20.-(1) Συνιστάται Πειθαρχική Επιτροπή για την άσκηση πειθαρχικής εξουσίας στους ορκωτούς μεταφραστές.
(2) Η Πειθαρχική Επιτροπή είναι πενταμελής και αποτελείται από-
(α) Το γενικό διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών ή τον ασκούντα καθήκοντα αναπληρωτή αυτού, ως εκ της θέσεώς του, ή ανώτερο λειτουργό του Υπουργείου Εσωτερικών που ορίζεται από τον Υπουργό αντί αυτού∙
(β) έναν ανώτερο λειτουργό του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών, που ορίζεται από τον Διευθυντή∙
(γ) έναν νομικό λειτουργό που υποδεικνύεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας∙
(δ) δύο (2) ορκωτούς μεταφραστές οι οποίοι εκλέγονται από τη γενική συνέλευση του Συλλόγου:
Νοείται ότι μέλη που συμμετέχουν στο Συμβούλιο δεν δύναται να συμμετέχουν στην Πειθαρχική Επιτροπή.
(3) Καθήκοντα προέδρου της Πειθαρχικής Επιτροπής εκτελεί ο γενικός διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών ή ο ανώτερος λειτουργός του Υπουργείου Εσωτερικών, που ορίζεται από τον Υπουργό αντί αυτού δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (α) του εδαφίου (2)∙ σε περίπτωση δε απουσίας ή προσωρινού κωλύματος αυτών, καθήκοντα προέδρου ασκεί ο ανώτερος λειτουργός του Γραφείου Τύπου και Πληροφοριών που ορίζεται από τον Διευθυντή δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (β) του εδαφίου (2).
(4) Η θητεία της Πειθαρχικής Επιτροπής είναι τριετής:
(5) Ο πρόεδρος της Πειθαρχικής Επιτροπής ή το μέλος που ασκεί καθήκοντα προέδρου και δύο (2) άλλα μέλη αυτής αποτελούν απαρτία.
(6) Η Πειθαρχική Επιτροπή επιλαμβάνεται καταγγελιών που έχουν παραπεμφθεί ενώπιόν της από το Συμβούλιο και ορίζει κατά την κρίση της ένα ή περισσότερα μέλη της ως ερευνώντες λειτουργούς.
(7) Οι αποφάσεις της Πειθαρχικής Επιτροπής λαμβάνονται με πλειοψηφία. σε περίπτωση δε ισοψηφίας, ο πρόεδρός της ή το μέλος που ασκεί καθήκοντα προέδρου έχει δεύτερη ή νικώσα ψήφο.
(8) Σε περίπτωση που καταγγελία στρέφεται εναντίον ενός εκ των μελών της Πειθαρχικής Επιτροπής ή μέλος της Πειθαρχικής Επιτροπής έχει οποιαδήποτε ιδιάζουσα σχέση ή συμφέρον ως προς το πρόσωπο του καταγγέλλοντα ή του καταγγελλόμενου, το μέλος αυτό αντικαθίσταται από άλλο μέλος που ορίζεται από τον Υπουργό για σκοπούς διεκπεραίωσης της πειθαρχικής διαδικασίας.
21. Ορκωτός μεταφραστής υπόκειται σε πειθαρχική δίωξη που ασκείται εναντίον του-
(α) Έπειτα από καταδίκη του από δικαστήριο για αδίκημα που ενέχει ηθική αισχρότητα ή έλλειψη τιμιότητας∙
(β) εάν κατά την κρίση της Πειθαρχικής Επιτροπής, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή της, επέδειξε κατά την εκτέλεση της εργασίας του διαγωγή ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του ορκωτού μεταφραστή ή/και αντίθετη με τις υποχρεώσεις του που καθορίζονται στις διατάξεις των εδαφίων (3) και (4) του άρθρου 12∙
(γ) εάν πέτυχε την εγγραφή του στο Μητρώο ως ορκωτός μεταφραστής διά ψευδών ή δόλιων παραστάσεων.
22.-(1) Κάθε καταγγελία εναντίον ορκωτού μεταφραστή για ενδεχόμενη διάπραξη αδικήματος δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 21 γίνεται στο Συμβούλιο και αντίγραφό της κοινοποιείται στο διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου.
(2) Σε περίπτωση που καταγγελθεί στο Συμβούλιο ή σε περίπτωση που το Συμβούλιο, με ειδικώς αιτιολογημένη απόφασή του, διαπιστώσει ότι ορκωτός μεταφραστής ενδέχεται να έχει διαπράξει πειθαρχικό αδίκημα, το Συμβούλιο παραπέμπει την υπόθεση στην Πειθαρχική Επιτροπή.
(3) Η έρευνα από έναν ή περισσότερους ερευνώντες λειτουργούς διεξάγεται το ταχύτερο δυνατό και στο πλαίσιο διεξαγωγής της οι ερευνώντες λειτουργοί έχουν εξουσία να ακούσουν οποιουσδήποτε μάρτυρες ή να λάβουν έγγραφες καταθέσεις από οποιοδήποτε πρόσωπο.
(4) Ο καταγγελθείς ορκωτός μεταφραστής δικαιούται να γνωρίζει την εναντίον του υπόθεση και έχει την ευκαιρία να ακουστεί, αφού λάβει αντίγραφο των καταθέσεων και των μαρτυριών.
(5) Μετά τη συμπλήρωση της έρευνας, υποβάλλεται στην Πειθαρχική Επιτροπή έκθεση από τον ερευνώντα λειτουργό ή τους ερευνώντες λειτουργούς και αυτή αποφασίζει κατά πόσο μπορεί να διατυπωθεί πειθαρχική κατηγορία κατά του ορκωτού μεταφραστή που έχει καταγγελθεί και σε περίπτωση καταφατικής απόφασης προβαίνει στη διατύπωση της κατηγορίας:
(6) Η Πειθαρχική Επιτροπή δύναται να απορρίψει, άνευ οποιασδήποτε περαιτέρω διαδικασίας, καταγγελία η οποία αφορά-
(α) Περιστατικό το οποίο έχει προηγουμένως καταγγελθεί και έχει ήδη τύχει διερεύνησης, επί του οποίου λήφθηκε απόφαση∙
(β) περιστατικό το οποίο έχει επισυμβεί σε χρόνο πέραν του ενός (1) έτους από την ημερομηνία υποβολής της καταγγελίας∙
(γ) περιστατικό που αποτελεί αντικείμενο ποινικής έρευνας ή ποινικής δίωξης, εκτός εάν πρόκειται για ποινικό αδίκημα που συνδέεται με παράβαση καθηκόντος ορκωτού μεταφραστή, σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του άρθρου 32.
(7) Η Πειθαρχική Επιτροπή, τον Ιανουάριο κάθε έτους ή όταν της ζητηθεί από το Συμβούλιο, αποστέλλει σε αυτό έκθεση στην οποία καταγράφεται ο αριθμός των καταγγελιών που υποβλήθηκαν κατά το προηγούμενο έτος, το αντικείμενό τους και η κατάληξή τους.
23.-(1) Εντός ενός (1) μηνός από την ημερομηνία λήψης της πειθαρχικής κατηγορίας από την Πειθαρχική Επιτροπή, αυτή δύναται να καλέσει ενώπιόν της τον ορκωτό μεταφραστή που έχει καταγγελθεί και ορίζει ημέρα και ώρα ακρόασης.
(2) Η εκδίκαση της υπόθεσης από την Πειθαρχική Επιτροπή διεξάγεται, τηρουμένων των αναλογιών, με τον ίδιο τρόπο όπως διεξάγεται η ακρόαση ποινικής υπόθεσης που εκδικάζεται συνοπτικά:
(3) Η Πειθαρχική Επιτροπή έχει εξουσία να-
(α) Καλεί μάρτυρες και να απαιτεί την προσέλευσή τους, καθώς και την προσέλευση του καταγγελθέντος, σύμφωνα με τη διαδικασία που τηρείται σε συνοπτικές δίκες∙
(β) απαιτεί την προσαγωγή κάθε εγγράφου που σχετίζεται με την κατηγορία.
(4) Κάθε απόφαση της Πειθαρχικής Επιτροπής πρέπει να είναι αιτιολογημένη και να υπογράφεται από τον πρόεδρό της.
24.-(1) Η Πειθαρχική Επιτροπή, σε περίπτωση που κρίνει τον καταγγελθέντα ένοχο πειθαρχικού αδικήματος, μπορεί να επιβάλει σε αυτόν μία από τις ακόλουθες ποινές:
(α) Γραπτή επίπληξη,
(β) αυστηρή γραπτή επίπληξη,
(γ) αναστολή της ισχύος της εγγραφής του ορκωτού μεταφραστή στο Μητρώο για χρονική περίοδο την οποία η Πειθαρχική Επιτροπή κρίνει πρέπουσα, που να μην υπερβαίνει όμως τα δύο (2) χρόνια,
(δ) τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), διαγραφή του ορκωτού μεταφραστή από το Μητρώο.
(2) Η ποινή της διαγραφής ορκωτού μεταφραστή από το Μητρώο δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) επιβάλλεται σε περίπτωση που ο ορκωτός μεταφραστής δεν πληροί πλέον όλες τις προϋποθέσεις για εγγραφή στο Μητρώο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, όσον αφορά ειδικότερα την εντιμότητα, την εχεμύθεια και την αμεροληψία αυτού ή την επαγγελματική του επάρκεια.
(3) Οποιαδήποτε απόφαση λαμβάνεται στο πλαίσιο πειθαρχικής διαδικασίας για αναστολή της ισχύος της εγγραφής ορκωτού μεταφραστή στο Μητρώο, καθώς και οποιαδήποτε απόφαση για άρση της εν λόγω αναστολής, δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.