40.-(1) Επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να παρέχει στη Δημοκρατία επενδυτικές υπηρεσίες ή να ασκεί επενδυτικές δραστηριότητες με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες προς ιδιώτες πελάτες ή προς επαγγελματίες πελάτες κατά την έννοια του Μέρους II του Δεύτερου Παραρτήματος, οφείλει να εγκαταστήσει, για τον σκοπό αυτό, υποκατάστημα στη Δημοκρατία.
(2) Το υποκατάστημα που αναφέρεται στο εδάφιο (1) λαμβάνει, κατά περίπτωση, προηγούμενη άδεια λειτουργίας από την Επιτροπή δυνάμει του παρόντος Νόμου ή από την Κεντρική Τράπεζα δυνάμει των περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμων του 1997 έως 2016 ως διορθώθηκαν, σύμφωνα με τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) Η παροχή των υπηρεσιών για τις οποίες η επιχείρηση τρίτης χώρας ζητά άδεια λειτουργίας υπόκειται σε χορήγηση άδειας λειτουργίας και εποπτεία στην τρίτη χώρα όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση και η αιτούσα επιχείρηση έχει λάβει κατάλληλη άδεια λειτουργίας, σύμφωνα με την οποία η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα λαμβάνει δεόντως υπόψη οποιεσδήποτε συστάσεις της Financial Action Task Force (FATF) για την καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας·
(β) έχουν συμφωνηθεί, μεταξύ αφενός της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζας και αφετέρου της αρμόδιας αρχής της τρίτης χώρας όπου είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση, ρυθμίσεις συνεργασίας που συμπεριλαμβάνουν πρόνοιες για την ανταλλαγή πληροφοριών για το σκοπό της διατήρησης της ακεραιότητας της αγοράς και της προστασίας των επενδυτών·
(γ) το υποκατάστημα έχει στη διάθεσή του επαρκές αρχικό κεφάλαιο·
(δ) ένα ή περισσότερα πρόσωπα ορίζονται υπεύθυνα για τη διοίκηση του υποκαταστήματος, και συμμορφώνονται όλα με τις απαιτήσεις των άρθρων 9 και 10 του παρόντος Νόμου·
(ε) η τρίτη χώρα στην οποία είναι εγκατεστημένη η επιχείρηση της τρίτης χώρας έχει συνάψει συμφωνία με τη Δημοκρατία, η οποία είναι απολύτως σύμφωνη με τα πρότυπα που ορίζονται στο άρθρο 26 του Υποδείγματος Φορολογικής Σύμβασης Εισοδήματος και Κεφαλαίου του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) και εξασφαλίζει αποτελεσματική ανταλλαγή πληροφοριών σε φορολογικά θέματα, συμπεριλαμβανομένων τυχόν πολυμερών φορολογικών συμφωνιών·
(στ) η επιχείρηση συμμετέχει σε σύστημα αποζημίωσης των επενδυτών που έχει συσταθεί ή αναγνωριστεί σύμφωνα με την Οδηγία 1997/9/ΕΚ.
(3) Η επιχείρηση τρίτης χώρας που αναφέρεται στο εδάφιο (1) υποβάλλει την αίτησή της στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση.
41. Μια επιχείρηση τρίτης χώρας που σκοπεύει να λάβει άδεια λειτουργίας για την παροχή επενδυτικών υπηρεσιών ή την άσκηση επενδυτικών δραστηριοτήτων με ή χωρίς παρεπόμενες υπηρεσίες στη Δημοκρατία μέσω υποκαταστήματος, παρέχει στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, τα εξής:
(α) Το όνομα της αρμόδιας εποπτικής αρχής στην οικεία τρίτη χώρα και, όταν για την εποπτεία είναι υπεύθυνες περισσότερες από μία αρχές, λεπτομέρειες για τα αντίστοιχα πεδία αρμοδιοτήτων·
(β) όλα τα σχετικά στοιχεία της επιχείρησης (επωνυμία, νομική μορφή, εγγεγραμμένο γραφείο και διεύθυνση, μέλη του διοικητικού οργάνου, μέτοχοι) και πρόγραμμα δραστηριοτήτων με τις επενδυτικές υπηρεσίες ή/και επενδυτικές δραστηριότητες, καθώς και τις παρεπόμενες υπηρεσίες που θα παρέχονται, και την οργανωτική δομή του υποκαταστήματος, περιλαμβανομένης της περιγραφής οποιασδήποτε εξωτερικής ανάθεσης σημαντικών επιχειρησιακών λειτουργιών σε τρίτους·
(γ) τα ονόματα των υπευθύνων για τη διοίκηση του υποκαταστήματος και τα σχετικά έγγραφα με τα οποία αποδεικνύεται η συμμόρφωση με τις απαιτήσεις των άρθρων 9 και 10·
(δ) πληροφορίες σχετικά με το αρχικό κεφάλαιο που έχει στη διάθεσή του το υποκατάστημα.
42.-(1)(α) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, χορηγεί άδεια λειτουργίας μόνο εφόσον ικανοποιηθεί ότι-
(i) πληρούνται οι όροι του άρθρου 40∙ και
(ii) το υποκατάστημα της επιχείρησης τρίτης χώρας δύναται να συμμορφώνεται με τις διατάξεις των εδαφίων (2) και (3).
(β) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, ενημερώνει την επιχείρηση τρίτης χώρας, εντός έξι (6) μηνών από την υποβολή πλήρους αίτησης κατά πόσο της χορηγείται ή όχι η άδεια λειτουργίας.
(2)(α) Υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που του χορηγείται άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις που προβλέπονται στα άρθρα 17, 18, 19, 20, 21, 24, 25, 26, 28, 29(1), 31, 32 και 33 του παρόντος Νόμου, στα Άρθρα 3 έως 26 του Κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 600/2014 και στα μέτρα που θεσπίζονται κατ’ εφαρμογή του εν λόγω Κανονισμού ή/και της Οδηγίας 2014/65/ΕΕ και υπόκειται στην εποπτεία της Επιτροπής ή της Κεντρικής Τράπεζας, ανάλογα με την περίπτωση.
(β) Η οργάνωση και λειτουργία υποκαταστήματος επιχείρησης τρίτης χώρας για θέματα που ρυθμίζονται από τον παρόντα Νόμο δεν υπόκεινται σε επιπρόσθετες απαιτήσεις και το υποκατάστημα δεν τυγχάνει ευνοϊκότερης μεταχείρισης από τις ενωσιακές επιχειρήσεις.
(γ) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, γνωστοποιούν στην ΕΑΚAA, σε ετήσια βάση, κατάλογο των υποκαταστημάτων επιχειρήσεων τρίτων χωρών που δραστηριοποιούνται στη Δημοκρατία.
(3) Υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας, που του χορηγήθηκε άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), υποβάλλει στην Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, σε ετήσια βάση, τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) Την κλίμακα και το φάσμα των παρεχόμενων υπηρεσιών και των ασκούμενων δραστηριοτήτων από το υποκατάστημα στη Δημοκρατία·
(β) για επιχειρήσεις τρίτης χώρας που εκτελούν τη δραστηριότητα του σημείου 3 του Μέρους Ι του Πρώτου Παραρτήματος, το μηνιαίο ελάχιστο, μέσο και μέγιστο άνοιγμά τους σε αντισυμβαλλόμενους από την Ευρωπαϊκή Ένωση·
(γ) για επιχειρήσεις τρίτης χώρας που παρέχουν μία ή αμφότερες τις υπηρεσίες του σημείου 6 του Μέρους Ι του Πρώτου Παραρτήματος, τη συνολική αξία των χρηματοοικονομικών μέσων που προέρχονται από αντισυμβαλλόμενους από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία αποτέλεσαν αντικείμενο αναδοχής ή τοποθετήθηκαν με δέσμευση ανάληψης τους προηγούμενους δώδεκα (12) μήνες·
(δ) τον κύκλο εργασιών και τη συνολική αξία των στοιχείων του ενεργητικού που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες και δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α)·
(ε) λεπτομερή περιγραφή των ρυθμίσεων για την προστασία των επενδυτών που διατίθενται στους πελάτες του υποκαταστήματος, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων των πελατών που προκύπτουν από το σύστημα αποζημίωσης επενδυτών, κατά τα οριζόμενα στην παράγραφο (στ) του εδαφίου (2) του άρθρου 40·
(στ) την πολιτική του υποκαταστήματος για τη διαχείριση κινδύνων και τις ρυθμίσεις που εφαρμόζονται από το υποκατάστημα για τις υπηρεσίες και τις δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (α)·
(ζ) τις ρυθμίσεις διακυβέρνησης, συμπεριλαμβανομένων των προσώπων που κατέχουν καίριες θέσεις για τις δραστηριότητες του υποκαταστήματος·
(η) κάθε άλλη πληροφορία που κρίνεται αναγκαία από την Επιτροπή ή την Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, για την ενδελεχή παρακολούθηση των δραστηριοτήτων του υποκαταστήματος.
(4) Η Επιτροπή ή η Κεντρική Τράπεζα, ανάλογα με την περίπτωση, παρέχει στην ΕΑΚΑΑ κατόπιν αιτήματός της τις ακόλουθες πληροφορίες:
(α) Τις άδειες λειτουργίας για τα υποκαταστήματα που τους χορηγήθηκε άδεια σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) και κάθε μεταγενέστερη αλλαγή των εν λόγω αδειών·
(β) την κλίμακα και το φάσμα των υπηρεσιών που παρέχονται και των δραστηριοτήτων που ασκούνται από αδειοδοτημένο υποκατάστημα στη Δημοκρατία·
(γ) τον κύκλο εργασιών και τα συνολικά στοιχεία ενεργητικού που αντιστοιχούν στις υπηρεσίες και δραστηριότητες που αναφέρονται στην παράγραφο (β)· και
(δ) την επωνυμία του ομίλου τρίτης χώρας στον οποίο ανήκει υποκατάστημα που του έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1).
(5) Η Επιτροπή και η Κεντρική Τράπεζα συνεργάζονται στενά με τις αρμόδιες αρχές των οντοτήτων που αποτελούν μέλη του ομίλου στον οποίο ανήκει υποκατάστημα επιχείρησης τρίτης χώρας που του έχει χορηγηθεί άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), την ΕΑΚΑΑ και την ΕΑΤ, προκειμένου να διασφαλίσουν ότι όλες οι δραστηριότητες του ομίλου στην Ευρωπαϊκή Ένωση υπόκεινται σε πλήρη, συνεπή και αποτελεσματική εποπτεία, σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013, τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 600/2014, τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 2019/2033 και τις εναρμονιστικές με την Οδηγία 2013/36/ΕΕ ή/και με την Οδηγία (ΕΕ) 2019/2036 νομοθετικές διατάξεις.
43.-(1) Σε περίπτωση που, με αποκλειστική πρωτοβουλία ιδιώτη πελάτη ή επαγγελματία πελάτη, κατά την έννοια του Μέρους II του Δεύτερου Παραρτήματος, εγκατεστημένου ή ευρισκόμενου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, παρέχεται σε αυτόν επενδυτική υπηρεσία ή ασκείται επενδυτική δραστηριότητα από επιχείρηση τρίτης χώρας, η απαίτηση για χορήγηση άδειας λειτουργίας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 40 δεν εφαρμόζεται για την παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή δραστηριότητας από την επιχείρηση της τρίτης χώρας στο πρόσωπο αυτό, περιλαμβανομένης της σχέσης που αφορά συγκεκριμένα στην παροχή της εν λόγω υπηρεσίας ή στην άσκηση της εν λόγω δραστηριότητας.
(2) Σε περίπτωση που επιχείρηση τρίτης χώρας, χωρίς επηρεασμό των σχέσεων εντός του ομίλου της, προσεγγίζει πελάτες ή δυνητικούς πελάτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μεταξύ άλλων, είτε μέσω οντότητας που ενεργεί για λογαριασμό της είτε μέσω οντότητας που διατηρεί στενούς δεσμούς μαζί της είτε μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου που ενεργεί για λογαριασμό της οντότητας, η εν λόγω προσέγγιση δεν λογίζεται ως υπηρεσία που παρέχεται με αποκλειστική πρωτοβουλία του πελάτη.
(3) Η προβλεπόμενη στο εδάφιο (1) πρωτοβουλία πελάτη δεν παρέχει στην επιχείρηση της τρίτης χώρας το δικαίωμα να διαθέτει στον συγκεκριμένο πελάτη με άλλον τρόπο, εκτός μέσω υποκαταστήματος, νέες κατηγορίες επενδυτικών προϊόντων ή επενδυτικών υπηρεσιών.