντολή στον ΜΟΔ δύναται να αποσυρθεί και πότε και πώς δύο ή περισσότερες εντολές πελατών θα ταυτίζονται στον ΜΟΔ. Επιπλέον, η ΚΕΠΕΥ ή ο διαχειριστής αγοράς της Δημοκρατίας ενός ΜΟΔ παρέχει στην Επιτροπή πληροφορίες σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο καταρτίζει αντιστοιχισμένες συναλλαγές για ίδιο λογαριασμό. Η Επιτροπή επιβλέπει την κατάρτιση αντιστοιχισμένων συναλλαγών για ίδιο λογαριασμό από την ΚΕΠΕΥ ή τον διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας, ώστε να εξασφαλίζει τη συνέχιση της συμμόρφωσης του με τον ορισμό του όρου «αντιστοιχισμένη συναλλαγή για ίδιο λογαριασμό» στο άρθρο 2(1) και ότι η κατάρτιση αντιστοιχισμένης συναλλαγής για ίδιο λογαριασμό δεν προκαλεί συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ της ΚΕΠΕΥ ή του διαχειριστή αγοράς της Δημοκρατίας και των πελατών τους.

(8) Τα άρθρα 25, 26, 28 και 29 εφαρμόζονται στις συναλλαγές που συνάπτονται σε έναν ΜΟΔ.