2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Υφυπουργό Κοινωνικής Πρόνοιας παρά τω Προέδρωˑ
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«δημόσιος υπάλληλος» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμο∙
«εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου» σημαίνει πρόσωπο που έχει συνάψει σύμβαση εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Ρύθμισης της Απασχόλησης Εργοδοτουμένων Αορίστου και Εργοδοτουμένων Ορισμένου Χρόνου στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου·
«εργοδοτούμενος ορισμένου χρόνου» σημαίνει πρόσωπο που έχει συνάψει σύμβαση εργασίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του περί της Ρύθμισης της Απασχόλησης Εργοδοτουμένων Αορίστου και Εργοδοτουμένων Ορισμένου Χρόνου στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμου·
«νομοθεσία» σημαίνει τους νόμους και τους δυνάμει αυτών εκδιδόμενους Κανονισμούς και διατάγματα που αφορούν στις δραστηριότητες, εξουσίες και καθήκοντα των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας που βρίσκονται σε ισχύ κατά την αμέσως πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ημερομηνία·
«Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας» σημαίνει τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας, οι οποίες αμέσως πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου υπάγονταν στο Υπουργείο Εργασίας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων·
«υπάλληλος» σημαίνει υπάλληλο των Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας περιλαμβανομένου λειτουργού κοινωνικών υπηρεσιών, λειτουργού ευημερίας, ιδρυματικού λειτουργού και ωρομίσθιου υπαλλήλου, ο οποίος αμέσως πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου κατείχε μόνιμη θέση στις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας ή υπηρετούσε ως εργοδοτούμενος ορισμένου χρόνου ή ως εργοδοτούμενος αορίστου χρόνου ή ως ωρομίσθιος·
«Υφυπουργείο Κοινωνικής Πρόνοιας» ή «Υφυπουργείο» σημαίνει το Υφυπουργείο, το οποίο ιδρύεται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 3ˑ
«Υφυπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας παρά τω Προέδρω» ή «Υφυπουργός» σημαίνει πρόσωπο διοριζόμενο από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 6.