2.-(1) Στον παρόντα Νόμο, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«αδειοδοτούμενες εγκαταστάσεις» σημαίνει εγκαταστάσεις στις οποίες χορηγήθηκε άδεια από την αρμόδια αρχή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 11 του περί Βιομηχανικών Εκπομπών (Ολοκληρωμένη Πρόληψη και Έλεγχος της Ρύπανσης) Νόμου∙
«αμυλούχα φυτά» σημαίνει φυτά, στα οποία συγκαταλέγονται κυρίως τα σιτηρά, ανεξαρτήτως εάν χρησιμοποιείται μόνο ο σπόρος ή ολόκληρο το φυτό, όπως στην περίπτωση του χλωρού αραβόσιτου, οι κόνδυλοι και τα ριζώματα, όπως οι πατάτες, το κολοκάσι, οι γλυκοπατάτες, η μανιόκα και η διοσκουρέα, καθώς και οι βολβοί, όπως η κολοκασία η εδώδιμος και το ξανθόσωμα το βελόφυλλο·
«αναγέννηση δασών» σημαίνει την ανάπλαση δασικού είδους με φυσικά ή τεχνητά μέσα μετά την αφαίρεση του προηγούμενου είδους με υλοτομία ή ως αποτέλεσμα φυσικών αιτιών, περιλαμβανομένων των πυρκαγιών ή καταιγίδων·
«απόβλητα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Αποβλήτων Νόμου, με εξαίρεση των ουσιών που έχουν σκοπίμως τροποποιηθεί ή μολυνθεί, για να εμπίπτουν στον παρόντα ορισμό·
«απόβλητο καύσιμο» σημαίνει το πετρελαιοειδές το οποίο δεν δύναται να χρησιμοποιηθεί ως πετρελαιοειδές άλλης κατηγορίας και διατίθεται ως απόβλητο σύμφωνα με τον περί Αποβλήτων Νόμο·
«αποθήκη» σημαίνει οποιαδήποτε δεξαμενή αποθήκευσης πετρελαιοειδών και καυσίμων και περιλαμβάνει τις δεξαμενές των οχημάτων μεταφοράς πετρελαιοειδών και καυσίμων, τις δεξαμενές πετρελαιοειδών και καυσίμων πλοίων, τα ντεπόζιτα αποθήκευσης πετρελαιοειδών και καυσίμων που αποτελούν μέρος οποιουδήποτε συστήματος ή μηχανοκίνητων οχημάτων και οποιαδήποτε άλλη δεξαμενή για αποθήκευση πετρελαιοειδών και καυσίμων·
«Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη» σημαίνει την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Δημοκρατίας, όπως καθορίζεται στον περί της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης και Υφαλοκρηπίδας Νόμο·
«αρμόδια αρχή» σημαίνει τον Διευθυντή της Υπηρεσίας Ενέργειας του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας και περιλαμβάνει κάθε λειτουργό δεόντως εξουσιοδοτημένο από αυτόν για σκοπούς εφαρμογής του παρόντος Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Κανονισμών και Διαταγμάτων∙
«αρχείο προδιαγραφών» σημαίνει το σύνολο των εγγράφων που είναι καταχωρισμένα σε έντυπο και ηλεκτρονικό αρχείο του Υπουργείου που φέρει τον τίτλο: «Προδιαγραφές Καυσίμων»·
«Αρχή Λιμένων Κύπρου» σημαίνει την Αρχή Λιμένων Κύπρου η οποία καθιδρύεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του περί της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου·
«Αρχιεπιθεωρητής» σημαίνει τον Αρχιεπιθεωρητή που ορίζεται με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (3) του άρθρου 7·
«βαρύ μαζούτ» (heavy fuel oil) σημαίνει-
(α) κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου, εξαιρουμένων των καυσίμων πλοίων, το οποίο υπάγεται σε κωδικό ΣΟ από 2710 19 51 έως 2710 19 68, 2710 20 31, 2710 20 35, ή 2710 20 39, ή
(β) κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου, εκτός από το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης και τα καύσιμα πλοίων, το οποίο, λόγω των ορίων απόσταξής του, υπάγεται στην κατηγορία των βαρέων ελαίων που προορίζονται να χρησιμοποιηθούν ως καύσιμα και του οποίου λιγότερο από εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) κατ’ όγκο, περιλαμβανομένων των απωλειών, αποστάζει σε θερμοκρασία 250°C, με τη μέθοδο ASTM D86:
«βάση δεδομένων της Ένωσης» σημαίνει τη βάση δεδομένων που δημιουργεί η Επιτροπή και αναφέρεται στο άρθρο 28 της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001 και στην οποία οι οικονομικοί φορείς εισάγουν πληροφορίες για τις συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν και τα χαρακτηριστικά αειφορίας των καυσίμων∙
«βασικό πρότυπο καυσίμου» σημαίνει βασικό πρότυπο καυσίμου που βασίζεται στις εκπομπές αερίων θερμοκηπίου κύκλου ζωής ανά μονάδα ενέργειας από ορυκτά καύσιμα κατά το έτος 2010·
«βενζίνη» σημαίνει οποιοδήποτε πτητικό πετρελαιοειδές, προοριζόμενο για τη λειτουργία κινητήρων εσωτερικής καύσης, με επιβαλλόμενη ανάφλεξη για την προώθηση των μηχανοκίνητων οχημάτων και το οποίο εμπίπτει στους κωδικούς ΣΟ 2710 11 41, 2710 11 45, 2710 11 49, 2710 11 51, 2710 11 59·
«βιοαέρια» σημαίνει αέρια καύσιμα που παράγονται από βιομάζα·
«βιοκαύσιμα» σημαίνει υγρά καύσιμα μεταφορών τα οποία παράγονται από βιομάζα∙
«βιοκαύσιμα, βιορευστά και καύσιμα βιομάζας χαμηλού κινδύνου έμμεσης αλλαγής στη χρήση γης» σημαίνει τα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας των οποίων οι πρώτες ύλες παράχθηκαν στο πλαίσιο συστημάτων με τα οποία αποφεύγονται οι συνέπειες της εκτόπισης που οφείλονται σε βιοκαύσιμα, βιορευστά και καύσιμα βιομάζας που προέρχονται από καλλιέργειες τροφίμων και ζωοτροφών μέσω βελτιωμένων γεωργικών πρακτικών, καθώς και μέσω της καλλιέργειας σε περιοχές που δεν χρησιμοποιούνταν προηγουμένως για καλλιέργεια και στις οποίες η παραγωγή πραγματοποιούνταν σύμφωνα με τα κριτήρια αειφορίας για τα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας που προβλέπονται στις διατάξεις του άρθρου 26∙
«βιολογικά απόβλητα» σημαίνει τα βιοαποδομήσιμα απόβλητα κήπων και πάρκων, τα απορρίμματα τροφών και μαγειρείων από σπίτια, εστιατόρια, εγκαταστάσεις ομαδικής εστίασης και χώρους πωλήσεων λιανικής και τα συναφή απόβλητα από εγκαταστάσεις μεταποίησης τροφίμων∙
«βιομάζα» σημαίνει το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα προϊόντων, αποβλήτων και υπολειμμάτων βιολογικής προέλευσης από τη γεωργία, περιλαμβανομένων των φυτικών και των ζωικών ουσιών, από τη δασοκομία και τους συναφείς κλάδους, περιλαμβανομένης της αλιείας και της υδατοκαλλιέργειας, καθώς και το βιοαποικοδομήσιμο κλάσμα αποβλήτων, περιλαμβανομένων των βιομηχανικών και αστικών αποβλήτων και απορριμμάτων, βιολογικής προέλευσης·
«βιορευστά» σημαίνει υγρά καύσιμα για ενεργειακούς σκοπούς, εξαιρουμένων των μεταφορών, περιλαμβανομένης της ηλεκτρικής ενέργειας και της θέρμανσης και της ψύξης, τα οποία παράγονται από βιομάζα·
«γεωργική βιομάζα» σημαίνει τη βιομάζα που παράγεται από τη γεωργία·
«δασική βιομάζα» σημαίνει τη βιομάζα που παράγεται από τη δασοκομία·
«δεξαμενές καυσίμων πλοίων» σημαίνει τις αποθήκες πλοίων που περιέχουν πετρελαιοειδή και καύσιμα που προορίζονται για καύση επί των πλοίων·
«Δημοκρατία» σημαίνει την Κυπριακή Δημοκρατία·
«Διαχειριστής Συστήματος Διανομής» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Ρύθμισης της Αγοράς Ηλεκτρισμού Νόμου∙
«Διεθνής Ναυτιλιακός Οργανισμός» σημαίνει τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό ο οποίος ιδρύθηκε με τη Σύμβαση περί του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού, η οποία υπογράφηκε στη Γενεύη στις 6 Μαρτίου 1948·
«εθνικό καθεστώς» σημαίνει το εθνικό καθεστώς τήρησης των κριτηρίων αειφορίας και μείωσης των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου για τα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας, το οποίο θεσπίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 29·
«εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου κατά τον κύκλο ζωής» σημαίνει όλες τις καθαρές εκπομπές CO2, CH4 και N2O που δύναται να αποδοθούν στα καύσιμα, περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε συστατικών ανάμιξης, ή στην παρεχόμενη ενέργεια και σε αυτές περιλαμβάνονται όλα τα σχετικά στάδια, από τη λήψη ή την καλλιέργεια, περιλαμβανομένων των αλλαγών στη χρήση γης, τις μεταφορές και τη διανομή, την επεξεργασία και την καύση, ανεξάρτητα από το στάδιο κατά το οποίο παράγονται·
«εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου ανά μονάδα ενέργειας» σημαίνει τη συνολική μάζα εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου ισοδύναμων με CO2 που συνδέονται με το καύσιμο ή με την παρεχόμενη ενέργεια, διαιρούμενη διά του συνολικού ενεργειακού περιεχομένου του καυσίμου ή της παρεχόμενης ενέργειας, ήτοι το καύσιμο εκφρασμένο στη χαμηλή θερμογόνο δύναμή του·
«ελεγκτής» σημαίνει πιστοποιημένος φορέας ή επαληθευτής πιστοποιημένος από διαπιστευμένο φορέα πιστοποίησης ή πρόσωπο που κατέχει τα προσόντα που καθορίζει ο Υπουργός με Διάταγμά του και είναι εγκεκριμένος από την αρμόδια αρχή ο οποίος διενεργεί τον ανεξάρτητο έλεγχο των πληροφοριών που αναφέρεται στο εδάφιο (2) του άρθρου 29, προβαίνοντας στις ενέργειες που αναφέρονται στο εδάφιο (5) του ίδιου άρθρου∙
«ελλιμενισμένα πλοία» σημαίνει πλοία που βρίσκονται ασφαλώς προσδεδεμένα ή αγκυροβολημένα σε ενωσιακό λιμένα κατά τη διάρκεια της παραμονής τους για φόρτωση, εκφόρτωση ή διανυκτέρευση, περιλαμβανομένου του χρόνου που διανύουν, όταν δεν εκτελούν εργασίες φορτοεκφόρτωσης∙
«εμπορία» σημαίνει την παραλαβή από κράτος μέλος, την εισαγωγή από τρίτη χώρα, τη διάθεση, τη διανομή και την πώληση οποιουδήποτε πετρελαιοειδούς ή καυσίμου στη Δημοκρατία·
«Εντεταλμένος Επιθεωρητής» σημαίνει πρόσωπο το οποίο ορίζεται ως Επιθεωρητής με βάση τις διατάξεις του εδαφίου (1) του άρθρου 7, για να ασκεί καθήκοντα επιθεώρησης, ελέγχου και εφαρμογής των διατάξεων του παρόντος Νόμου, με βάση τις διατάξεις του άρθρου 8·
«Ένωση» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Ένωση·
«Επιθεωρητής Πλοίων» σημαίνει πρόσωπο στο οποίο χορηγείται εξουσία ελέγχου της ποιότητας των καυσίμων πλοίων δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου 7·
«Επιτροπή» σημαίνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή·
«Επιτροπή Διαχείρισης του Ταμείου» σημαίνει την Επιτροπή Διαχείρισης του Ταμείου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εξοικονόμησης Ενέργειας, το οποίο προβλέπεται στις διατάξεις του περί της Λειτουργίας Ταμείου Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας και Εξοικονόμησης Ενέργειας Νόμου·
«καλλιέργειες τροφίμων και ζωοτροφών» σημαίνει αμυλούχα φυτά, σακχαρούχα ή ελαιούχα φυτά που παράγονται σε γεωργικές εκτάσεις ως κύρια καλλιέργεια, εξαιρουμένων των υπολειμμάτων, των αποβλήτων ή των λιγνοκυτταρινούχων υλών, μη περιλαμβανομένων των ενδιάμεσων καλλιεργειών, όπως οι εμβόλιμες καλλιέργειες και οι καλλιέργειες εδαφοκάλυψης, υπό την προϋπόθεση ότι η χρήση αυτών των ενδιάμεσων καλλιεργειών δεν προκαλεί ζήτηση πρόσθετης γης·
«Κανονισμός (ΕΕ) 2018/1999» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΕ) 2018/1999 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 11ης Δεκεμβρίου 2018 για τη διακυβέρνηση της Ενεργειακής Ένωσης και της Δράσης για το Κλίμα, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΚ) αριθ. 663/2009 και (ΕΚ) αριθ. 715/2009 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών 94/22/ΕΚ, 98/70/ΕΚ, 2009/31/ΕΚ, 2009/73/ΕΚ, 2010/31/ΕΕ, 2012/27/ΕΕ και 2013/30/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, των οδηγιών 2009/119/ΕΚ και (ΕΕ) 2015/652 του Συμβουλίου και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 525/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου»·
«Κανονισμός (ΕΕ) 2016/1628» σημαίνει τον Κανονισμό 2016/1628 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 14ης Σεπτεμβρίου 2016 σχετικά με τις απαιτήσεις που αφορούν τα όρια εκπομπών για τους αέριους και σωματιδιακούς ρύπους και την έγκριση τύπου για κινητήρες εσωτερικής καύσης για μη οδικά κινητά μηχανήματα, για την τροποποίηση των κανονισμών (ΕΕ) αριθ. 1024/2012 και (ΕΕ) αριθ. 167/2013 και για την τροποποίηση και κατάργηση της οδηγίας 97/68/ΕΚ·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 2099/2002» σημαίνει τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 2099/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 5ης Νοεμβρίου 2002, για την επιτροπή ασφάλειας στη ναυτιλία και πρόληψης της ρύπανσης από τα πλοία (COSS) και για την τροποποίηση των κανονισμών για την ασφάλεια στη ναυτιλία και την πρόληψη της ρύπανσης από τα πλοία·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο “Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 765/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 9ης Ιουλίου 2008 για τον καθορισμό των απαιτήσεων διαπίστευσης και εποπτείας της αγοράς όσον αφορά την εμπορία των προϊόντων και για την κατάργηση του κανονισμού (ΕΟΚ) αριθ. 339/93 του Συμβουλίου”∙
«καύσιμα» σημαίνει ουσίες που δύναται να αναφλεγούν στον αέρα και με την καύση τους απελευθερώνουν εκμεταλλεύσιμη ποσότητα ενέργειας·
«καύσιμα ανακυκλωμένου άνθρακα» σημαίνει υγρά και αέρια καύσιμα που παράγονται από ροές στερεών ή υγρών αποβλήτων μη ανανεώσιμης προέλευσης, που δεν είναι κατάλληλα για την ανάκτηση υλικών, σύμφωνα με το άρθρο 9 του περί Αποβλήτων Νόμου ή από αέρια επεξεργασίας αποβλήτων και καυσαέρια μη ανανεώσιμης προέλευσης που παράγονται αναπόφευκτα και μη σκόπιμα από την παραγωγική διεργασία σε βιομηχανικές εγκαταστάσεις·
«καύσιμα βιομάζας» σημαίνει τα αέρια και στερεά καύσιμα που παράγονται από βιομάζα·
«καύσιμο πλοίων» σημαίνει κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου που προορίζεται για πλοία ή χρησιμοποιείται επ’ αυτών, περιλαμβανομένων των καυσίμων που ορίζονται στο πρότυπο ISO 8217 και περιλαμβάνει κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου που χρησιμοποιείται σε σκάφη εσωτερικής ναυσιπλοΐας ή σκάφη αναψυχής, όπως ορίζονται αντιστοίχως στις διατάξεις του άρθρου 3 του Κανονισμού 2016/1628 και στην παράγραφο 3 του άρθρου 1 της Οδηγίας 94/25/ΕΚ·
«Κινητή Εργαστηριακή Μονάδα» σημαίνει την κινητή εργαστηριακή μονάδα ελέγχου της ποιότητας των πετρελαιοειδών και καυσίμων του Υπουργείου∙
«κράτος μέλος» σημαίνει κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης·
«κριτήρια αειφορίας» σημαίνει τα κριτήρια αειφορίας για τα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας που καθορίζονται στα εδάφια (3) έως (9) του άρθρου 26∙
«κυπριακό πλοίο» σημαίνει πλοίο το οποίο είναι εγγεγραμμένο στο νηολόγιο κυπριακών πλοίων δυνάμει των διατάξεων του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγηση, Πώληση και Υποθήκευση Πλοίων) Νόμου και φέρει την κυπριακή σημαία·
«Κυπριακός Οργανισμός Προώθησης Ποιότητας» σημαίνει το νομικό πρόσωπο καλούμενο «Κυπριακός Οργανισμός Προώθησης Ποιότητας (CYS-CYSAB)» που καθιδρύθηκε με τον περί Διαπίστευσης, Τυποποίησης και Τεχνικής Πληροφόρησης Νόμο και ασκεί τις εξουσίες και αρμοδιότητες που του χορηγούνται από τον εν λόγω Νόμο·
«κωδικός ΣΟ» σημαίνει τους κωδικούς Συνδυασμένης Ονοματολογίας, όπως αυτοί διατυπώνονται στον Κανονισμό (ΕΟΚ) αριθ. 2658/87 του Συμβουλίου της 23ης Ιουλίου 1987 για τη δασμολογική και στατιστική ονοματολογία και το κοινό δασμολόγιο·
«λιγνοκυτταρινούχες ύλες» σημαίνει ύλες που συντίθενται από λιγνίνη, κυτταρίνη και ημικυτταρίνη, περιλαμβανομένης της βιομάζας που προέρχεται από τα δάση, των ξυλωδών ενεργειακών καλλιεργειών, καθώς και των κατάλοιπων και των λυμάτων των δασοπονικών βιομηχανιών·
«MARPOL» σημαίνει τη Διεθνή Σύμβαση για την Πρόληψη της Ρύπανσης από Πλοία του 1973, όπως τροποποιήθηκε από το σχετικό Πρωτόκολλο του 1978 και η οποία κυρώθηκε με τον περί της Διεθνούς Σύμβασης για την Πρόληψη της Ρύπανσης της Θάλασσας από Πλοία (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων Νόμο·
«μέθοδος ASTM» σημαίνει τη μέθοδο η οποία έχει καθοριστεί από την αμερικανική εταιρεία δοκιμών υλικών στην έκδοση 1976 των προτύπων ορισμών και προδιαγραφών για τα πετρελαϊκά και τα λιπαντικά προϊόντα·
«μέθοδος δειγματοληψίας» σημαίνει τη μέθοδο που ακολουθείται για τη λήψη δειγμάτων καυσίμων από Εντεταλμένους Επιθεωρητές, σύμφωνα με τα σχετικά πρότυπα ή Κανονισμούς ή Διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει του παρόντος Νόμου·
«μέθοδος δοκιμασίας» σημαίνει το πρότυπο με βάση το οποίο γίνεται η δοκιμασία ή ανάλυση για καθορισμό της τιμής των παραμέτρων που αποτελούν τις προδιαγραφές των καυσίμων, το οποίο καθορίζεται στο αρχείο μεθόδων·
«μέθοδος μείωσης εκπομπών» σημαίνει κάθε εξάρτημα, υλικό, συσκευή ή όργανο προς εγκατάσταση σε πλοίο ή άλλη διαδικασία, εναλλακτικό καύσιμο ή μέθοδος συμμόρφωσης τα οποία χρησιμοποιούνται αντί του χαμηλής περιεκτικότητας σε θείο καυσίμου πλοίων που πληροί τις απαιτήσεις του παρόντος Νόμου και είναι δυνατόν να εξακριβωθεί, να ποσοτικοποιηθεί και να επιβληθεί·
«μείωση των εκπομπών κατά το πρώτο στάδιο» ή «UERs» σημαίνει τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά το πρώτο στάδιο την οποία δηλώνει ο προμηθευτής και μετριέται σε gCO2eq, εάν ποσοτικοποιηθεί και υποβληθεί σε έκθεση σύμφωνα με συγκεκριμένες απαιτήσεις·
«μη εδώδιμες κυτταρινούχες ύλες» σημαίνει ύλες που συντίθενται κυρίως από κυτταρίνη και ημικυτταρίνη και των οποίων η περιεκτικότητα σε λιγνίνη είναι χαμηλότερη σε σχέση με αυτή των λιγνοκυτταρινούχων υλών και περιλαμβάνουν υπολείμματα φυτών που καλλιεργούνται ως τρόφιμα και ζωοτροφές, περιλαμβανομένων του άχυρου, των φύλλων και των μίσχων, των φλοιών και των κελυφών, φυτά ενεργειακών χορτοκαλλιεργειών με χαμηλή περιεκτικότητα σε άμυλο, περιλαμβανομένων της ήρας, του panicum virgatum, του μίσχανθου, του καλαμιού, καλλιέργειες εδαφοκάλυψης πριν και μετά τις κύριες καλλιέργειες, επίσπορες καλλιέργειες, βιομηχανικά υπολείμματα επίσης από φυτά που καλλιεργούνται ως τρόφιμα και ζωοτροφές μετά την εκχύλιση φυτικών ελαίων, σακχάρων, αμύλων και πρωτεϊνών, καθώς και ύλες από βιολογικά απόβλητα, όταν οι επίσπορες καλλιέργειες και οι καλλιέργειες εδαφοκάλυψης νοούνται ως προσωρινοί, βραχείας διάρκειας βοσκότοποι που περιλαμβάνουν συνδυασμό χόρτου-ψυχανθών με χαμηλή περιεκτικότητα σε άμυλο για την παραγωγή χορτονομής για ζώα και για τη βελτίωση της γονιμότητας του εδάφους με σκοπό την επίτευξη υψηλότερων αποδόσεων των αροτραίων κύριων καλλιεργειών·
«μηχανοκίνητο όχημα» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από το άρθρο 2 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου·
«ντίζελ» σημαίνει τα πετρέλαια εσωτερικής καύσης τα οποία εμπίπτουν στον κωδικό ΣΟ 27 10 19 41 και χρησιμοποιούνται από πετρελαιοκίνητο όχημα, όπως αυτό ορίζεται στο άρθρο 2 του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως Νόμου·
«ντίζελ πλοίων» σημαίνει κάθε καύσιμο πλοίων όπως ορίζεται για την ποιότητα DMB στον πίνακα I του προτύπου ISO 8217, εξαιρουμένης της αναφοράς στην περιεκτικότητα σε θείο·
«ο έχων την εκμετάλλευση πλοίου» σημαίνει τον πλοιοκτήτη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο, όπως τον διαχειριστή ή τον ναυλωτή γυμνού πλοίου (bareboat charterer), ο οποίος, έχει αναλάβει την ευθύνη, λειτουργίας πλοίου από τον πλοιοκτήτη και ο οποίος, αναλαμβάνοντας τέτοια ευθύνη, έχει συμφωνήσει να αναλάβει όλα τα παρεπόμενα καθήκοντα, τις ευθύνες και υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον παρόντα Νόμο, τους Κανονισμούς και τα Διατάγματα που εκδίδονται δυνάμει αυτού·
«Οδηγία (ΕΕ) 2018/2001» σημαίνει την Οδηγία (ΕΕ) 2018/2001 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 11ης Δεκεμβρίου 2018, για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές∙
«Οδηγία (ΕΕ) 2015/652» σημαίνει την Οδηγία (ΕΕ) 2015/652 του Συμβουλίου, της 20ής Απριλίου 2015, για τον καθορισμό των μεθόδων υπολογισμού και των απαιτήσεων υποβολής εκθέσεων σύμφωνα με την οδηγία 98/70/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ∙
«Οδηγία 2009/30/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία 2009/30/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 23ης Απριλίου 2009, με την οποία τροποποιείται η οδηγία 98/70/ΕΚ όσον αφορά τις προδιαγραφές για τη βενζίνη, το ντίζελ και το πετρέλαιο εσωτερικής καύσης και την καθιέρωση μηχανισμού για την παρακολούθηση και τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, τροποποιείται η οδηγία 1999/32/ΕΚ του Συμβουλίου όσον αφορά την προδιαγραφή των καυσίμων που χρησιμοποιούνται στα πλοία εσωτερικής ναυσιπλοΐας και καταργείται η οδηγία 93/12/ΕΟΚ·
«Οδηγία 2000/25/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 22ας Μαΐου 2000 σχετικά με τα μέτρα που πρέπει να ληφθούν κατά των εκπομπών ρυπογόνων αερίων και σωματιδίων από κινητήρες προοριζόμενους για την πρόωση γεωργικών ή δασικών ελκυστήρων, και για την τροποποίηση της οδηγίας 74/150/ΕΟΚ του Συμβουλίου∙
«Οδηγία 98/70/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 13ης Οκτωβρίου 1998 σχετικά με την ποιότητα των καυσίμων βενζίνης και ντίζελ και την τροποποίηση της Οδηγίας 93/12/ΕΟΚ του Συμβουλίου∙
«Οδηγία 94/25/ΕΚ» σημαίνει την Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 16ης Ιουνίου 1994, για την προσέγγιση των νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων των κρατών μελών οι οποίες αφορούν τα σκάφη αναψυχής, όταν τα σκάφη αυτά βρίσκονται στη θάλασσα·
«οικονομικός φορέας» σημαίνει οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο εμπλέκεται σε οποιοδήποτε στάδιο της αλυσίδας παραγωγής και προμήθειας του βιοκαυσίμου, βιορευστού, καυσίμου βιομάζας ή υγρού και αέριου καυσίμου μεταφορών μη βιολογικής προέλευσης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, από την παραγωγή της πρώτης ύλης μέχρι την τελική κατανάλωσή του για ενεργειακούς σκοπούς∙
«Παράρτημα VI της MARPOL» σημαίνει το Παράρτημα με τίτλο «Κανονισμοί για την Πρόληψη της Ρύπανσης του Αέρα από Πλοία», το οποίο προστέθηκε στην MARPOL με το Πρωτόκολλο του 1997, το οποίο κυρώθηκε με τον περί της Διεθνούς Σύμβασης για την Πρόληψη της Ρύπανσης της Θάλασσας από Πλοία (Κυρωτικό) και περί Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικό) Νόμο του 2004∙
«περιοχή εφοδιασμού» σημαίνει τη γεωγραφικά καθορισμένη περιοχή από την οποία προέρχονται οι πρώτες ύλες δασικής βιομάζας, για την οποία είναι διαθέσιμες αξιόπιστες και ανεξάρτητες πληροφορίες και όπου οι συνθήκες είναι επαρκώς ομοιογενείς, ώστε να δύναται να αξιολογηθεί ο κίνδυνος που συνδέεται με την αειφορία και τη νομιμότητα της δασικής βιομάζας·
«περιοχές ελέγχου των εκπομπών SOx» σημαίνει θαλάσσιες περιοχές που ορίζονται με αυτό τον τρόπο από τον Διεθνή Ναυτιλιακό Οργανισμό (ΔΝΟ) δυνάμει του Παραρτήματος VI της MARPOL·
«πετρέλαιο εσωτερικής καύσης» σημαίνει-
(α)κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου, εξαιρουμένων των καυσίμων πλοίων, το οποίο υπάγεται στον κωδικό ΣΟ 2710 19 25, 2710 19 29, 2710 19 47, 2710 19 48, 2710 20 17 ή 2710 20 19 ή
(β)κάθε υγρό καύσιμο παράγωγο του πετρελαίου, εξαιρουμένων των καυσίμων πλοίων, του οποίου λιγότερο από εξήντα πέντε τοις εκατό (65%) κατ’ όγκο, περιλαμβανομένων των απωλειών, αποστάζει σε θερμοκρασία 250°C και του οποίου τουλάχιστον ογδόντα πέντε τοις εκατό (85%) κατ’ όγκο, περιλαμβανομένων των απωλειών, αποστάζει σε θερμοκρασία 350°C με τη μέθοδο ASTM D86:
«πετρέλαιο εσωτερικής καύσης πλοίων» σημαίνει κάθε καύσιμο πλοίων, όπως ορίζεται για τις ποιότητες DMX, DMA και DMZ στον πίνακα I του προτύπου ISO 8217, εξαιρουμένης της αναφοράς στην περιεκτικότητα σε θείο·
«πετρέλαια εσωτερικής καύσης που προορίζονται για χρήση από μη οδικά κινητά μηχανήματα, περιλαμβανομένων των σκαφών εσωτερικής ναυσιπλοΐας, γεωργικούς και δασικούς ελκυστήρες και σκάφη αναψυχής» σημαίνει οποιοδήποτε υγρό προερχόμενο από το πετρέλαιο που εμπίπτει στους κωδικούς ΣΟ 2710 19 43 και 2710 20 11 και προορίζεται για χρήση σε κινητήρες αναφερόμενους στην Οδηγία 94/25/ΕΚ και στην Οδηγία 2000/25/ΕΚ και στον Κανονισμό 2016/1628·
«πλοίαρχος» σημαίνει πρόσωπο το οποίο έχει τη διακυβέρνηση πλοίου·
«προδιαγραφή» σημαίνει το σύνολο των τιμών των παραμέτρων, που καθορίζονται σε Διατάγματα που εκδίδονται με βάση τον παρόντα Νόμο για το κάθε πετρελαιοειδές και καύσιμο, και οι οποίες καταχωρούνται στο αρχείο προδιαγραφών·
«προηγμένα βιοκαύσιμα» σημαίνει τα βιοκαύσιμα που παράγονται από τις πρώτες ύλες που περιλαμβάνονται στο Μέρος Α του Παραρτήματος IX της Οδηγίας (ΕΕ) 2018/2001, το οποίο περιλαμβάνεται στο Παράρτημα Ι, και για τα οποία ο Υπουργός εκδίδει με Διάταγμα του ειδικές ρυθμίσεις για τα εν λόγω βιοκαύσιμα·
«προμηθευτής καυσίμων» σημαίνει τον φορέα που προμηθεύει την αγορά με καύσιμα και είναι υπεύθυνος για τη διέλευση των καυσίμων από σημείο επιβολής ειδικού φόρου κατανάλωσης ή, στην περίπτωση ηλεκτρικής ενέργειας ή εάν δεν οφείλεται ειδικός φόρος κατανάλωσης ή όταν αιτιολογείται δεόντως, κάθε άλλος σχετικός φορέας που έχει οριστεί από κράτος μέλος·
«προμηθεύτρια εταιρεία» σημαίνει το φυσικό ή νομικό πρόσωπο που διαθέτει, διανέμει ή/και πωλεί πετρελαιοειδή και καύσιμα σε αποθήκη˙
«Τμήμα Περιβάλλοντος» σημαίνει το Τμήμα Περιβάλλοντος του Υπουργείου Γεωργίας, Αγροτικής Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος·
«τρίτη χώρα» σημαίνει χώρα η οποία δεν αποτελεί κράτος μέλος·
«υγρά και αέρια καύσιμα μεταφορών μη βιολογικής προέλευσης από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας» σημαίνει τα υγρά ή αέρια καύσιμα τα οποία χρησιμοποιούνται στον τομέα των μεταφορών, πλην των βιοκαυσίμων ή των βιοαερίων, το ενεργειακό περιεχόμενο των οποίων προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, πλην της βιομάζας·
«υπεύθυνος αποθήκης» σημαίνει πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση, λειτουργία, συντήρηση και/ή φύλαξη αποθήκης·
«Υπηρεσία Ενέργειας» σημαίνει την Υπηρεσία Ενέργειας του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας·
«υπόλειμμα» σημαίνει την ουσία που δεν αποτελεί το τελικό προϊόν, την παραγωγή του οποίου επιδιώκει άμεσα η διεργασία παραγωγής, ούτε αποτελεί πρωταρχικό στόχο της διεργασίας παραγωγής και για την παραγωγή του οποίου η διεργασία αυτή δεν έχει τροποποιηθεί σκόπιμα·
«υπολείμματα από τη γεωργία, την υδατοκαλλιέργεια, την αλιεία και τη δασοκομία» σημαίνει τα υπολείμματα που δημιουργούνται άμεσα από τη γεωργία, την υδατοκαλλιέργεια, την αλιεία και τη δασοκομία και που δεν περιλαμβάνουν τα υπολείμματα από τις συναφείς βιομηχανίες ή τη συναφή μεταποίηση·
«Υπουργείο» σημαίνει το Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας·
«Υπουργός» σημαίνει τον Υπουργό Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας·
«χωρική θάλασσα» σημαίνει τη χωρική θάλασσα της Δημοκρατίας, όπως καθορίζεται στον περί της Χωρικής Θάλασσας Νόμο.
(2) Όροι οι οποίοι δεν ορίζονται στον παρόντα Νόμο έχουν την έννοια που αποδίδεται σε αυτούς από-
(α) τον περί Προώθησης και Ενθάρρυνσης της Χρήσης των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας Νόμο·
(β) τον περί Αποβλήτων Νόμο.
(3) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις οποιαδήποτε αναφορά σε Οδηγία, Κανονισμό, Απόφαση ή άλλη νομοθετική πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σημαίνει την εν λόγω πράξη, όπως αυτή εκάστοτε διορθώνεται, τροποποιείται ή αντικαθίσταται, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια.
(4) Στον παρόντα Νόμο και στις δυνάμει αυτού εκδιδόμενες κανονιστικές διοικητικές πράξεις οποιαδήποτε αναφορά σε Νόμο ή σε κανονιστική διοικητική πράξη της Δημοκρατίας σημαίνει τον εν λόγω Νόμο ή κανονιστική διοικητική πράξη, όπως εκάστοτε διορθώνονται, τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια.
3. Σκοπός του παρόντος Νόμου είναι-
(α) ο καθορισμός των προδιαγραφών των καυσίμων και η θέσπιση συστήματος παρακολούθησης και ελέγχου της ποιότητας των καυσίμων και
(β) ο καθορισμός κριτηρίων αειφορίας και μείωσης των εκπομπών για τα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας και ο έλεγχος της τήρησής τους, προκειμένου να προσμετρούν ως ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
4.-(1) Ο παρών Νόμος εφαρμόζεται για τα καύσιμα τα οποία αποτελούν ή είναι δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο εμπορίας ή/και χρήσης στην επικράτεια της Δημοκρατίας, στη χωρική θάλασσα της Δημοκρατίας, στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Δημοκρατίας, καθώς και σε κυπριακά πλοία.
(2) Όσον αφορά τα οδικά οχήματα και τα μη οδικά κινητά μηχανήματα, περιλαμβανομένων των σκαφών εσωτερικής ναυσιπλοΐας και των σκαφών αναψυχής, όταν δεν βρίσκονται στη θάλασσα και των γεωργικών και δασικών ελκυστήρων στον παρόντα Νόμο καθορίζονται-
(α) τεχνικές προδιαγραφές για λόγους υγείας και περιβάλλοντος για τα καύσιμα που χρησιμοποιούνται στα οχήματα με κινητήρα επιβαλλόμενης ανάφλεξης και στα οχήματα με κινητήρες ανάφλεξης με συμπίεση, λαμβανομένων υπόψη των τεχνικών απαιτήσεων των κινητήρων αυτών· και
(β) στόχος για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά τον κύκλο ζωής.
(3) Στον παρόντα Νόμο καθορίζονται όρια περιεκτικότητας σε θείο ορισμένων υγρών καυσίμων παραγώγων πετρελαίου ως προϋπόθεση για τη χρήση τους εντός της επικράτειας, των χωρικών υδάτων και της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης ή των ζωνών ελέγχου της ρύπανσης της Δημοκρατίας, προκειμένου να μειωθούν οι εκπομπές διοξειδίου του θείου, οι οποίες οφείλονται στην καύση τους, και η εξ αυτού μείωση των επιβλαβών συνεπειών των εκπομπών αυτών στον άνθρωπο και στο περιβάλλον.
(4) Στον παρόντα Νόμο καθιερώνονται κριτήρια αειφορίας και μείωσης των εκπομπών για τα βιοκαύσιμα, τα βιορευστά και τα καύσιμα βιομάζας.
(5) Στον παρόντα Νόμο καθορίζονται υποχρεώσεις για τους προμηθευτές καυσίμων, περιλαμβανομένων και αυτών που παρέχουν ηλεκτρική ενέργεια για χρήση στον τομέα των μεταφορών.
(6) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται τηρουμένων των διατάξεων του περί της Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου.