54.-(1) Ο Επίτροπος δύναται να επιβάλει στην αρμόδια αρχή που ενεργεί ως υπεύθυνος επεξεργασίας, διοικητικό πρόστιμο για παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, το οποίο δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες (€100.000) ευρώ.
(2) Σε περίπτωση άρνησης ή παράλειψης πληρωμής του διοικητικού προστίμου το οποίο επιβάλλεται από τον Επίτροπο, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, λαμβάνονται δικαστικά μέτρα προς είσπραξη του οφειλόμενου ποσού ως αστικού χρέους οφειλόμενου προς τη Δημοκρατία.
(3) Για την επιβολή διοικητικού προστίμου, λαμβάνονται δεόντως υπόψη τα ακόλουθα:
(α) Η φύση, η βαρύτητα και η διάρκεια της παράβασης, λαμβάνοντας υπόψη τη φύση, την έκταση ή το σκοπό της σχετικής επεξεργασίας, καθώς και τον αριθμό των υποκειμένων των δεδομένων που έθιξε η παράβαση και ο βαθμός ζημιάς που υπέστησαν·
(β) οποιεσδήποτε ενέργειες στις οποίες προέβη ο υπεύθυνος επεξεργασίας ή ο εκτελών την επεξεργασία για να μετριάσει τη ζημία που υπέστησαν τα υποκείμενα των δεδομένων ·
(γ) ο βαθμός ευθύνης του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, λαμβάνοντας υπόψη τα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα που εφαρμόζουν δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 22 και 32·
(δ) τυχόν σχετικές προηγούμενες παραβάσεις του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία·
(ε) ο βαθμός συνεργασίας με τον Επίτροπο για την επανόρθωση της παράβασης και τον περιορισμό των πιθανών δυσμενών επιπτώσεών της·
(στ) οι κατηγορίες δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα που επηρεάζει η παράβαση·
(ζ) σε περίπτωση που διατάχθηκε προηγουμένως η λήψη μέτρων, στο πλαίσιο των εξουσιών του Επιτρόπου που αναφέρονται στο άρθρο 47 κατά του εμπλεκόμενου υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, ο βαθμός συμμόρφωσης με τα εν λόγω μέτρα.
(4) Ο Επίτροπος επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1), σε υπεύθυνο επεξεργασίας ο οποίος-
(α) Δεν συνεργάζεται με τον Επίτροπο κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 28 και εμποδίζει ή παρακωλύει την άσκηση των εξουσιών του Επιτρόπου που προβλέπονται στο άρθρο 46,
(β) δεν τηρεί το αρχείο δραστηριοτήτων ή δεν επικαιροποιεί το αρχείο αυτό ή αρνείται να θέσει το αρχείο αυτό στη διάθεση του Επιτρόπου κατόπιν αιτήματος ή παρέχει στον Επίτροπο ψευδείς, ανακριβείς, ελλιπείς ή παραπλανητικές πληροφορίες σχετικά με το αρχείο αυτό, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 26,
(γ) δεν τηρεί καταχωρήσεις για τις πράξεις επεξεργασίας σε συστήματα αυτοματοποιημένης επεξεργασίας σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 27 ή χρησιμοποιεί τις καταχωρήσεις για σκοπούς άλλους από αυτούς που προβλέπονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 27 ή αρνείται να θέσει τις καταχωρήσεις στον Επίτροπο κατόπιν αιτήματος, κατά παράβαση των διατάξεων του εδαφίου (4) του άρθρου 27,
(δ) δεν γνωστοποιεί στον Επίτροπο παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα όπως προβλέπεται στο εδάφιο (1) του άρθρου 33, ή
(ε) δεν γνωστοποιεί στο υποκείμενο των δεδομένων παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 34.
55.-(1) Διαπράττει αδίκημα-
(α) Ο εκτελών την επεξεργασία ο οποίος καθορίζει τους σκοπούς και τον τρόπο επεξεργασίας κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (5) του άρθρου 24,
(β) ο εκτελών την επεξεργασία ο οποίος έχει πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα και τα επεξεργάζεται χωρίς την εντολή του υπευθύνου επεξεργασίας κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 25,
(γ) το πρόσωπο το οποίο, ενεργώντας υπό την εποπτεία του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία έχει πρόσβαση σε δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, και τα επεξεργάζεται χωρίς την εντολή του υπευθύνου επεξεργασίας ή του εκτελούντος την επεξεργασία, κατά παράβαση των διατάξεων του άρθρου 25,
(δ) ο εκτελών την επεξεργασία ο οποίος δεν γνωστοποιεί στον υπεύθυνο επεξεργασίας παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα, όπως προβλέπεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 33,
(ε) το πρόσωπο το οποίο εκ προθέσεως εμποδίζει τον υπεύθυνο προστασίας δεδομένων στην εκτέλεση των καθηκόντων του, σύμφωνα με το άρθρο 37, ιδιαίτερα αυτών που αφορούν τη συνεργασία με τον Επίτροπο,
(στ) το πρόσωπο το οποίο διαβιβάζει δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα σε τρίτη χώρα ή σε διεθνή οργανισμό, κατά παράβαση των διατάξεων του Μέρους V του παρόντος Νόμου,
(ζ) το πρόσωπο το οποίο, χωρίς δικαίωμα επεμβαίνει με οποιοδήποτε τρόπο σε σύστημα αρχειοθέτησης δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή λαμβάνει γνώση των δεδομένων αυτών ή τα αφαιρεί, αλλοιώνει, βλάπτει, καταστρέφει, επεξεργάζεται, εκμεταλλεύεται με οποιοδήποτε τρόπο, μεταδίδει, ανακοινώνει, τα καθιστά προσιτά σε μη δικαιούμενα πρόσωπα ή επιτρέπει στα πρόσωπα αυτά να λάβουν γνώση των εν λόγω δεδομένων, για οποιοδήποτε σκοπό.
(2) Πρόσωπο το οποίο διαπράττει οποιοδήποτε από τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) αδικήματα υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δέκα χιλιάδες ευρώ (€10.000) ή/και στις δύο αυτές ποινές.
(3) Πρόσωπο το οποίο διαπράττει οποιοδήποτε από τα αναφερόμενα στο εδάφιο (1) αδικήματα με σκοπό την αποκόμιση οικονομικού ή άλλου προσωπικού οφέλους ή την πρόκληση οποιασδήποτε ζημιάς σε άλλο πρόσωπο υπόκειται, σε περίπτωση καταδίκης του, σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα τρία (3) έτη ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις τριάντα χιλιάδες ευρώ (€30.000) ή/και στις δύο αυτές ποινές.
(4) Άνευ επηρεασμού των διατάξεων του περί Ποινικού Κώδικα Νόμου, σε περίπτωση που πράξεις που αναφέρονται στο εδάφιο (1) βλάπτουν τα συμφέροντα της Δημοκρατίας ή προκαλούν οποιασδήποτε μορφής απειλή για την εθνική ασφάλεια ή/και τη δημόσια τάξη, τούτο καθίσταται επιβαρυντικός παράγοντας και, σε περίπτωση που πρόσωπο καταδικάζεται για τέτοιο αδίκημα, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τα πέντε (5) έτη ή χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πενήντα χιλιάδες ευρώ (€50.000) ή/και στις τις δύο αυτές ποινές.
(5) Πρόσωπο το οποίο δεν συμμορφώνεται με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, κατά τη διενέργεια πράξης επεξεργασίας η οποία δεν συνιστά αδίκημα σύμφωνα με τις διατάξεις του εδαφίου (1), είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει το ένα (1) έτος ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις πέντε χιλιάδες ευρώ (€5000) ή/και στις δύο αυτές ποινές.