ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΟΙΝΙΚΕΣ ΕΦΕΣΕΙΣ ΑΡ. 56/2009-65/2009

 

29 Mαρτίου, 2010

 

[ΑΡΤΕΜΗΣ, Π., ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, ΝΙΚΟΛΑΙΔΗΣ,  ΚΡΑΜΒΗΣ,  ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΦΩΤΙΟΥ, ΝΙΚΟΛΑΤΟΣ, ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, ΝΑΘΑΝΑΗΛ, ΠΑΜΠΑΛΛΗΣ, ΚΛΗΡΙΔΗΣ, ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ  Δ/στές]

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,

Εφεσείοντας,

ν.

ΑΝΔΡΕΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ – ΑΡ.ΕΦ. 56/2009

ΤΕΥΚΡΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ – ΑΡ. ΕΦ. 57/2009

ΧΡΙΣΤΙΑΝΑΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ – ΑΡ.ΕΦ. 58/2009

ΑΝΔΡΕΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ – ΑΡ.ΕΦ. 59/2009

ΙΟΡΔΑΝΗ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΙΟΡΔΑΝΗ – ΑΡ. ΕΦ. 60/2009

ΚΩΣΤΑ ΤΟΥΜΠΑ – ΑΡ. ΕΦ. 61/2009

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΥΛΙΛΗ – ΑΡ.ΕΦ. 62/2009

ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ – ΑΡ.ΕΦ. 63/2009

ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΗ – ΑΡ.ΕΦ. 64/2009

ΧΑΡΗ ΧΑΡΙΤΟΥ – ΑΡ.ΕΦ. 65/2009

Εφεσιβλήτων.

- - - - - - - -

 

Για τον εφεσείοντα: Λ. Λουκαϊδης, Σ. Μάτσας και Ν. Κέκκος

Για τον εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση 56/2009, Κατηγορούμενο 1: Μ. Γεωργίου

Για τους εφεσίβλητους στις Ποινικές Εφέσεις 57/2009 και 59/2009, κατηγορούμενους 8 και 10: Σ. Χαραλάμπους

Για τους εφεσίβλητους στις Ποινικές Εφέσεις 58/2009, 63/2009, 64/2009 και 65/2009, κατηγορούμενους 9, 4, 3 και 2: Γ. Γεωργίου

Για τον εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση 60/2009, κατηγορούμενο 7: Η. Πεκρής

Για τον εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση 61/2009, κατηγορούμενο 6: Μ. Κυπριανού

Για τον εφεσίβλητο στην Ποινική Έφεση 62/2009, κατηγορούμενο 5: Γ. Παπαϊωάννου.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Η απόφαση δεν είναι ομόφωνη. Την απόφαση της πλειοψηφίας θα δώσει ο Κωνσταντινίδης, Δ. Με την απόφαση αυτή συμφωνούν οι Δικαστές Νικολαΐδης, Κραμβής, Χατζηχαμπής, Παπαδοπούλου, Φωτίου, Νικολάτος, Ερωτοκρίτου, Ναθαναήλ, Παμπαλλής, Κληρίδης και Πασχαλίδης.

 

Ο Ναθαναήλ, Δ, θα δώσει και δική του απόφαση, με διαφορετικό σκεπτικό σε συγκεκριμένο θέμα.

 

Εγώ θα δώσω απόφαση μειοψηφίας.

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.:   Κατά τις πρώτες πρωινές ώρες της 20.12.05, οι παραπονούμενοι Μάρκος Παπαγεωργίου, στο εξής ο Μάρκος, και Ιωάννης Νικολάου, στο εξής ο Γιάννος, που οδηγούσε ο καθένας το αυτοκίνητό του, ανεκόπησαν από αστυνομικούς.  Στη βάση της αξιόπιστης, όπως εκτίμησε, μαρτυρίας τους αλλά και άλλης μαρτυρίας που είχε προσαχθεί, το Κακουργιοδικείο κατέληξε σε διαπιστώσεις ως ακολούθως:

 

«Αποδεχόμενοι την πιο πάνω μαρτυρία διαπιστώνουμε ότι κατά το εν λόγω επεισόδιο ο Μάρκος και ο Γιάννος κακοποιήθηκαν βάναυσα με διάφορους τρόπους. Συγκεκριμένα, τα πρόσωπα που ενέχοντο στην κακοποίηση τους, τους χτύπησαν και τους κλώτσησαν επανειλημμένα. Σε διάφορες περιπτώσεις τους χτύπησαν το κεφάλι και το σώμα στη σκληρή επιφάνεια είτε του οδοστρώματος είτε του πεζοδρομίου, προφανώς όχι με ένταση, δεδομένης της ήπιας φύσης των τραυμάτων τους, εκτός του κατάγματος που υπέστη στο ζυγωματικό ο Μάρκος. Επίσης, τους άρπαξαν από τα μαλλιά και τους έσυραν για κάποια απόσταση ενώ για κάποια ώρα ήσαν ξαπλωμένοι στο δρόμο ή στο πεζοδρόμιο. Για το τελευταίο δεν αναφέρθηκε από τους παραπονούμενους υπό ποιες περιστάσεις και για ποιο λόγο συνέβαινε κάτι τέτοιο. Εν πάση περιπτώσει, όλα αυτά συνέβαιναν ενώ οι παραπονούμενοι έφεραν χειροπέδες. Σαν αποτέλεσμα οι παραπονούμενοι υπέστησαν τα τραύματα που διαπιστώθηκαν ιατρικώς στην κεφαλή, στο σώμα και στα άκρα. Σε κάποιες περιπτώσεις, όταν υφίσταντο την πιο πάνω κακοποίηση, λόγω του πόνου είχαν χάσει και οι δύο τις αισθήσεις τους.

…………………

 

Στο τέλος της ημέρας πρόκειται για μια σοβαρή περίπτωση βάναυσης κακοποίησης από μέλη της αστυνομίας δύο ανυποψίαστων πολιτών. Το έναυσμα για την έναρξη του επεισοδίου φαίνεται ότι έδωσε η φαινομενική άρνηση του ενός, συγκεκριμένα του Μάρκου, να υποβληθεί σε αστυνομικό έλεγχο και εν συνεχεία η επέμβαση του Γιάννου να ζητήσει εξηγήσεις για την επιχειρούμενη στο στάδιο εκείνο σύλληψη του πρώτου. Αναφερθήκαμε σε φαινομενική άρνηση για το λόγο ότι οι δύο πολίτες είχαν κάθε δικαίωμα να γνωρίζουν θετικά αν τα πρόσωπα που τους προσέγγισαν με πολιτική περιβολή ήσαν όντως αστυνομικοί. Αυτό το δικαίωμα δε φάνηκε να το αντιλαμβάνετο τη στιγμή εκείνη το πρόσωπο που πρόταξε «κάτι σαν αστυνομική ταυτότητα» με αποτέλεσμα να περιέλθει σε κατάσταση εκνευρισμού και να ακολουθήσει η σύλληψη και των δύο με τη συμμετοχή και άλλων αστυνομικών που ήσαν κατ’εκείνη τη στιγμή στη σκηνή».

 

Κατά την Κατηγορούσα Αρχή, οι αστυνομικοί που ευθέως ή κατά άλλο τρόπο ενέχονταν, ήταν οι κατηγορούμενοι, όπως θα αποκαλούμε τους εφεσίβλητους για σκοπούς πιο εύκολης αναφοράς, και διατυπώθηκε εναντίον τους κατηγορητήριο που περιλάμβανε 96 κατηγορίες.  Όπως εξηγήσαμε και στο πλαίσιο της ενδιάμεσης απόφασης που εκδώσαμε στις 8.10.09, στις 62 από αυτές το Κακουργιοδικείο έκρινε πως δεν αποδείχτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση.  Κατά τις υπόλοιπες κατηγορίες, διαπράχθηκαν σε βάρος των παραπονουμένων, από τους κατηγορούμενους, ευθέως ή και με άλλο τρόπο, αδικήματα, στη ρίζα των οποίων βρίσκονται εκείνα της 5ης και της 7ης κατηγορίας.  Κατά την 5η κατηγορία οι κατηγορούμενοι 1, 2, 3, 5, 6 και 9 (η πρώτη ομάδα) υπέβαλαν τον Μάρκο και κατά την 7η κατηγορία οι ίδιοι υπέβαλαν τον Γιάννο, σε σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.  Επίσης εκείνα της 11ης και 12ης κατηγορίας.  Κατά την 11η κατηγορία οι κατηγορούμενοι της πρώτης ομάδας επιτέθηκαν και προκάλεσαν πραγματική σωματική βλάβη στο Μάρκο και κατά την 12η οι ίδιοι επιτέθηκαν και προκάλεσαν πραγματική σωματική βλάβη στον Γιάννο.  Σημειώνουμε και τις υπόλοιπες κατηγορίες.  Οι κατηγορούμενοι της πρώτης ομάδας, ο καθένας χωριστά, φέρονται να παρέλειψαν να αποτρέψουν και να παραμέλησαν υπηρεσιακό καθήκον προς αποτροπή των αδικημάτων των κατηγοριών 5, 7, 11 και 12.  Ό,τι συνάγεται από την ανάλυση του κατηγορητηρίου είναι πως ήταν ο καθένας αυτουργός αλλά ταυτόχρονα ευθυνόμενος κατά το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 αλλά και κατά τις ιδιαίτερες νομοθετικές διατάξεις που αναφέρονται στις υπόλοιπες κατηγορίες που τον αφορούν.  Οι σχετικές κατηγορίες είναι οι 16, 17, 22, 23, 28, 29, 34, 35, 40, 41, 46, 47, 52, 53, 58, 59, 64, 65, 70, 71, 76, 77, 82 και 83.

 

Οι κατηγορούμενοι 4, 7 και 8 (η δεύτερη ομάδα), κατά τις κατηγορίες 6 και 8, ανέχθηκαν την υποβολή του Μάρκου και του Γιάννου αντιστοίχως, στη σκληρή, απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση των κατηγοριών 5 και 7 από τους κατηγορούμενους της πρώτης ομάδας.  Οι υπόλοιπες 4 κατηγορίες, οι 88η , 89η, 94η και 95η , αφορούν στους κατηγορούμενους της δεύτερης ομάδας στους οποίους  προστέθηκε και ο κατηγορούμενος 10.  Φέρονται να παρέλειψαν να αποτρέψουν και να παρέλειψαν υπηρεσιακό καθήκον προς αποτροπή των αδικημάτων των κατηγοριών 5 και 7.

 

Ήταν η διαπίστωση του Κακουργιοδικείου πως οι επτά από τους δέκα κατηγορούμενους ήταν παρόντες στη σκηνή του επεισοδίου και σημειώνουμε πως αυτό δεν έχει αμφισβητηθεί.  Αυτοί ήταν οι κατηγορούμενοι 1, 2, 3, 4, 8, 9 και 10.  Ορισμένοι από αυτούς ήταν παρόντες από την αρχή μέχρι τη λήξη του επεισοδίου, με τη μεταφορά των παραπονουμένων από οδό στην περιοχή Ακρόπολης Λευκωσίας σε αστυνομικό σταθμό.  Οι κατηγορούμενοι 5, 6 και 7 αρνούνται πως ήταν παρόντες και, ασφαλώς, οποιασδήποτε φύσης εμπλοκή τους.

 

Προσάχθηκε στο Κακουργιοδικείο όγκος μαρτυρίας με στόχο την απόδειξη της παρουσίας, της δράσης και της καθόλου συμπεριφοράς των κατηγορουμένων.  Το καίριο ήταν αν, πράγματι, οι παραδεχτώς παρόντες κατηγορούμενοι προέβησαν σε οτιδήποτε από το κατηγορητήριο.  Και εάν παρόντες ήταν και οι άλλοι, με δράση και συμπεριφορά ως το κατηγορητήριο.  Αυτόπτες μάρτυρες, εννοείται πέραν των παραπονουμένων, δεν υπήρχαν.  Η εμπλοκή των κατηγορουμένων επιχειρήθηκε να αποδειχθεί με τη μαρτυρία των παραπονουμένων αυτοτελώς αλλά και τη μαρτυρία αξιωματικών της αστυνομίας οι οποίοι αναγνώρισαν τους κατηγορούμενους.   Αυτή η αναγνώριση έγινε δια μέσου βιντεοταινίας το ζήτημα της οποίας, όπως εξήγησε το Κακουργιοδικείο, αναδύθηκε ως καίριας σημασίας.

 

Μετά το διορισμό από το Γενικό Εισαγγελέα, στις 21.12.05, Ποινικού Ανακριτή, δικηγόρος τηλεφώνησε στο Γενικό Εισαγγελέα και τον πληροφόρησε πως ένα πρόσωπο είχε «βιντεοσκοπήσει» το επεισόδιο.  Λίγες μέρες αργότερα, στις 27.12.05, εκείνο το πρόσωπο παρέδωσε στο Γενικό Εισαγγελέα αντίγραφο του πρωτοτύπου «βιντεοκασέττας».  Αυτό το αντίγραφο αλλά και το πρωτότυπο, τελικά, και δεν αμφισβητείται πως το πρώτο ήταν κλώνος του άλλου, κατατέθηκε ως «πραγματική μαρτυρία» (real evidence) ως μαρτυρία δηλαδή που μιλούσε από μόνη της.  Αυτή όμως η κατάθεση, όπως εξηγήθηκε στη σχετική ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, δεν συνιστούσε και οριστική αποδοχή της ως μαρτυρίας.  Η αποδοχή της ως μαρτυρίας τελούσε υπό την αίρεση της εν τέλει διαπίστωσης πως ήταν, χωρίς αμφιβολία, γνήσια.  Το θέμα προέκυπτε από το γεγονός πως ο εμφανισθείς ως παραγωγός της ταινίας δεν ήθελε, με κανένα τρόπο, να αποκαλυφθεί η ταυτότητά του.  Ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος κατέθεσε ως μάρτυρας κατηγορίας, αναφέρθηκε συναφώς στους έντονους φόβους που του διατύπωσε και στην απόλυτη θέση του πως ήθελε να παραμείνει ανώνυμος.  Αποτέλεσμα της οποίας ήταν και η δέσμευση του Γενικού Εισαγγελέα να μην αποκαλύψει το όνομά του.  Οπότε, πλέον, χωρίς μαρτυρία του παραγωγού, η δήλωσή του προς το Γενικό Εισαγγελέα πως η βιντεοταινία ήταν γνήσια, απέληγε να είναι εξ ακοής.

 

Δεν θα επεκταθούμε σε όσα από την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου, όπως η συζήτηση για τη δυνατότητα παρουσίασης, τότε, του πρωτοτύπου  και περί προσωπικών δεδομένων, δεν απασχολούν πλέον.  Το Κακουργιοδικείο δέχτηκε πως, σε εκείνο το πρώιμο στάδιο, συνυπολογιζόμενης και της δυνατότητας κατά άλλο τρόπο απόδειξης της γνησιότητας, η ταινία ήταν εκ πρώτης όψεως γνήσια.  Υπέμνησε, συναφώς, στο τέλος, ότι η γνησιότητα της ταινίας, «για σκοπούς αποδεχτότητας της», πρέπει να αποδειχτεί με θετική μαρτυρία και επέτρεψε, υπό αυτό τον όρο, την παρουσίαση της ως μαρτυρίας.  Σημειώνοντας, όμως, πως η εισήγηση ότι «μπορεί να έγιναν επεμβάσεις στην βιντεοκασέττα με το σκεπτικό και μόνο ότι κάτι τέτοιο είναι δυνατό να συμβεί», δεν διαφωτίζει προς τα πού ακριβώς πρέπει να στρέψει την προσοχή του το Δικαστήριο.  Πρόσθεσε τα ακόλουθα:  «Η διατύπωση τέτοιων ανησυχιών δεν τις καθιστά συγχρόνως και αντικείμενο εξέτασης από το Δικαστήριο.  Η εισήγηση θα πρέπει να είναι συγκεκριμένη και θετική, βασιζόμενη σε κάποια υποψία, έστω, ότι κάτι τέτοιο μπορεί να έχει συμβεί».

 

Η Κατηγορούσα Αρχή, επιπρόσθετα προς την εξ ακοής δήλωση, προς απόδειξη της γνησιότητας της ταινίας, κάλεσε τους εμπειρογνώμονες B. Hoogeboom και C. Grigoras.  Αυτοί εξέτασαν την ταινία και την κάμερα που επίσης παραδόθηκε από τον εμφανισθέντα ως παραγωγό της και ήταν η εισήγηση της Κατηγορούσας Αρχής πως από το σύνολο, όπως αυτό προέκυπτε από τις εκθέσεις που ετοίμασαν και από όσα κατέθεσαν ως μάρτυρες, προέκυπτε ότι αναμφισβήτητα η ταινία ήταν γνήσια. Αυτοτελώς αλλά ενόψει και της υπόλοιπης μαρτυρίας που είχε προσαχθεί, όπως θα τη συζητήσουμε στη συνέχεια.

 

Το Κακουργιοδικείο είχε άλλη άποψη και ασχολήθηκε κατ’ αρχάς με την εξ ακοής δήλωση.  Η αδυναμία αντεξέτασης του παραγωγού σε σχέση με τη δήλωση του ότι η ταινία ήταν γνήσια, καθιστούσε μη δίκαιη την αποδοχή της ως μαρτυρίας.  Αναφέρθηκε συναφώς το Κακουργιοδικείο στις αρχές για το δίκαιο της δίκης όταν η καταδίκη στηρίζεται αποκλειστικά ή κατά τρόπο αποφασιστικό σε εξ ακοής μαρτυρία, παραπέμποντας σε νομολογία αγγλική αλλά και του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΔΑΔ).  Αυτό, βέβαια, σημαίνει πως δεν αποκλείεται εκ προοιμίου μια μαρτυρία ως εξ ακοής, όρος που εγγενώς επάγεται έλλειψη δυνατότητας αντεξέτασης.  Είναι δε στοιχειώδες πως πάντοτε αναγνωριζόταν, με νόμο ή από το κοινοδίκαιο, δυνατότητα προσαγωγής εξ ακοής μαρτυρίας.  Ιδιαιτέρως τώρα, στην Κύπρο, ενόψει της θέσπισης του περί Αποδείξεως (Τροποιητικού) Νόμου του 2004 (Ν. 32(Ι)/2004).  Εν τούτοις, στη συνέχεια, το Κακουργιοδικείο παραπέμπει στη Λιασίδης κ.α. ν. Αστυνομίας κ.α. (2002) 2 ΑΑΔ 434 ως υπόθεση στην οποία αντανακλόταν η νομολογία στην οποία είχε αναφερθεί προηγουμένως.  Όμως, στην υπόθεση Λιασίδης, κρίθηκε πως δεν επεβίωσε το άρθρο 4(2) του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, επειδή βρισκόταν σε σύγκρουση προς το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος.  Κατά τρόπο απόλυτο όπως προκύπτει και από το απόσπασμα που παρέθεσε το Κακουργιοδικείο, ανεξάρτητα από άλλες παραμέτρους, επειδή, ακριβώς, το δικαίωμα αντεξέτασης εμπεριέχεται στην έννοια της δίκαιης δίκης.  Εν πάση περιπτώσει, η υπόθεση Λιασίδης αναθεωρήθηκε από την Πλήρη Ολομέλεια στην A. Panayides Contr. Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 ΑΑΔ 416.  Με εκτεταμένη αναφορά και ανάλυση σειράς αποφάσεων και του ΕΔΑΔ, οι πλείστες από τις οποίες αναφέρονται και στην απόφαση του Κακουργιοδικείου, υιοθετήθηκε λύση αντίθετη προς την Λιασίδης.  Το σημειώνουμε αυτό για σκοπούς τάξης, επειδή, εν τέλει, το Κακουργιοδικείο δεν απέκλεισε την εξ ακοής μαρτυρία in abstracto για να χρησιμοποιήσουμε όρο από την απόφαση του δικαστή Γαβριηλίδη στην Panayides αλλά in concreto ενόψει της σημασίας της ταινίας.  Όπως εξήγησε, αυτή η μαρτυρία «είναι πολύ σημαντική, ειδικά αναλογιζόμενοι ότι η Κατηγορούσα Αρχή βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στο περιεχόμενο της προαναφερθείσας ταινίας για να αποδείξει τις κατηγορίες». Αλλά και κάτω από τέτοιο δεδομένο, αυτή η προσέγγιση παραγνωρίζει πως, με την εξ ακοής δήλωση, δεν επιχειρείτο ακριβώς η απόδειξη των κατηγοριών.  Επιχειρείτο να αποδειχτεί ότι η ταινία ήταν γνήσια και, σε σχέση με αυτό το θέμα, οπωσδήποτε δεν ήταν η μόνη.  Το κατά πόσο δε ήταν καν αποφασιστική, θα ήταν θέμα για συζήτηση, αναλόγως.  Ό,τι τώρα καταγράφουμε είναι το γεγονός της κατά απομόνωση εξέτασης και απόρριψης της εξ ακοής μαρτυρίας, χωρίς συνυπολογισμό και της υπόλοιπης μαρτυρίας σε σχέση με τη γνησιότητα της ταινίας.

 

Η μαρτυρία των δυο εμπειρογνωμόνων ήταν το επόμενο θέμα.  Δεν θα μας απασχολήσουν οι τεχνικές και άλλες λεπτομέρειες.  Ο κ. Hoogeboom, για λόγους που εξήγησε, κατέθεσε πως το αποτέλεσμα της έρευνάς του, που περιλάμβανε οπτική και ψηφιακή εξέταση, δίνει πολύ μεγαλύτερη υποστήριξη στην υπόθεση πως δεν «μονταρίστηκε» (edited) η βιντεοταινία παρά στην υπόθεση πως «μονταρίστηκε» και μεγαλύτερη υποστήριξη στην υπόθεση ότι η ταινία καταγράφηκε με την κάμερα που ο παραγωγός παρέδωσε, παρά στην υπόθεση ότι καταγράφηκε με άλλη.  Απόλυτη βεβαιότητα στον τομέα του, όπως εξήγησε, δεν μπορούσε να υπάρξει.  Πρόσθεσε, όμως, πως σκόπιμες παρεμβολές σε δοκιμαστικές ταινίες που παράχθηκαν από τη συγκεκριμένη, εντοπίστηκαν.  Ενώ, από την άλλη, ενδείξεις για «μοντάρισμα» της επίδικης βιντεοταινίας δεν υπήρχαν.

 

Ο δεύτερος εμπειρογνώμονας, ο κ. Grigoras, ήταν απόλυτος.  Δεν περιορίστηκε σε οπτική-ψηφιακή εξέταση.  Αυτά τα έκαμε σε συνδυασμό με την εξέταση του ακουστικού μέρους της ταινίας, ειδικότητα που δεν είχε ο πρώτος.  Το συμπέρασμά του ήταν πως η ταινία ήταν γνήσια και πως δεν δέχτηκε οποιαδήποτε παρεμβολή.

 

Το Κακουργιοδικείο χαρακτήρισε τους δυο εμπειρογνώμονες ως εγνωσμένου κύρους.  Όμως, όπως ορθά εξήγησε, η γνώμη τους δεν δέσμευε το Δικαστήριο που θα πρέπει ασκώντας τη δικαιοδοσία του, να καταλήξει εκείνο επί του εκάστοτε εγειρομένου θέματος.  Η κατάληξή του ήταν πως οι εισηγήσεις ότι δεν αποδείχτηκε η γνησιότητα της ταινίας ήταν βάσιμες.  Όχι διότι ετίθετο οποιοδήποτε θέμα ως προς τη φιλαλήθεια και γενικότερα την αξιοπιστία των εμπειρογνωμόνων.  Η τελική κατάληξη ήταν το αποτέλεσμα από την εξαγωγή συμπερασμάτων στη βάση της ίδιας της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων, όπως βεβαίως την αντιλήφθηκε το Κακουργιοδικείο.  Το σημειώνουμε αυτό γιατί είναι η θέση του εφεσείοντα πως, ως προς ουσιώδεις πτυχές, το Κακουργιοδικείο εξέλαβε πως υπήρχε μαρτυρία ορισμένου περιεχομένου ενώ δεν υπήρχε τέτοια, και, ως προς άλλες, ότι δεν υπήρχε μαρτυρία ορισμένου περιεχομένου ενώ υπήρχε τέτοια.  Προτιθέμεθα να παρακολουθήσουμε το σκεπτικό της απόφασης του Κακουργιοδικείου.

 

Το Κακουργιοδικείο άρχισε με την εισαγωγική δήλωση πως δεν χρειαζόταν να εξεταστεί σε βάθος και σε λεπτομέρεια η σχετική μαρτυρία «όταν ο κατ’ εξοχήν ειδικός, δηλαδή ο κ. Hoogeboom, ουσιαστικά διατύπωσε επιφυλάξεις για την αποτελεσματικότητα της βασικής επιστημονικής  μεθόδου που χρησιμοποίησε». Αφού, πέραν του ότι δεν εξέφρασε βεβαιότητα αλλά αναφέρθηκε στο τι ήταν πολύ πιο ή πιο πιθανόν, αναγνώρισε πως δεν μπορούσε να αποκλειστεί η ύπαρξη μεθόδων παρεμβολής χωρίς να ανευρεθούν ψηφιακά ίχνη.  Περαιτέρω δε, ότι πληροφορήθηκε μέσω του διαδικτύου πως υπάρχουν άτομα με εξειδικευμένες γνώσεις που μπορούν να παρέμβουν σε ταινία χωρίς τα ίχνη της παρεμβολής να είναι εμφανή.  Υπήρχαν, συνεπώς, αμφιβολίες που επιτείνονταν από το γεγονός ότι ο τομέας, όπως εξήγησε ο εμπειρογνώμονας, βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη.  Τόσο σε σχέση με τη γνησιότητα της ταινίας όσο και σε σχέση με το συναφές, κατά πόσο η ταινία παράχθηκε από τη συγκεκριμένη κάμερα.

 

Ο κ. Grigoras, όπως σημειώσαμε, ήταν απόλυτος στη διαπίστωσή του πως η ταινία ήταν γνήσια και τις εξηγήσεις του γι’ αυτό, συνοπτικά, τις παραθέτει το Κακουργιοδικείο.  Διαπίστωσε όμως το Κακουργιοδικείο σοβαρό πρόβλημα, κατ’ αρχάς,  όχι αναφερόμενο σε τεχνικής φύσης ζητήματα.  Η γνώμη του κ. Grigoras, όπως εκτίμησε το Κακουργιοδικείο, «έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη γνωμάτευση που αναφέραμε προηγουμένως του κ. Hoogeboom».  Όπως εξήγησε το Κακουργιοδικείο, ο κατ’ εξοχήν ειδικός ήταν ο κ. Hoogeboom, η εξέταση από τον κ. Grigoras ήταν συμπληρωματική «προς επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων του κ. Hoogeboom όσον αφορά την αυθεντικότητα της ταινίας, από μια άλλη άποψη, αυτή που κυρίως αφορά το ακουστικό μέρος της εφαρμόζοντας την καινούργια μέθοδο που ανέπτυξε ο ίδιος με τη χρήση του Ε.Ν.F.».  Λογικά, κατά την απόφαση του Κακουργιοδικείου, θα έπρεπε και η γνώμη του κ. Grigoras να βρίσκεται στα ίδια πλαίσια με την ανάλογη του κ. HoogeboomΌπως πρόσθεσε, «ειδικά όσον αφορά τη διαβάθμιση της βεβαιότητας των αποτελεσμάτων της σχετικής έρευνας αφού ο τελευταίος παρουσιάστηκε ως ο κατ’ εξοχήν ειδικός στο συγκεκριμένο τομέα».  Υπήρχε, λοιπόν, «σχετική αντινομία» και «εξουδετερώνεται η αξία των συμπερασμάτων του κ.  Grigoras, ότι με βάση τις εν λόγω μεθόδους η ταινία, τεκμήριο 43, είναι αυθεντική».

 

Προχώρησε όμως το Κακουργιοδικείο και σε τεχνικής φύσης ζητήματα.  Η ανάλυση της συχνότητας ανά λεπτό που δόθηκε στον κ. Grigoras προς εφαρμογή της μεθόδου του, «είναι πάνω στα όρια που μπορεί να χρησιμοποιήσει ένας δικανικός επιστήμονας εφαρμόζοντας τη μέθοδο αυτή».  Αυτό, κατά το Κακουργιοδικείο, δεν ήταν αρκετό σε ποινική υπόθεση.  Δεν ήταν ασφαλές το «οριακό».  Περαιτέρω, δεν δόθηκε από τους εμπειρογνώμονες μαρτυρία «αναφορικά με τη φύση των λογισμικών των άλλων επιστημόνων τα οποία χρησιμοποίησαν….».  Ενώ, τέλος, ο κ. Grigoras «δεν εξήγησε καν τη δική του μαθηματική μεθοδολογία για τη διαπίστωση του Ε.Ν.F. σε μια ταινία, περιοριζόμενος να παραπέμψει σχετικά στις μελέτες που είχε δημοσιεύσει σε σχέση με το θέμα αυτό».  Κατέληξε, το Κακουργιοδικείο, πως η μαρτυρία των δυο εμπειρογνωμόνων δεν αποδείκνυε πέραν από κάθε λογική αμφιβολία πως η ταινία ήταν γνήσια.

 

Οι πιο κάτω βασικές επισημάνσεις του εφεσείοντα, με παραπομπή στην κάθε περίπτωση στα πρακτικά της δίκης, είναι ορθές:

 

·        Δεν ήταν ο κ. Hoogeboom ο κατ’ εξοχήν ειδικός στην περίπτωση. Ειδικός μεγάλου κύρους ήταν και ο κ. Grigoras για όλα όσα γνωμάτευσε.  Η μέθοδος που χρησιμοποίησε, αυτοτελώς για τα δικά του συμπεράσματα και όχι «συμπληρωματικώς», περιλαμβάνει όχι μόνο το οπτικό-ψηφιακό μέρος στο οποίο περιορίστηκε ο κ. Hoogeboom αλλά, σε συνδυασμό, και το ακουστικό.  Επομένως, η διαπίστωση πως η γνώμη του κ. Grigoras βρίσκεται «σε πλήρη αντίθεση» προς εκείνη του κ. Hoogeboom ή πως υπήρχε αντινομία που εξουδετερώνει τα συμπεράσματα του κ. Grigoras, στερείται ερεíσματος.  Εδώ έχουμε διαπίστωση, ως γεγονότος, της ύπαρξης αντικρουόμενων γνωμών, κατά παραγνώριση της μαρτυρίας, σύμφωνα με την οποία  η γνώμη του κ. Grigoras στηρίχθηκε σε επιστημονική εξέταση που δεν έκαμε γιατί δεν ήταν η ειδικότητα του κ. Hoogeboom.  Ορθή ανάγνωση της μαρτυρίας δείχνει πως, σαφώς, ο κ. Grigoras προέβη στη δική του απόλυτη διαπίστωση στηριγμένος σε δεδομένα άλλα από εκείνα που χρησιμοποίησε ο κ. Hoogeboom.

 

·         Είναι μέρος της μαρτυρίας του κ. Hoogeboom και τα πιο κάτω, στα οποία δεν αναφέρθηκε το Κακουργιοδικείο.  Δεν είδε ποτέ περίπτωση παρεμβολής σε τέτοια ταινία, μάλιστα παραγόμενη από mini DVD όπως εν προκειμένω που θα την καθιστούσε ακόμα πιο δύσκολη, χωρίς να εντοπίζονται ίχνη.  Είναι σ’ αυτό το πλαίσιο που αναφέρθηκε σε τι είχε ακούσει από άτομα που διάβασαν το διαδίκτυο.  Όμως ο ίδιος δεν γνώριζε κανένα, δεν είχε τέτοια δική του εμπειρία και, πάντως, για τέτοιας μορφής παρέμβαση θα χρειαζόταν άνθρωπος όχι φυσιολογικός, κανονικός, αλλά με πάρα πολλές γνώσεις.  Η τελική του λέξη ήταν πως, στη βάση της προηγούμενης του ανάλυσης, «είναι πολύ απίθανο κατά τη δική μου άποψη ότι αυτή η ταινία δεν είναι αυθεντική εγγραφή».

 

·        Δεν είναι ορθή η γενική παρατήρηση του Κακουργιοδικείου πως δεν δόθηκε μαρτυρία αναφορικά με τη φύση των λογισμικών των άλλων επιστημόνων και πως ο κ. Grigoras δεν εξήγησε καν τη δική του μαθηματική μεθοδολογία, οτιδήποτε και αν αυτά θα ήταν δυνατόν να σημαίνουν στο πλαίσιο της εξέτασης του θέματος.  Δόθηκε τέτοια μαρτυρία.

 

·        Η μαρτυρία σε σχέση με την ανά λεπτό ανάλυση της συχνότητας ήταν, στην ουσία, ό,τι επέτρεπε την επιστημονική χρησιμοποίησή της.

 

·        Το Κακουργιοδικείο προσέγγισε το ζήτημα κατά τρόπο αποσπασματικό, εξετάζοντας την κάθε πτυχή ξεχωριστά και ως ασύνδετη προς τις άλλες.  Ζητούμενο ήταν η γνησιότητα της ταινίας, ως όρος για την αποδοχή της. Η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων θεμελίωνε τη γνησιότητά της χωρίς αμφιβολία αλλά υπήρχαν και άλλα δεδομένα, αδιαμφισβήτητα, που καθιστούσαν τη συζήτηση περί ενδεχόμενου παρεμβολής ως εντελώς θεωρητική και αποκομμένη από τα δεδομένα της περίπτωσης.  Σημειώνουμε τα ακόλουθα βασικά:

-         Για μοντάρισμα τέτοιας φύσης ταινίας, για λόγους που εξηγήθηκαν επί μακρόν, εκτός του ότι ήταν απαραίτητες ιδιαίτερες γνώσεις, απαιτείτο εξ αντικειμένου μεγάλος αριθμός φωτογραφιών των ατόμων που εμφανίζονταν στην ταινία και δυο χρόνια συνεχόμενης εργασίας, 24 ώρες το εικοσιτετράωρο, από το ίδιο άτομο.  Στην παρούσα περίπτωση ήταν αναντίλεκτο πως η ταινία παραδόθηκε στο Γενικό Εισαγγελέα μόλις μερικές μέρες μετά το επεισόδιο.

-         Το Κακουργιοδικείο σημείωσε πως «για να απωλέσει την αυθεντικότητά της η ταινία δεν ήταν αναγκαίο να μονταριστεί ολόκληρη αλλά μερικές μόνο σκηνές», παραγνωρίζοντας πως δεν υπήρχε από κανένα τέτοιας μορφής εισήγηση ή θέση.  Αυτό το επισήμανε και το Κακουργιοδικείο και στην ενδιάμεση του απόφαση και έχουμε παραθέσει το σχετικό απόσπασμα.  Υπενθυμίζουμε πως το Κακουργιοδικείο σημείωσε ότι η διατύπωση γενικών ανησυχιών δεν τις καθιστά αντικείμενο εξέτασης.

-          Οι επτά από τους κατηγορούμενους παραδέχονταν ότι ήταν παρόντες και κανένας δεν υποστήριξε πως η ταινία τον έδειχνε να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια στην οποία δεν προέβη ως αποτέλεσμα παρεμβολής ή άλλως.

-         Ούτε ήταν η θέση οποιουδήποτε ότι προέβη σε κάποια ενέργεια την οποία δεν έδειχνε η ταινία ως αποτέλεσμα παρεμβολής.  Ορισμένοι, μάλιστα, από τους κατηγορούμενους επικαλούνταν την ταινία.  Δέχονταν πως εκεί φαίνονταν οι ίδιοι και πως η δράση τους ήταν ακριβώς όπως την έδειχνε η ταινία.

-          Παράλληλα ήταν κοινός τόπος πως η ταινία έδειχνε, μαζί με τους υπόλοιπους τους παραπονούμενους σε διάφορες φάσεις, στον πράγματι χώρο του επεισοδίου και ουδέποτε τέθηκε ζήτημα από οποιονδήποτε για κάποιας μορφής επί μέρους «μοντάρισμα».

-          Αλλά ούτε και οι τρεις από τους κατηγορούμενους που αρνούνται ότι βρίσκονταν στη σκηνή υποστήριξαν πως η ταινία τους έδειχνε, επομένως, ως αποτέλεσμα «μονταρίσματος».  Ουσιαστικά, και εκείνοι επικαλούνταν την ταινία αφού αμφισβητούσαν πως αυτή τους έδειχνε.

 

Δεν ήταν δυνατό, καταλήγει η εισήγηση του εφεσείοντα, κάτω από τέτοιες περιστάσεις, να τίθεται καν ζήτημα γνησιότητας της ταινίας.  Αυτή ήταν αναμφίβολα γνήσια, όπως ήταν και η δήλωση του παραγωγού της ταινίας στο Γενικό Εισαγγελέα.

 

Το συμπέρασμα του Κακουργιοδικείου πως δεν προέκυπτε από τη μαρτυρία ότι η ταινία ήταν αναμφίβολα γνήσια, ήταν καίριας σημασίας.  Όπως εξήγησε, «η Κατηγορούσα Αρχή έχει βασιστεί σχεδόν αποκλειστικά στο περιεχόμενο της ταινίας, τεκμήριο 43, για να αποδείξει τις κατηγορίες …. ».  Οπότε, δεν ήταν πλέον δυνατό «για το Δικαστήριο να δει τις διάφορες σκηνές κακοποίησης που καταγράφονται σ’ αυτή και φέρεται να αφορούν το επίδικο επεισόδιο ή να αναγνωρίσει ενδεχόμενα το ίδιο κάποιους αν όχι και όλους τους κατηγορούμενους ως ενεχόμενους…..».  Περαιτέρω, καθίσταντο «άνευ αντικειμένου και όλες οι περιγραφές σκηνών βίαιης ή μη συμπεριφοράς και οι αναγνωρίσεις  κατηγορουμένων στις οποίες προέβησαν μέσω της ταινίας ή παραγώγων της, οι δυο παραπονούμενοι και οι μάρτυρες, αξιωματικοί της αστυνομίας…».

 

Το Κακουργιοδικείο, όμως, όπως εξήγησε, από σεβασμό προς το χρόνο που αναλώθηκε και στην προσπάθεια που καταβλήθηκε αλλά και για να είναι καταγραμμένη μια όσο το δυνατό πιο ολοκληρωμένη εικόνα της πορείας της δίκης, εξέτασε το ζήτημα των αναγνωρίσεων των κατηγορουμένων, εννοείται ως εάν η ταινία να ήταν γνήσια.  Σ’ αυτό το πλαίσιο εξέτασε πρώτα τις μαρτυρίες των αξιωματικών της αστυνομίας που μέσω της ταινίας αναγνώρισαν τους κατηγορούμενους και στη συνέχεια τη σχετική μαρτυρία των παραπονουμένων.  Σημειώνουμε, όμως, χωρίς να καταγράψει τυχόν δικά του ευρήματα και συμπεράσματα από την παρατήρηση της ταινίας.  Το σημειώνουμε αυτό γιατί το Κακουργιοδικείο αφού εξήγησε πως η ταινία ήταν μαρτυρία  in rem, αναφέρθηκε και στο πλαίσιο της τελικής του απόφασης στην R. v. Dodson (1984) 79 Cr. App. R. 220 για να δείξει πως τέτοιο οπτικοακουστικό μέσο «το Δικαστήριο μπορεί και το ίδιο να το δει ή να το παρακολουθήσει, αναλόγως της περίπτωσης, προκειμένου να εξαγάγει τα δικά του ευρήματα και συμπεράσματα» όσον αφορά το κατά πόσο διαπράχθηκε κάποιο αδίκημα και ποιος το διέπραξε. 

 

Προς αναγνώριση των προσώπων μέσω της ταινίας χρησιμοποιήθηκε αριθμός αξιωματικών της αστυνομίας.  Εξηγεί, συναφώς, το Κακουργιοδικείο :  «Όπως ήταν ήδη γνωστό πέραν των παραπονουμένων Μάρκου και Γιάννου όλοι οι άλλοι που ήσαν παρόντες στη σκηνή του επεισοδίου ή είχαν συμμετοχή σ’ αυτό ήσαν αστυνομικοί».  Επομένως, χρησιμοποιήθηκαν αξιωματικοί «που προΐσταντο των ομάδων στις οποίες υπηρετούσαν οι φερόμενοι ως ύποπτοι», προφανώς στη βάση ιδιαίτερων δεδομένων.  Αυτοί οι αξιωματικοί, αρχικώς, ιδιαίτερα αφού είδαν όχι το πρωτότυπο που ήταν πιο καθαρό αλλά αντίγραφο της ταινίας, δήλωσαν αδυναμία αναγνώρισης.  Αυτό, εκτός των άλλων, αποδόθηκε σε απροθυμία τους να προβούν σε αναγνωρίσεις ορμώμενοι από μια κακώς νοούμενη συναδελφική αλληλεγγύη.  Αφήνοντας κατά μέρος διάφορες λεπτομέρειες θα σταθούμε στην εμπλοκή του Αρχηγού της Αστυνομίας.  Σε συνάντησή του με τους αξιωματικούς, τους κάλεσε να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων και να πάρουν τις ευθύνες τους.  Όπως αποδίδει τη μαρτυρία του το Κακουργιοδικείο, «έπρεπε να βάλουν το χέρι στην καρδιά τους και να πουν την αλήθεια, ανεξάρτητα αν μέσα από την αλήθεια θα εξασφαλίζετο μαρτυρία εναντίον συναδέλφων τους …».  Διευθετήθηκε τελικά νέα ομαδική παρακολούθηση της ταινίας, που θα ήταν πλέον η πρωτότυπη, η οποία εξασφαλίστηκε στο μεταξύ.

 

Τα αποτελέσματα ήταν τα ακόλουθα, όπως τα καταγράφει το Κακουργιοδικείο:  Αξιωματικοί οι οποίοι υπηρέτησαν σε κάποιο προηγούμενο χρόνο στην Μ.Μ.Α.Δ. ή υπηρετούσαν σ’ αυτή κατά το χρόνο του επεισοδίου «ισχυρίστηκαν ότι αναγνώρισαν με βεβαιότητα ειδικά από την παρακολούθηση της φερόμενης ως πρωτότυπης ταινίας, τεκμήριο 43, τους κατηγορούμενους 1, 2, 3 και 4».  Αφού δε το σημειώνει αυτό, το Κακουργιοδικείο προσθέτει:  «Εν πάση περιπτώσει, είναι παραδεχτή η παρουσία των κατηγορουμένων αυτών στη σκηνή του επεισοδίου, όπως και των κατηγορουμένων 8, 9 και 10».  Ό,τι απέμενε στην περίπτωσή τους ήταν η δράση του καθενός.  Οπότε, όπως συνεχίζει, «περισσότερη προσοχή δόθηκε στο αν αναγνωρίζονταν στην ταινία οι κατηγορούμενοι 5, 6 και 7».  Ποια μορφή πήρε η μεγαλύτερη προσοχή δεν διαφαίνεται.  Στο τέλος, όπως θα δούμε, χωρίς άλλες αναφορές σε διαφοροποιητικές λεπτομέρειες, η κατάληξη ήταν η ίδια για όλους.  Και καταγράφει στη συνέχεια τους αξιωματικούς που τους αναγνώρισαν.  Τον κατηγορούμενο 5, δυο αξιωματικοί, τους κατηγορούμενους 6 και 7, ένας αξιωματικός.

 

 Ό,τι ακολουθεί είναι τα συμπεράσματα του Κακουργιοδικείου σε σχέση με το κατά πόσο η αναγνώριση που έγινε από τους αξιωματικούς, μέσω της ταινίας αλλά και φωτογραφιών που παράχθηκαν από αυτή, ήταν «νομικά αποδεκτή και αξιόπιστη», ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να στηριχτεί σ’ αυτή για να εξαγάγει συμπεράσματα αναφορικά με την αναγνώρισή τους.  Υπό το δεδομένο πως «αρκετοί» από τους αξιωματικούς «γνώριζαν ποιους αστυνομικούς έπρεπε να αναζητήσουν λόγω των συζητήσεων οι οποίες γίνονταν σχετικά στους χώρους εργασίας τους».  Αλλά και του γεγονότος της δημοσιοποίησης, στο μεταξύ, της Έκθεσης της Επιτρόπου Διοικήσεως, στην οποία αναφέρονταν τα ονόματα των κατηγορουμένων 1, 2, 3, 4, 5,  6 και 9 ως ενεχομένων.  Αυτά, όμως, χωρίς αναφορά στους αξιωματικούς που το Κακουργιοδικείο είχε συναφώς υπόψη και ειδικά στο κατά πόσο αυτοί περιλαμβάνονταν σε όσους προέβησαν στις αναγνωρίσεις.  Ούτε αν, κατά τη μαρτυρία, περιήλθε σε γνώση τους η Έκθεση της Επιτρόπου Διοικήσεως.

 

 

Το Κακουργιοδικείο, ευθύς εξ αρχής, κατά την παράθεση του προβληματισμού του, αναφέρθηκε στη διαφορά μεταξύ της αναγνώρισης γνωστού προσώπου (recognition) και της αναγνώρισης αγνώστου προσώπου (identification).  Εδώ, κατά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, είχαμε αναγνώριση γνωστών προσώπων και, κατά την υπόθεση R. v. Caldwell (1994) 99 Cr. App. R. 73 αλλά και τη μεταγενέστερη Αttorney General´s Reference (No. 2 of 2002) Times 17.10.02, (βλ. 2002 EWCA Crim. 2373) σε τέτοια περίπτωση, συνήθως, δεν τίθεται θέμα μη επίδειξης φωτογραφιών ή αναγνωριστικής παράταξης.  Τίθεται όμως θέμα άλλων εχεγγύων ως επιθυμητών για να φαίνεται πως αυτής της μορφής η αναγνώριση είναι πράγματι αυθόρμητη και ανεξάρτητη (spontaneous and independent) ιδίως σε περιπτώσεις κατά τις οποίες η ποιότητα της ταινίας είναι κακή.  Ακριβώς δε, ήταν η εκτίμηση του Κακουργιοδικείου πως ενώ η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε «δεν ενείχε οτιδήποτε το επιλήψιμο ως θέμα αρχής», εστερείτο κάποιων τέτοιων εχεγγύων αλλά είχε και άλλα εγγενή προβλήματα «τα οποία έχουν επιμολύνει έτι περαιτέρω την όλη διαδικασία αναγνώρισης με τη μέθοδο αυτή».  Προσδιόρισε, συναφώς, τα ακόλουθα:  Τις με έντονο τρόπο υποδείξεις του Αρχηγού Αστυνομίας.  Αυτές αναδείκνυαν κίνδυνο να επέδειξαν οι αξιωματικοί, άθελά τους, υπερβολικό ζήλο σε βαθμό που θα μπορούσε να τους οδηγήσει σε λανθασμένες αναγνωρίσεις.  Το γεγονός πως οι αξιωματικοί γνώριζαν ποιους έπρεπε να αναζητήσουν κατά τη διάρκεια της προβολής της ταινίας.  Αυτά, χωρίς αναφορά σε μαρτυρία αναφορικά με πράγματι γνώση όσων προέβησαν σε αναγνωρίσεις αλλά σε μια διοικητική έρευνα που δεν ολοκληρώθηκε και που είχε αποκαλύψει τα ονόματα των περισσοτέρων, ποιων δεν αναφέρεται.  Επίσης, σε δημοσιοποίηση των ονομάτων των υπόπτων αστυνομικών, γενικά.  Αυτά έδειχναν πως στις αναγνωρίσεις δεν υπήρχε «το απαραίτητο στοιχείο του αυθορμητισμού που απαιτείται σε τέτοια περίπτωση, όπως προβλέπει η προαναφερθείσα νομολογία».  Περαιτέρω, δεν υπήρχε η απαιτούμενη ησυχία και ευταξία που επέβαλλε η περίπτωση και, συνεπώς, «δεν ήταν λογικό να διαφυλαχθεί η ανεξαρτησία και η αντικειμενικότητα των αναγνωρίσεων ….».  Όχι γιατί υπήρχε τέτοιας μορφής μαρτυρία που θα εξουδετέρωνε τη μαρτυρία ενός από τους αξιωματικούς πως επικρατούσε ησυχία στην αίθουσα.  Όπως εξήγησε το Κακουργιοδικείο, «είναι πρακτικά αδύνατο μέσα σε μια σύναξη τόσων ανθρώπων, συναδέλφων και με κοινό σκοπό, να μπορούσε να επικρατήσει ησυχία και ευταξία…». Κατέληξε το Δικαστήριο με ένα τελευταίο «εξ ίσου σημαντικό σημείο».  Για να ήταν δυνατό να ήταν αξιόπιστη τέτοιας φύσης αναγνώριση θα έπρεπε οι αξιωματικοί, ευθύς εξ αρχής, με τις γραπτές καταθέσεις που έκαμαν μετά τις προβολές, να αναφέρονταν στο «γιατί και πώς» αναγνώρισαν τον κάθε ένα.  Χωρίς, όμως, πρέπει να σημειώσουμε, κάποια εξήγηση αναφορικά με το γιατί τέτοιας μορφής παρατήρηση ταιριάζει, ως γενικώς ισχύουσα, στην περίπτωση προσώπων γνωστών στους αναγνωρίζοντες. 

 

Τα πιο πάνω, σύμφωνα με το Κακουργιοδικείο, έδρασαν υπονομευτικά όσον αφορά την ορθότητα, τη διαφάνεια και την αντικειμενικότητα της διαδικασίας.  Οι αναγνωρίσεις ήταν επισφαλείς και, συνεπώς, μη αξιόπιστες και αφού δεν τηρήθηκαν «τα απαραίτητα εχέγγυα ορθής και δίκαιης διαδικασίας», η σχετική μαρτυρία «απορρίπτεται στην ολότητά της και δεν λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο για την αναγνώριση οποιουδήποτε των κατηγορουμένων, ανεξάρτητα αν κάποιοι από αυτούς έχουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο παραδεχθεί την παρουσία τους στη σκηνή».

 

Αφού δε το Κακουργιοδικείο κατέληξε με τον πιο πάνω τρόπο, πρόσθεσε:  «Ενόψει δε αυτής της κατάληξης θεωρούμε αχρείαστη την αξιολόγηση της επιμέρους μαρτυρίας του κάθε αξιωματικού σε σχέση με συγκεκριμένες αναγνωρίσεις στις οποίες αυτός είχε προβεί».

 

Προκύπτουν τα ακόλουθα:

 

Το Κακουργιοδικείο δεν απέκλεισε τη μαρτυρία των αξιωματικών ως προερχόμενη από αναξιόπιστους, δηλαδή από μάρτυρες που είπαν ψέματα.  Την απέκλεισε γιατί, κατά τη γνώμη του, απουσίαζαν τα συγκεκριμένα εχέγγυα όπως τα προσδιόρισε.  Εχέγγυα τα οποία, όπως σημείωσε, ήταν απαραίτητα με βάση τη νομολογία στην οποία αναφέρθηκε.  Αυτό, ανεξάρτητα από τις επιμέρους μαρτυρίες των αξιωματικών σε σχέση με τις συγκεκριμένες αναγνωρίσεις που ο κάθε ένας έκαμε.  Δηλαδή, αποφάνθηκε για το ανασφαλές της διαδικασίας, χωρίς να εξετάσει αν, παρά τις όποιες γενικές παρατηρήσεις του επί αυτής, υπήρχαν αντισταθμίσματα.  Όπως η επί μέρους μαρτυρία αναφορικά με την ουσία του ζητουμένου.  Αν, δηλαδή, ήταν ή δεν ήταν πράγματι οι κατηγορούμενοι εκείνοι που έδειχνε η ταινία.  Ακόμα, χωρίς αναφορά στην ποιότητα της ταινίας, ειδικά αν ήταν κακής ποιότητας, στοιχείο που ιδιαιτέρως τονίστηκε στην CaldwellAναφερόμαστε σε αποκλεισμό της μαρτυρίας, ως θέματος αρχής, γιατί αυτή ήταν η ουσία του πράγματος, όπως και το Κακουργιοδικείο την προσδιόρισε όταν αναφερόταν σε «νομικά αποδεχτή» μαρτυρία.  Αλλά και όπως προκύπτει από την CaldwellΕκεί τους κατηγορούμενους για ληστεία αποθήκης, τους αναγνώρισαν διάφοροι αστυνομικοί μέσω ταινίας που παρήγαγε η κάμερα ασφαλείας και το ερώτημα ήταν αν ήταν ορθό να επιτραπεί η προσαγωγή αυτής της μαρτυρίας∙ σε σχέση με την οποία διεξάχθηκε δίκη εντός δίκης με αντικείμενο το αποδεχτό (admissibility) αυτής της μαρτυρίας.  Επισημαίνουμε τα ακόλουθα:  Το απόσπασμα από την απόφαση Caldwell που παρέθεσε το Κακουργιοδικείο, περιλάμβανε γενικές παρατηρήσεις αφού είχε ήδη αποφασιστεί η τύχη της έφεσης.  Δεν θέλουμε με αυτή την επισήμανση να δηλώσουμε διαφωνία ή επιφύλαξη ως προς την ορθότητα των παρατηρήσεων αλλά να υποδείξουμε πως δεν είχαν την έννοια της καταγραφής απαρέγκλιτων και συγκεκριμένων προϋποθέσεων που θα ίσχυαν σε κάθε περίπτωση, ως όροι αποδοχής, ανεξάρτητα και από το σύνολο των άλλων δεδομένων της κάθε περίπτωσης.  Και, βεβαίως, το πιο αξιοσημείωτο είναι πως εκεί κρίθηκε ορθή η αποδοχή της εισαγωγής της μαρτυρίας αυτών των αναγνωρίσεων παρά, όπως αφήνεται να εννοηθεί, τη μη τήρηση των προηγουμένως αναφερθέντων.  Ειδικά, παρά το γεγονός ότι και εκεί οι ανανγωρίσεις έγιναν μετά από ομαδική παρακολούθηση της ταινίας από αριθμό αστυνομικών.

 

Οι περαιτέρω επισημάνσεις του εφεσείοντα πως, εν τέλει, η μαρτυρία αποκλείστηκε χωρίς να συνυπολογιστούν τα πιο κάτω από τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί, είναι ορθές:

 

·        Κάποιοι από τους κατηγορούμενους όχι μόνο παραδέχονταν πως ήταν παρόντες αλλά και πως είναι τα πρόσωπα που κατονόμασαν οι αξιωματικοί, με παραδεχτή δράση ή στάση όπως τη δείχνει η ταινία.

·        Άλλοι από τους κατηγορούμενους, όχι μόνο παραδέχονταν ότι ήταν παρόντες αλλά, σύμφωνα με τη μαρτυρία, προέβησαν σε ενέργειες που περιείχαν παραδοχή πως είχαν αναμειχθεί στη σύλληψη των παραπονουμένων. Ορισμένοι από τους κατηγορούμενους, οι 1, 2, 3, 4 και 9, αμέσως μετά το επεισόδιο υπέβαλαν γραπτό παράπονο, ψευδώς, όπως εκτίμησε το Κακουργιοδικείο, ότι ήταν τα θύματα εξύβρισης και επίθεσης από τους κατηγορούμενους ενώ εκτελούσαν το καθήκον τους.   Για να καταχωρίσουν, στη συνέχεια, και αγωγές εναντίον των παραπονουμένων ακριβώς με αυτό το περιεχόμενο, στις οποίες αναφέρονται και λεπτομέρειες σχετικών βλαβών που έλεγαν ότι υπέστησαν.

·        Οι πλείστοι από τους κατηγορούμενους αναφέρονταν στη Διαταγή 100 ως αστυνομικοί στους οποίους ανατέθηκαν, εκείνο το βράδυ, καθήκοντα στην περιοχή σε σχέση με την καταστολή σοβαρών εγκλημάτων με θύματα γυναίκες.

·        Οι πλείστοι από τους κατηγορούμενους και με τις ανώμοτες δηλώσεις τους παραδέχτηκαν τη συμμετοχή τους, αναγνωρίζοντας για τον εαυτό τους τον ένα ή τον άλλο ρόλο.  Εδώ, βεβαίως, δεν αξιολογούμε την ουσία της δήλωσής τους αλλά την ύπαρξή της ως στοιχείου σχετικού προς το ζήτημα της αναγνώρισης.  Σημειώνουμε συναφώς τη δήλωση, και ενώπιόν μας εκ μέρους του 1ου  κατηγορουμένου πως δεν αμφισβητούσε και δεν είχε αμφισβητήσει ότι ο συγκεκριμένος αστυνομικός που αναγνωρίστηκε ως ο ίδιος, με τη συγκεκριμένη δράση, ήταν πράγματι εκείνος. Επίσης σημειώνουμε την ανώμοτη δήλωση του κατηγορούμενου 8.  Όπως είπε «το video με παρουσιάζει στη σκηνή 6 περίπου λεπτά» και τα επικαλείται αυτά.  Όπως και τη μαρτυρία των παραπονουμένων αναφορικά με το τι έκαμνε εκεί τον υπόλοιπο χρόνο όπως θα έχουμε αργότερα την ευκαιρία να εξειδικεύσουμε.  Το ίδιο και η κατηγορούμενη 9. Με τη δική της ανώμοτη δήλωση, αναφερόμενη στη συμπεριφορά της, επικαλείται την επίμαχη ταινία ως αποκαλυπτική της δράσης της.  Όπως, ουσιαστικά, και ο κατηγορούμενος 10.  Περαιτέρω, όπως επίσης μας υποδείχθηκε από τον εφεσείοντα, προκύπτει και από τον κατηγορούμενο 2 ευθεία παραδοχή πως τον έδειχνε η ταινία, μάλιστα, με συγκεκριμένη δράση.  Παραπονούμενος αναφέρθηκε σ’ αυτή τη δράση του και, κατά τη συνέχεια της αντεξέτασής του, ο δικηγόρος του 2ου  κατηγορουμένου υπέβαλε στο μάρτυρα ότι εκτός από εκείνη τη φάση δεν είχε άλλη εμπλοκή.

 

Ό,τι απέμεινε, μετά τον αποκλεισμό της μαρτυρίας των αξιωματικών ήταν η μαρτυρία των ίδιων των παραπονουμένων.  Συζητήθηκε το ανασφαλές της αναγνώρισης στο εδώλιο (dock identification) ιδίως όταν, όπως εδώ, οι παραπονούμενοι που δεν κλήθηκαν προηγουμένως να συμμετάσχουν σε αναγνωριστική παράταξη, είχαν την ευκαιρία να δουν την ταινία πριν τη δίκη οπότε και δεν θα ήταν ακόμα και δυνατό να αποδοθεί η αναγνώριση των κατηγορουμένων στο εδώλιο στη μνήμη τους από το επεισόδιο, πολύ λιγότερο ενόψει των συνθηκών κάτω από τις οποίες εκείνο διαδραματίστηκε.  Παραμένει όμως το γεγονός πως και οι παραπονούμενοι, μέσα από την ταινία, προφανώς σε συνδυασμό και προς όσα, κατά τη μαρτυρία τους βίωσαν, προέβηκαν σε αναγνωρίσεις.  Και σημειώνουμε εδώ την παρατήρηση του Κακουργιοδικείου, και με αυτή την ευκαιρία, πως «το Δικαστήριο θα μπορούσε να παρακολουθήσει το ίδιο την εν λόγω ταινία».  Οπότε, όπως αντιλαμβανόμαστε, δεν θεώρησε πως υπήρχε ξεχωριστή αξία σ’ αυτή τη μαρτυρία.  Αυτό, όμως, χωρίς και καταγραφή κάποιας εξ αντικειμένου παρατήρησης σε σχέση με τους κατηγορούμενους σε συσχετισμό προς την ταινία.

 

Η υπόθεση για την Κατηγορούσα Αρχή, όπως εξήγησε το Κακουργιοδικείο, διερχόταν μέσα από την ταινία και των δι’ αυτής αναγνωρίσεων των κατηγορουμένων.  Εν τούτοις, για σκοπούς πληρότητας, παρά το ότι δεν είχε με τέτοιο τρόπο προωθηθεί η υπόθεση για την Κατηγορούσα Αρχή, το Κακουργιοδικείο εξέτασε και την υπόλοιπη μαρτυρία.  Για να διαπιστώσει, όμως, πως δεν ήταν δι’ αυτής δυνατό να καλυφθεί το θεμελιώδες κενό που προέκυψε από τη μη αποδοχή της ταινίας ως μαρτυρίας, αλλά, εν πάση περιπτώσει, και τον αποκλεισμό της μαρτυρίας σε σχέση με τις αναγνωρίσεις.

 

Αυτό το κενό καθόρισε και την αποδεικτική αξία της μαρτυρίας των παραπονουμένων.  Το Κακουργιοδικείο παρέθεσε με λεπτομέρεια αυτή τη μαρτυρία και έχουμε καταγράψει από την αρχή τις διαπιστώσεις του αναφορικά με τη σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση στην οποία τους υπέβαλαν αστυνομικοί.  Το Κακουργιοδικείο θεώρησε πως υποχρεωτικά το επεισόδιο, που διάρκησε περί τα 45 λεπτά, τα 43 από τα οποία φέρονταν να αποτυπώνονταν στην ταινία, θα έπρεπε να διχοτομηθεί.  Η μαρτυρία των παραπονουμένων, στην έκταση που προέκυπτε πως αυτή αφορούσε στα 43 λεπτά της ταινίας, δεν μπορούσε να εξεταστεί και δεν εξετάστηκε.  Ό,τι απέμεινε ήταν τα πρώτα μερικά λεπτά του επεισοδίου που δεν καλύπτονταν από την ταινία.  Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου:

 

«Βασικά, η εν λόγω μαρτυρία περιορίζεται στο χρονικό διάστημα των πρώτων μερικών λεπτών κατά τα οποία διενεργήθηκε η σύλληψη τους και πριν αρχίσει η ισχυριζόμενη βιντεογράφιση του επεισοδίου. Ο περιορισμός αυτός επιβάλλεται εκ των πραγμάτων αφού έχουμε ήδη αποφασίσει ότι η ταινία, τεκμήριο 43, και ό,τι άλλο παρήχθη από αυτή δεν αποτελεί στο τέλος της ημέρας αποδεχτή μαρτυρία.».

 

Το κατά πόσο πράγματι ήταν αναπόφευκτος αυτός ο περιορισμός και η συνακόλουθη διχοτόμηση της ενιαίας μαρτυρίας των παραπονουμένων δεν συζητήθηκε και, πάντως, είναι πλέον γεγονός πως εκείνη η μαρτυρία, μετά τα πρώτα μερικά λεπτά, δεν εξετάστηκε.  Είναι προφανές πως αυτής της μορφής η αξιολόγηση κρίθηκε ως επιβεβλημένη εξ αιτίας των προηγούμενων κρίσεων αναφορικά με τη δεχτότητα  της μαρτυρίας που αναφέρθηκε.  Συνεπώς, σε κάθε περίπτωση, τελεί υπό την αίρεση της μη ανατροπής αυτών των κρίσεων.  Μόνο τότε θα προέκυπτε ζήτημα αυτοτελούς εξέτασης των πρώτων μερικών λεπτών, δυο ή τριών όπως αναφέρθηκε σε άλλο σημείο, του επεισοδίου προς έλεγχο της κατά νόμο ορθότητας της κρίσης πως, στο πλαίσιο της μαρτυρίας που αφορούσε σε εκείνα τα λεπτά, δεν αποδείχθηκε διάπραξη αδικήματος αλλά, εν πάση περιπτώσει, και ο ρόλος των κατηγορουμένων.  Διαφορετικά, δεν θα παρεχόταν έδαφος για απομόνωση των πρώτων δυο ή τριών λεπτών προς κρίση επί αυτών χωρίς αναφορά στις άλλες επιδράσεις από όσα ακολούθησαν και όπως αυτά, κατά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής, ως σύνολο, έδειχναν και τη διάπραξη των αδικημάτων και το ρόλο του καθενός.

 

Το τελικό αποτέλεσμα ήταν η αθώωση όλων των κατηγορουμένων.  Η ανακοπή των παραπονουμένων από αστυνομικούς, η σύλληψή τους από αστυνομικούς που ήταν γνωστοί και η αδιαμφισβήτητη κακοποίησή τους από αστυνομικούς, όταν πλείστοι από τους κατηγορούμενους ήταν παραδεχτώς παρόντες, δεν ήταν αρκετά.  Έλειπε η απαραίτητη μαρτυρία ως προς το ποιος έκαμε τι και βεβαίως, πολύ περισσότερο, μαρτυρία ότι οι κατηγορούμενοι 5, 6 και 7 ήταν καν παρόντες.  Αφού έλειπε δε αυτή η μαρτυρία που θα καθόριζε τους αυτουργούς δεν θα μπορούσε να τίθεται και ζήτημα ευθύνης των κατηγορουμένων κατά το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 είτε ευθύνης των κατηγορουμένων 4,  7, 8 και 10 για ανοχή, παράλειψη αποτροπής ή παραμέληση υπηρεσιακού καθήκοντος προς αποτροπή.

 

Το Κακουργιοδικείο, διαπίστωσε και «πρόσθετο λόγο για την απόρριψη της υπόθεσης αυτής».  Ήταν τέτοιας έκτασης η δυσμενής για τους κατηγορούμενους δημοσιότητα με διάφορους τρόπους, τους οποίους με λεπτομέρεια κατέγραψε, που η δίκη καθίστατο μη δίκαιη.  Με την ακόλουθη καταληκτική παράγραφο: 

 

«Αν συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι υπέχουν ή όχι ποινική ευθύνη για τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνται αρμόδιο να αποφασίσει είναι μόνο το δικαστήριο. Η απόδοση σ’ αυτούς ποινικής ευθύνης με τον τρόπο που έχει στην προκειμένη περίπτωση συμβεί, από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, με την εμπέδωση ανάλογου αισθήματος έναντι των κατηγορουμένων από το κοινό είναι απαράδεχτη σε μια ευνομούμενη κοινωνία. Αποτελεί δε αυτό σοβαρή παρέμβαση στο έργο της δικαιοσύνης προκαταλαμβάνει το αποτέλεσμα της δίκης. Αναμφίβολα μια κατάσταση πραγμάτων όπως αυτή που έχουμε περιγράψει προηγουμένως λειτουργεί ανασταλτικά στην ορθή απονομή της δικαιοσύνης και ειδικότερα στη διεξαγωγή δίκαιης δίκης όσον αφορά τους κατηγορούμενους. Ενώ συγχρόνως αποτελεί σφετερισμό της δικαστικής εξουσίας και περιφρόνηση του Δικαστηρίου. Με δεδομένη πλέον την κατάληξη μας και επί των προηγούμενων πτυχών, η παρούσα αποτελεί πρόσθετο λόγο για την απόρριψη της υπόθεσης αυτής».

 

 

Ο Γενικός Εισαγγελέας άσκησε δέκα εφέσεις, μια για τον κάθε κατηγορούμενο.  Όμως, οι λόγοι έφεσης είναι, για όλους, ακριβώς οι ίδιοι.  Περιλαμβάνουν εκτεταμένη αιτιολογία η οποία περαιτέρω επεξηγήθηκε σε διάγραμμα αγόρευσης αλλά και προφορικά ενώπιόν μας.  Αυτή η αιτιολογία των σχετικών λόγων έφεσης παραπέμπει κυρίως σε όσα έχουμε ήδη συζητήσει και δεν θα την επαναλάβουμε.  Υποβλήθηκαν, όμως, και άλλοι λόγοι έφεσης και, βεβαίως, προτιθέμεθα να τους εξετάσουμε ένα προς ένα.  Διευκρινίζεται όμως πως, όπως δηλώθηκε ενώπιόν μας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα αλλά και όπως προκύπτει από τις ειδοποιήσεις έφεσης, οι λόγοι έφεσης αφορούν μόνο στις κατηγορίες που απέμειναν, όχι δηλαδή και σε εκείνες για τις οποίες είχε κριθεί ότι δεν αποδείχθηκαν εκ πρώτης όψεως.

 

Προέχει το ζήτημα της δικαιοδοσίας μας.  Το δικαίωμα έφεσης κατά αθωωτικής απόφασης είναι περιορισμένο.  Το άρθρο 137(1)(α) του Περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, όπως τροποποιήθηκε, καθορίζει τις δυνατότητες.  Το παραθέτουμε:

 

«Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται –

 

(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

 

(ι) ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής∙

 

(ιι)            ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε∙

(ιιι) ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων∙

 

(ιν)  ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας∙».

 

Σε ένα από τα διαγράμματα των εφεσιβλήτων απλώς περιλαμβάνεται η γενική εκτίμηση πως ενώ οι λόγοι έφεσης, όπως είναι διατυπωμένοι, εντάσσονται στο άρθρο 137(1)(α), η αιτιολογία τους παραπέμπει ουσιαστικά σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας.  Θέση την οποία αντέκρουσε ο εφεσείων, και αυτός χωρίς αναφορά στη νομολογία μας, με γενική δήλωση.

 

Είναι θεμελιωμένο πως η φύση του θέματος, που αφορά στη δυνατότητα ανατροπής αθωωτικής απόφασης προς επανάκριση, επιβάλλει στενή ερμηνεία και αυστηρή τήρηση των προϋποθέσεων.  Κατά την εξέταση του θέματος, για να αντλήσουμε τα βασικά από τη νομολογία μας, θα πρέπει να διαγιγνώσκεται και να αποκλείεται η συγκαλυμμένη επιδίωξη της αμφισβήτησης και του παραμερισμού της αξιολόγησης της μαρτυρίας που, βεβαίως,  βρίσκεται εκτός της εμβέλειας του άρθρου.  Το οποίο, στην ουσία, εισάγει τη δυνατότητα έφεσης επί θεμάτων που ουσιαστικά ενέχουν νομικό σημείο, ώστε η διαπίστωση γεγονότος στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή θέματος σχετικού προς αυτή να αποκλείεται.  (Βλ. Αttorney General v. Schizas (1983) 2 CLR 328, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 ΑΑΔ 133, Γενικός Εισαγγελέας ν. Δημοσθένους (1990) 2 ΑΑΔ 152, Γενικός Εισαγγελέας ν. Μανώλη (1995) 2 ΑΑΔ 207, Γενικός Εισαγγελέας ν. Σωφρονίου (2000) 2 ΑΑΔ 151, Δήμος Αγίας Νάπας ν. Χαμάλη (2000) 2 ΑΑΔ 241,  Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου κ.α. (2002) 2 ΑΑΔ 67, Γενικός Εισαγγελέας ν. Γεωργίου (2006) 2 ΑΑΔ 217).

 

Προσεγγίζουμε εδώ τον όρο «νομικό σημείο»,  όπως ακριβώς τον βρίσκουμε στη νομολογία μας κατά την αναφορά στο άρθρο 137(1)(α), έχοντας υπόψη και τα εν γένει νομολογηθέντα ως προς το τι μπορεί να περιλαμβάνει αυτός ο όρος.  Δεν υπάρχει εξαντλητικός ορισμός αλλά είναι στοιχειώδες πως δεν περιλαμβάνει τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου  επί των γεγονότων, εκτός αν, όπως εξηγήθηκε, αυτές προκύπτουν από λανθασμένη καθοδήγηση ως προς το νόμο.  Έπεται πως η απόφανση προϋποθέτει δοσμένη κατάσταση πραγμάτων αλλά δεν προϋποθέτει πάντοτε και κάποια ιδιαίτερη νομοθετική διάταξη με ζητούμενο το κατά πόσο αυτά τα γεγονότα καλύπτονται ή όχι από αυτή.  Είναι ευρύτερη η έννοια του όρου και περιλαμβάνει, όπως ρητά αναγνωρίστηκε σε σειρά υποθέσεων, την εξαγωγή συμπερασμάτων που είναι αντίθετα ή δεν συνάδουν με τη μαρτυρία που προσάχθηκε ή ακόμα και άποψη πάνω στα πρωτογενή γεγονότα που δεν μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί αλλά και, ειδικότερα, εκτίμηση περί της αποτυχίας απόσεισης του βάρους απόδειξης στη βάση των διαπιστωνόμενων γεγονότων (Βλ. In Re HjCostas (1984) 1 CLR 513, Stylianides v. Paschalides (1985) 1 CLR 49, Kυριακίδης (1992) 1 AAΔ 26, Λοΐζου ν. Stylson Engin. Co. Ltd (1998) 1 AAΔ 2077, Tρύφωνος ν. Τakis Vashiotis Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 1953, Οικονόμου Αρχ. & Μηχ. κ.α. ν. Δημητρίου (2000) 1 ΑΑΔ 853).  Μαζί με αυτά, κατά την πιο πάνω νομολογία, δικαστική ενέργεια χωρίς μαρτυρία αλλά και λανθασμένη αποδοχή ή απόρριψη αποδεικτικού υλικού.    Περιπτώσεις που συσχετίζονται και με το άρθρο 137(1)(α) (ι) και (ιι).  Κατά την (ι) είναι δυνατή η άσκηση έφεσης για το ότι δεν υπήρξε απόδειξη, εννοείται μαρτυρία (evidence), βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικά γεγονότα ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής.  Και κατά την (ιι) για το ότι απόδειξη (evidence) πλημμελώς έγινε δεκτή ή αποκλείστηκε.  Όπως εξηγήσαμε, όχι ως το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της ως αναξιόπιστης αφού προηγουμένως έγινε δεκτή ως μαρτυρία.  Αλλά ως το αποτέλεσμα κρίσης πως ήταν ή δεν ήταν αποδεκτή ως μαρτυρία κατά το δίκαιο της απόδειξης.  Όρος που πρέπει να θεωρηθεί ότι εκτείνεται σε κάθε αρχή δικαίου που καθορίζει την αποδοχή της προσαγωγής ορισμένης μαρτυρίας ή τον αποκλεισμό της.  Ενώ, σε σχέση με την (ιιι),  στην (ιν)  δεν αναφερόμαστε  γιατί δεν έχουμε εδώ κάτω από οποιαδήποτε εκδοχή αντικανονικότητα διαδικασίας, για το ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων.  Είναι συναφώς χρήσιμο να ανατρέξουμε στη νομολογία αναφορικά με το πώς, αυτή η δυνατότητα, εφαρμόστηκε.  Στην The Attorney General of the Republic v. Takis Herodotou (1969) 2 CLR 10, η αθωωτική απόφαση παραμερίστηκε επειδή, αντίθετα προς την αποτίμηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η μαρτυρία, στην πραγματικότητα, αποδείκνυε τη διάπραξη του αδικήματος.  Όπως ακριβώς και στις Δήμος Λευκωσίας ν. Ηοpeland Enterprises Ltd κ.α. (1996) 2 AAΔ 21 και Γεν. Εισαγγελέας ν. Χρυσοστόμου (Αρ. 1) (2002) 2 ΑΑΔ 473.   Στην The Attorney General of the Republic v. Kyriacos Chrysanthou Petrou (1972) 2 CLR 81, το πρωτόδικο Δικαστήριο, έκρινε πως δεν αποδείκτηκε εκ πρώτης όψεως υπόθεση για σεξουαλικό αδίκημα κατά ανήλικης, αφού δεν ήταν διατεθειμένο να στηρικτεί στη μη ενισχυόμενη μαρτυρία της παραπονούμενης.  Διαπιστώθηκε πως υπήρχε μαρτυρία, από τρίτο, που θα μπορούσε, ανάλογα με την αξιολόγησή της, να συνιστούσε ενισχυτική μαρτυρία.  Δεν αναφέρθηκε σ’ αυτή τη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο και κρίθηκε πως η περίπτωση καλυπτόταν από το άρθρο 137(1)(α)(ιιι) για πλημμελή εφαρμογή του νόμου επί των πραγματικών γεγονότων.  Ως νόμος, εν προκειμένω, όπως εξηγήθηκε, ήταν ο κανόνας πρακτικής σε σχέση με την προσέγγιση της μαρτυρίας των παραπονούμενων σε σεξουαλικής φύσης υπόθεση.  Και θεωρήθηκε πως εφαρμόστηκε πλημμελώς εξ αιτίας της παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ασχοληθεί με ουσιώδες γεγονός το οποίο θα έπρεπε να ληφθεί υπόψη αναφορικά με το κατά πόσο υπήρχε ενισχυτική μαρτυρία.  Τελικά, στην Αttorney General v. Panayiotides (1983) 2 CLR 253, η αθώωση παραμερίστηκε, μεταξύ άλλων, ως το αποτέλεσμα απόδοσης μη δέουσας βαρύτητας σε ορισμένη μαρτυρία. 

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 παραπέμπουν σε πλημμελή αποκλεισμό της ταινίας, δια μέσου του αποκλεισμού της εξ ακοής δήλωσης και της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων.  Στο πλαίσιο του πρώτου λόγου έφεσης, σημειώνουμε, προτείνεται και το αντινομικό θα λέγαμε πως, τελικά, την ευθύνη για τη μη κλήση του παραγωγού της ταινίας φέρει η υπεράσπιση επειδή δεν ζήτησε να εκδοθεί διαταγή προς το Γενικό Εισαγγελέα για αποκάλυψη του ονόματος του.  Ενώ ήταν η ίδια η Κατηγορούσα Αρχή που επιδίωξε την παρουσίαση της ταινίας υπό το δεδομένο της απουσίας του παραγωγού από του εδώλιο του μάρτυρα.  Οι λόγοι έφεσης 3 και 5 παραπέμπουν σε πλημμελή αποκλεισμό της μαρτυρίας των παραπονουμένων και των αξιωματικών ως προς τις αναγνωρίσεις των κατηγορουμένων, στην έκταση που αυτές διέρχονταν μέσα από την παρακολούθηση της ταινίας.  Έχουμε δει πως, πράγματι, περί αποκλεισμού μαρτυρίας επρόκειτο και στις δυο περιπτώσεις και υπενθυμίζουμε, για την περίπτωση των αναγνωρίσεων από τους αξιωματικούς της αστυνομίας πως, ακριβώς γι’ αυτό, το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους δεν εξετάστηκε.  Κατά διαφοροποίηση προς άλλες περιπτώσεις, από τη νομολογία μας, στις οποίες, υπό το δεδομένο ότι η μαρτυρία, μάλιστα, σε σχέση και με εμπειρογνώμονες ήταν αποδεκτή, αυτή απορρίφθηκε είτε κατά σύγκριση προς μαρτυρία άλλων μαρτύρων ή ως εκ της αξιολόγησης του περιεχομένου της.  Οπότε, ευθέως το θέμα της ορθότητας ή μη αυτού του αποκλεισμού καλύπτεται από το άρθρο 137(1)(α)(ιι).  Ανεξάρτητα όμως από αυτό, όσα σημειώσαμε σε σχέση με τις πλημμέλειες που εντοπίζονται,  ούτως ή άλλως, θα ενέτασσαν τα εγειρόμενα θέματα, κατά περίπτωση, και στις υπόλοιπες υποπαραγράφους (ι) και (ιιι).  Η μαρτυρία ήταν δεδομένη και για τα δυο ζητήματα και ερωτήματα αξιοπιστίας δεν υπήρχαν.  Οι μάρτυρες ήταν ειλικρινείς και, πλέον, περί συμπερασμάτων ή εκτιμήσεων ήταν ο λόγος.  ΄Εχουμε εξηγήσει πως το κατά πόσο ορισμένο συμπέρασμα λογικά δικαιολογείται από τα πρωτογενή γεγονότα είναι ζήτημα νομικό και έχουμε παραθέσει και τη σχετική νομολογία.  Προσθέτουμε εδώ πως είναι στοιχειώδες, ως θέμα αρχής, «νόμου» με την έννοια του άρθρου 137, ότι η εξαγωγή των συμπερασμάτων πρέπει να είναι το αποτέλεσμα της αποτίμησης του συνόλου των πρωτογενών γεγονότων που είναι εξ αντικειμένου βαρύνοντα.  Εν προκειμένω, έχουμε παραθέσει ήδη τον αποσπασματικό τρόπο με τον οποίο προσεγγίστηκε και το ζήτημα της εξ ακοής μαρτυρίας και το ζήτημα των εμπειρογνωμόνων και το ζήτημα των αναγνωρίσεων.  Ώστε, διάφορες μαρτυρίες να κριθούν αυτοτελώς, χωρίς συσχετισμό της μιας προς την άλλη, όπως επιβαλλόταν.  Επίσης έχουμε αναφερθεί στο ότι λανθασμένα εκλήφθηκε πως η μαρτυρία των δυο εμπειρογνωμόνων ήταν αντιφατική, με την έννοια ότι η μια αναιρούσε την άλλη, αλλά και σε άλλα που εκλήφθηκαν ως υπαρκτά ενώ δεν ήταν.  Παραπέμποντας, συνεπώς, στις επισημάνσεις μας που με λεπτομέρεια προηγήθηκαν, καταλήγουμε πως το Κακουργιοδικείο  πλημμελώς απέκλεισε την ταινία  και τη μαρτυρία για τις αναγνωρίσεις αφού συναφώς εξέλαβε γεγονότα ως υπαρκτά ενώ αυτά δεν ήταν και αφού πλημμελώς εφάρμοσε το νόμο στα γεγονότα.

 

Η διχοτόμηση του επεισοδίου, όπως κρίθηκε, ως εξ ανάγκης αποτέλεσμα από τον αποκλεισμό της πιο πάνω μαρτυρίας, δεν μπορεί, όπως έχουμε εξηγήσει, να προσφέρει βάση για διαπιστώσεις επί των γεγονότων.  Βρισκόμαστε πλέον μπροστά σε πλήρη απουσία διαπιστώσεων επί των γεγονότων για το χρονικό διάστημα που κάλυπτε η ταινία ενώ και η εξέταση της μαρτυρίας ανεξάρτητα από την ταινία έγινε κατά απομόνωση προς όσα κατά λογική συνέπεια θα ήταν δυνατό να συσχετίζονται και προς όσα κάλυπτε η ταινία.  Κατά τον εφεσείοντα, αυτό το κενό δεν μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο στην καταδίκη των κατηγορουμένων από το Ανώτατο Δικαστήριο στις κατηγορίες.  Στο πλαίσιο δε αυτής της εισήγησης, που βρίσκει την έκφρασή της στους λόγους έφεσης 4 και 7, την οποία ανέπτυξε υπό την προϋπόθεση βεβαίως της επιτυχίας των άλλων λόγων έφεσης, αναφέρθηκε σε νομολογία και νομοθετικές διατάξεις σε σχέση με την ιδιαίτερη ποινική ευθύνη αστυνομικών, προς αποτροπή.  Με αποτέλεσμα και η απλή παρουσία τους να στοιχειοθετεί τέτοια ποινική ευθύνη.  Οι εφεσίβλητοι δεν συμφώνησαν με αυτή τη θέση.  Κατά τη δική τους άποψη, σε περίπτωση επιτυχίας των λόγων έφεσης μόνο για επανεκδίκαση θα ήταν δυνατό να γίνεται λόγος, νοουμένου ότι αυτή θα ήταν, κατά τις αρχές, δικαιολογημένη.

 

Συμφωνούμε με την άποψη των εφεσιβλήτων.  Το κενό διαπιστώσεων επί των γεγονότων θα καθιστούσε εντελώς επισφαλές το εγχείρημα για απόδοση ποινικής ευθύνης, στη βάση των γενικών διαπιστώσεων του Κακουργιοδικείου αναφορικά με την κακοποίηση των παραπονουμένων.  Επιπλέον, η εισήγηση για απόδοση ποινικής ευθύνης στους κατηγορούμενους στη βάση της παρουσίας τους, παραγνωρίζει το ίδιο το κατηγορητήριο, σε σχέση με το οποίο διεξάχθηκε η δίκη.  Δεν ήταν υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής πως οι κατηγορούμενοι, όλοι μάλιστα, ήταν ένοχοι εξ αιτίας της απλής παρουσίας τους, γενικώς.  Εκείνοι της πρώτης ομάδας, φέρονται, όπως εξηγήσαμε, ως οι αυτουργοί και όλες οι άλλες κατηγορίες, κατά των κατηγορουμένων της δεύτερης ομάδας, έχουν στη βάση τους ακριβώς τη δράση των αυτουργών, την οποία φέρονται να ανέχθηκαν ή να μην απέτρεψαν.

 

Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως υπήρχε και πρόσθετος λόγος απόρριψης της υπόθεσης, αυτός των δυσμενών δημοσιευμάτων που απέληξαν σε μη δίκαιη δίκη και είναι σ’ αυτή την πτυχή που αφορά ο έκτος λόγος έφεσης.  Προφανώς παραδεκτός αφού έχει στη ρίζα του την κατ’ ισχυρισμό  πλημμελή εφαρμογή του νόμου στα γεγονότα, κατά το άρθρο 137(1)(α)(ιιι).

 

Το Κακουργιοδικείο έκρινε πως εξ αιτίας των δυσμενών δημοσιευμάτων η δίκη δεν ήταν δίκαιη, την ίδια στιγμή που στη βάση των σκέψεων του επί της μαρτυρίας, οι κατηγορούμενοι δικαιούνταν να αθωωθούν επί της ουσίας.  Δεν χρειάζεται, όμως, να σταθούμε σ’ αυτό, αλλά σημειώνουμε την ανεξαρτησία της σκέψης την οποία, ως όφειλε, επέδειξε το Κακουργιοδικείο, αφού έκρινε στη βάση των δικών του αποτιμήσεων, αντίθετα προς ό,τι φαινόταν να είναι το δημοφιλές.  Ήδη, με την ενδιάμεση απόφαση που εκδώσαμε, που αφορούσε και στην εισήγηση πως η εκδίκαση της έφεσης δεν θα ήταν δίκαιη, επιβεβαιώσαμε τη νομολογία μας πως στο νομικό μας σύστημα δεν νοείται κατάργηση ή μη διεξαγωγή της δίκης λόγω δυσμενών δημοσιευμάτων, αυτοτελώς.  Δεν θα επαναλάβουμε, βεβαίως, τα ίδια αλλά σημειώνουμε το ουσιώδες πως τα δυσμενή δημοσιεύματα είναι δυνατό να έχουν επίδραση στη δίκαιη δίκη ανάλογα με τη συγκεκριμένη επίδρασή τους στο πλαίσιο της δίκης που καθηκόντως διεξάγεται.  Εν προκειμένω όμως, όπως προκύπτει και από το απόσπασμα από την απόφαση του Κακουργιοδικείου που προηγουμένως παραθέσαμε, δεν ήταν με αναφορά σε οποιαδήποτε συγκεκριμένη ουσιώδη επίδραση που κρίθηκε πως η δίκη δεν ήταν δίκαιη.  Κρίθηκε πως η δίκη δεν ήταν δίκαιη γενικώς ως εάν να ήταν παραδεκτό, ως θέμα αρχής, πως, ανεξάρτητα από τέτοια επίδραση, η έκταση και το περιεχόμενο δυσμενών δημοσιευμάτων καθιστούν αυτοτελώς τη δίκη μη δίκαιη.  Καταλήγουμε, επομένως, πως ήταν νομικά λανθασμένη αυτή η προσέγγιση του Κακουργιοδικείου.

 

Η διαπίστωση λόγων που επιβάλλουν τον παραμερισμό της αθωωτικής απόφασης, χωρίς όμως και να παρέχεται εκ των δεδομένων δυνατότητα καταδίκης από το Ανώτατο Δικαστήριο, δεν επάγεται αυτομάτως διαταγή για επανεκδίκαση.  Το ζήτημα της επανεκδίκασης επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου και, κατά την άσκησή της, γνώμονας είναι το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως αυτό προσδιορίζεται από την εξισορρόπηση της ανάγκης για ορθή εφαρμογή του Νόμου και των επιπτώσεων πάνω στον κατηγορούμενο.  Αυτό, ως το σταθερό κριτήριο, είναι πάγιο στη νομολογία, στην οποία επίσης καταγράφεται σειρά παραγόντων, όχι βεβαίως κατά τρόπο εξαντλητικό οι οποίοι, μέσα στο πιο πάνω πλαίσιο, είναι σχετικοί.  (βλ. μεταξύ άλλων, Phivos Petrou Pierides v. The Republic (1971) 2 CLR 263, Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδουλου (1990) 2 ΑΑΔ 133, Αssadourian v. Δημοκρατίας (1995) 2 ΑΑΔ 279).

 

Οι εφεσίβλητοι, προς στήριξη της εισήγησης τους για μη έκδοση διαταγής για επανεκδίκαση και για οριστικό τερματισμό της ποινικής διαδικασίας, επικαλέστηκαν παράγοντες πράγματι σχετικούς.  Αυτοί ήταν ο χρόνος που έχει διαρρεύσει και που θα απαιτηθεί περαιτέρω για τις ανάγκες της νέας δίκης.  Η δαπάνη που υπέστησαν και θα υποστούν στη συνέχεια, το γεγονός ότι τέθηκαν σε διαθεσιμότητα με μειωμένες απολαβές, η εκκρεμότητα και της πειθαρχικής τους δίωξης.  Επικαλέστηκαν και το γεγονός ότι, εν πάση περιπτώσει, εκκρεμεί αγωγή που καταχώρισαν εναντίον κατηγορουμένων οι παραπονούμενοι αλλά διερωτώμαστε αν η προοπτική δίκης σε πολιτικό δικαστήριο αδυνατίζει αντί να ενισχύει την άποψη των εφεσιβλήτων.  Επίσης έγινε αναφορά στο ότι δεν θα πρέπει να παρέχεται, με την επανεκδίκαση, δεύτερη ευκαιρία στην Κατηγορούσα Αρχή να αποδείξει την υπόθεσή της, παράγοντας που ασφαλώς είναι σχετικός αλλά αυτό κατά παραγνώριση του γεγονότος ότι τα διαπιστωθέντα αφορούν στην ήδη προσαχθείσα μαρτυρία και στις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα σε σχέση με αυτή.  Εν πάση περιπτώσει, το καίριο αφορά στην ιδιαίτερη σοβαρότητα των αδικημάτων.  Κατά την υπόθεση της Κατηγορούσας Αρχής αριθμός αστυνομικών υπέβαλαν ανυπεράσπιστους πολίτες σε σκληρή, απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση.  Ότι οι παραπονούμενοι υπέστησαν πράγματι αυτή τη μεταχείριση από αστυνομικούς, είναι κοινός τόπος και πιστεύουμε πως, κατά την οφειλόμενη εξισορρόπηση, η πλάστιγγα σαφώς κλίνει υπέρ της διαταγής για επανεκδίκαση.  Αυτό είναι που απαιτεί, κάτω από τα εξαιρετικά περιστατικά της παρούσας υπόθεσης, το συμφέρον της δικαιοσύνης.

 

Όχι, όμως, για όλους τους κατηγορούμενους.  Διακρίνουμε διαφοροποιητικά στοιχεία αφορώντα στην κατά την Κατηγορούσα Αρχή συμμετοχή ορισμένων από τους κατηγορούμενους.  Δεν εννοούμε πως στην περίπτωσή τους δεν θα ήταν νοητή η καταδίκη ανάλογα με τις διαπιστώσεις και τα συμπεράσματα μετά από δέουσα αποτίμηση του αποδεικτικού υλικού.  Όμως και η δύναμη της μαρτυρίας της Κατηγορούσας Αρχής είναι σχετική όπως, βεβαίως, και ο ρόλος του καθενός ως στοιχείο και αυτό προσδιοριστικό της σοβαρότητας της υπόθεσης, ως προς τον ίδιο.

 

Οι κατηγορούμενοι 4, 7, 8 και 10 δεν αντιμετωπίζουν κατηγορίες πως ενήργησαν ως αυτουργοί.  Η ποινική τους ευθύνη κατά τις κατηγορίες αφορά στην άρνηση ή μη αποτροπή της παράνομης δράσης των αυτουργών.  Κατά τη μαρτυρία ο κατηγορούμενος 4 ήταν εξ αρχής παρών κατά τη σύλληψη των παραπονουμένων και την ακινητοποίησή τους στο πεζοδρόμιο μέχρι και τη λήξη του επεισοδίου.  Μάλιστα, περιλαμβάνεται μεταξύ των κατηγορουμένων που καταχώρησαν αγωγή εναντίον των παραπονουμένων, όπως έχουμε σημειώσει.  Ο κατηγορούμενος 7, κατά τη μαρτυρία, μετέβη εκεί σε μεταγενέστερο στάδιο αλλά υπάρχει συγκεκριμένη μαρτυρία για κακοποίηση παραπονουμένου στην παρουσία του.  Αυτά δεν υπάρχουν στην περίπτωση των κατηγορουμένων 8 και 10.  Αντίθετα, κατά τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, ο κατηγορούμενος 8 συμπεριφέρθηκε ανθρώπινα στους παραπονούμενους και έκαμε ό,τι μπορούσε για να βοηθήσει τον ένα από αυτούς, στον οποίο άναψε και τσιγάρο.  Ο κατηγορούμενος 10 πήγε στη σκηνή μετά τη σύλληψη και ακινητοποίηση των παραπονουμένων, μετά από μήνυμα, μαζί με συνάδελφό του.  Ο ένας από τους παραπονούμενους καθόταν στο πεζοδρόμιο, τους είπαν ότι συνέλαβαν κάποιο μεθυσμένο και πως δεν χρειάζονταν βοήθεια.  Μετά από αυτό, έφυγαν.  Η παρουσία τους στη σκηνή διήρκησε μόλις δυο λεπτά και λόγος για διαφορετική αντιμετώπιση του κατηγορούμενου 10 από το συνάδελφό του που το συνόδευε, δεν μας υποδείχθηκε.  Θεωρούμε πως στο πλαίσιο της μαρτυρίας που έχει προσαχθεί από την ίδια την Κατηγορούσα Αρχή δεν θα ήταν δίκαιο να διαταχθεί επανεκδίκαση σε σχέση με τους κατηγορούμενους 8 και 10, ώστε η διαδικασία ως προς αυτούς, να τερματιστεί.

 

Ενόψει των πιο πάνω οι εφέσεις επιτυγχάνουν και διατάσσεται επανεκδίκαση, το συντομότερο δυνατό, από κακουργιοδικείο με διαφορετική σύνθεση σε σχέση με τους κατηγορούμενους 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7 και 9, για τις κατηγορίες που αποτέλεσαν το αντικείμενο των εφέσεων.

 

ΝΑΘΑΝΑΗΛ, Δ.:  Άγομαι στην ίδια κατάληξη όπως και η πλειοψηφία σε σχέση με τον τερματισμό της περαιτέρω διαδικασίας για τους κατηγορούμενους 8 και 10, καθώς και για την επανεκδίκαση της υπόθεσης από διαφορετικής σύνθεσης Κακουργιοδικείο για τους υπόλοιπους κατηγορούμενους. 

 

Το σκεπτικό της πλειοψηφίας αναφορικά με όλα τα ζητήματα όπως αυτά αναλύονται στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο.  Με όλο το σεβασμό, όμως, επιθυμώ να καταθέσω την προσωπική μου άποψη ως προς το πρώτο εξετασθέν θέμα, όπως επέλεξε να το χειριστεί το Κακουργιοδικείο, αυτό της αποδοχής της βιντεοταινίας εκ πρώτης όψεως ως πραγματικής μαρτυρίας («real evidence») και της μεταγενέστερης απόρριψης της, από το Κακουργιοδικείο, ενόψει και των ευρύτερων θεμάτων που απασχόλησαν κατά την έφεση, αλλά και πρωτοδίκως.

 

Κατά τη δική μου αντίληψη, η ανάγνωση του σκεπτικού του Κακουργιοδικείου στην τελική του απόφαση ημερ. 19.3.09 σελ. 5-17, παρά τη διασύνδεση του θέματος με ευρύτερες  αρχές της δίκαιης δίκης, αποκαλύπτει ότι ο αποκλεισμός της βιντεοταινίας ως αυθεντικής (και σχολιάζω εδώ, αποκλειστικά και μόνο την προσπάθεια απόδειξης της αυθεντικότητας διά της εξ ακoής μαρτυρίας του παραγωγού), είχε ως βασικό  υπόβαθρο τη θέση ότι η μη παρουσίαση του παραγωγού της κατά την ακροαματική διαδικασία αποστερούσε από την υπεράσπιση τα αναγκαία εκείνα εχέγγυα που θα διασφάλιζαν ορθή κρίση υπέρ ή εναντίον της αυθεντικότητας.  Θεωρήθηκε ως ανίσχυρη προς απόδειξη της αυθεντικότητας, η εξ ακοής δήλωση του παραγωγού ως προς το ζητούμενο, μέσω της μαρτυρίας του Γενικού Εισαγγελέα που κατείχε τη βιντεοταινία, αλλά και του μάρτυρα Νικολαΐδη, ποινικού ανακριτή στην υπόθεση, προς τον οποίο στην παρουσία του Γενικού Εισαγγελέα, ο άγνωστος παραγωγός παρέδωσε αργότερα το πρωτότυπο της βιντεοταινίας.

 

Αυτή ακριβώς τη μεταφορά της εξ ακοής μαρτυρίας ώστε εξ αυτής να εξάγεται ως πραγματικό συμπέρασμα η αυθεντικότητα της, δεν δέχθηκε το Κακουργιοδικείο διότι, ως επί λέξει εξήγησε: «Μεταφέρει η μαρτυρία αυτή τους ισχυρισμούς κάποιου τρίτου προσώπου το οποίο δεν κλήθηκε ως μάρτυρας στη δίκη και  ούτε αποκαλύφθηκε η ταυτότητα του, αποστερώντας έτσι από την υπεράσπιση κάθε ευκαιρία να τον αντεξετάσει ως προς την αυθεντικότητα της αλλά και γενικά ως προς τις συνθήκες παραγωγής της.».

 

Κατά την προσωπική μου εκτίμηση, αυτή η θέση  είναι ορθή ιδωμένη αυτοτελώς, ανεξάρτητα δηλαδή από το αν το Κακουργιοδικείο στη συνέχεια λανθασμένα απέκλεισε την υπόλοιπη διαθέσιμη μαρτυρία που είχε επίσης ως αντικειμενικό σκοπό την απόδειξη της αυθεντικότητας της βιντεοταινίας μέσω, δηλαδή, των εμπειρογνωμόνων.  Στο ακολουθούμενο σύστημα αντιπαράθεσης που λαμβάνεται στην Κύπρο, προερχόμενο και εδραζόμενο επί του αντίστοιχα θεμελιωμένου Αγγλοσαξονικού συστήματος κοινοδικαίου, αποτελεί ύψιστη και θεμελιώδη αρχή ότι έκαστος κατηγορούμενος δικαιούται να αντικρύσει και να αντικρούσει τον κατήγορο του, καθώς και όλους τους μάρτυρες του.  Με συνακόλουθο βέβαια το δικαίωμα αντεξέτασης ως τον κλασσικό τρόπο ανίχνευσης της αλήθειας.   Στις συνθήκες της συγκεκριμένης υπόθεσης, η προσπάθεια απόδειξης της αυθεντικότητας διά ενός εκ των τρόπων που επιχείρησε η κατηγορούσα αρχή, δηλαδή, με την εξ ακοής μαρτυρία μεταφοράς της θέσης του παραγωγού, δεν ήταν νομικά αποδεκτή για τους πιο κάτω λόγους:

 

Κατά  αρχάς δεν  ήταν περίπτωση που ήταν εξ αντικειμένου αδύνατη η παρουσίαση του παραγωγού ως μάρτυρα.  Ο εκφρασθείς και μεταφερθείς διά στόματος του Γενικού Εισαγγελέα, φόβος του άγνωστου παραγωγού δεν αποτελούσε κατά νόμο αποδεκτό λόγο μη παρουσίασης του ως μάρτυρα.  Δεν υπάρχει τέτοια νομοθετική πρόνοια στον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, ούτε μετά την ομολογουμένως ευρεία τροποποίηση του αποκλεισμού του εξ ακοής κανόνα με τον τροποποιητικό Νόμο αρ. 32(Ι)/04.  Πρόνοια για προστασία μάρτυρα λόγω φόβου, που εξυπακούει βέβαια τη λήψη κατάθεσης του στη δίκη, υπάρχει στον περί Προστασίας Μαρτύρων Νόμο αρ. 95(Ι)/2001, εφόσον γίνεται προς τούτο σχετική αίτηση και το Δικαστήριο ικανοποιείται με βάση τα κριτήρια του άρθρου 3(3), ότι ο μάρτυρας χρήζει προστασίας καθορίζοντας τον τρόπο λήψης της κατάθεσης, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα και τα δικαιώματα του κατηγορούμενου. Στην Αγγλία, με το Criminal Justice Act 2003, άρθρο 116(2)(e), είναι επίσης επιτρεπτή, κατ΄ εξαίρεση, η προσαγωγή δηλώσεως που γίνεται έξω από τα πλαίσια της προφορικής μαρτυρίας επί Δικαστηρίω, για απόδειξη του περιεχομένου της αν, μεταξύ άλλων, ικανοποιείται το κριτήριο ότι το πρόσωπο τελεί υπό φόβο και το Δικαστήριο παρέχει άδεια να κατατεθεί η δήλωση του ως μαρτυρία.  Υπάρχουν ασφαλιστικές δικλίδες ως προς την επιβεβαίωση του φόβου, για τον οποίο δίνεται στο εδάφιο (3) ευρεία ερμηνεία, και για τους σκοπούς του παρόντος σκεπτικού αρκεί να γίνει αναφορά στον Archbold: Criminal Pleading, Evidence & Practice  2007, σελ. 1352-1357 και ιδιαίτερα στις σελ,. 1355-56 παρ. 11-22 και τις εκεί αυθεντίες.  Το εύλογο του φόβου αυτού, πρέπει να πιστοποιηθεί από το ίδιο το Δικαστήριο με ικανή προς τούτο μαρτυρία, περιλαμβανομένης ακόμη και της δυνατότητας να προσαχθεί κάποια προφορική μαρτυρία από τον μάρτυρα υπό συνθήκες που καθορίζει το Δικαστήριο ή μέσω κάποιας μορφής ηχογραφημένης συνέντευξης (R. v. H.W. and M. (2001) Crim. L.R. 815).

 

Ενόψει της επιλογής να μη χρησιμοποιηθούν οι πρόνοιες του περί Προστασίας των Μαρτύρων Νόμου, ως ανωτέρω, η μόνη δυνατότητα που προσφερόταν ήταν η παρουσίαση της βιντεοταινίας μέσω τρίτου προσώπου με όλους τους κινδύνους να μην γίνει αποδεκτή η αυθεντικότητα διά της εξ ακοής μεταφοράς της θέσης του αγνώστου παραγωγού ως προς την αυθεντικότητα της.  Και ο Γενικός Εισαγγελέας, καθιστώντας τον εαυτό του μάρτυρα και επιλέγοντας αυτό τον τρόπο χειρισμού της υπόθεσης, έγινε ο ίδιος κριτής του κατά πόσο ο άγνωστος παραγωγός ήταν αδύνατο να παρουσιαστεί ως μάρτυρας, δίνοντας προς αυτόν, λανθασμένα κατά την εκτίμηση μου,  υπόσχεση ότι δεν θα τον καλούσε, κατ΄ αντίθεση προς την ευρύτερη υποχρέωση της κατηγορούσας αρχής να θέσει προς την υπεράσπιση όλο το αποδεικτικό υλικό και βεβαίως τη μαρτυρία που έχει στη διάθεση της, απότοκο των αρχών  της δίκαιης δίκης και της ισότητας των όπλων, (δέστε Ιωάννου και Ηρακλέους ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 657, Νικολαΐδης ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ.  271, Brown v. R. (1997) 1 Cr. App. R. 112, D.J. Harris, M. O´Boyle and C. Warbrick: Law of the European Convention on Human Rights σελ. 213).

 

Κατά δεύτερο λόγο, επί υπαρκτού και κατά τα άλλα ικανού, αλλά και εξαναγκάσιμου προσώπου να καταθέσει ως μάρτυρας, δεν είναι νοητή η μη προσαγωγή του ως μάρτυρα ή η προσφορά του προς αντεξέταση, κατ΄ επιλογή της κατηγορούσας αρχής, αποστερώντας έτσι την υπεράσπιση από το δικαίωμα άσκησης της αντεξέτασης, εκτός όπου η ίδια κρίνει ότι ο μάρτυρας δεν θα είναι μάρτυρας αληθείας (Τυμπιώτης ν. Δημοκρατίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 612, σελ. 624-627, R. v. Oliva (1965) 3 All E.R. 1028).  Το τι συζητείται σ΄ αυτήν την περίπτωση δεν είναι το περιεχόμενο της πιθανής αντεξέτασης, αλλά αυτό καθ΄ αυτό το δικαίωμα και η παροχή δυνατότητας προς αντεξέταση.  Τα οποία σαφώς και αποστέρησε η κατηγορούσα αρχή από τους κατηγορούμενους εφόσον ο παραγωγός παρέμεινε άγνωστος από την αρχή μέχρι το τέλος της ακροαματικής διαδικασίας.  Το γεγονός ότι υπήρχε διαθέσιμη από την κατηγορούσα αρχή και άλλη μαρτυρία που οδηγούσε σε ένδειξη ή απόδειξη περί της αυθεντικότητας της βιντεοταινίας, δεν σήμαινε ότι η μη προσαγωγή του παραγωγού, υπό τις συνθήκες που επικράτησαν, (με γνωστή δηλαδή την ταυτότητα του στην κατηγορούσα αρχή), ήταν, άνευ ετέρου και δικαιολογημένη.

 

 Οποιαδήποτε προσπάθεια από την εφεσείουσα κατηγορούσα αρχή να μετατεθεί το βάρος της αποκάλυψης της ταυτότητας του παραγωγού στην υπεράσπιση ή ακόμη και στο ίδιο το Δικαστήριο ήταν, κατά την κρίση μου, ανεπίτρεπτη ως ερχόμενη ευθέως σε αντίθεση με τις καλά καθιερωμένες αρχές του βάρους απόδειξης σε ποινική υπόθεση και του δικαιώματος της υπεράσπισης να «εκμεταλλευτεί» τα ουσιαστικά ή διαδικαστικά λάθη της κατηγορούσας αρχής, απόρροια βεβαίως της θεμελειώδους αρχής του τεκμηρίου της αθωότητας ενός κατηγορούμενου.

 

Κατά τρίτο λόγο, η δυνατότητα προσαγωγής με το Νόμο αρ. 32(Ι)/04, εξ ακοής μαρτυρίας κατά ένα πλέον ελαστικό τρόπο, δεν αλλοιώνει το θεμελιώδες δικαίωμα αντεξέτασης ή τη δυνατότητα αντεξέτασης, όπου βεβαίως το ζήτημα είναι σημαντικό και όπου η παράλειψη αντεξέτασης δυνατόν να ισοδυναμεί με στέρηση ανίχνευσης της αλήθειας. Δυνατότητα που έχει ρητά διατηρηθεί με τις διατάξεις του άρθρου 26(1) του Νόμου. Το κατά πόσον μια ενδεχόμενη καταδίκη θα στηρίζεται αποκλειστικά ή κατά τρόπο αποφασιστικό στην εξ ακοής μαρτυρία, είναι ζήτημα το οποίο δεν μπορεί εκ προοιμίου να εξετάζεται κατ΄ απόλυτο τρόπο, εφόσον, σε μια σύνθετη υπόθεση, όπως η παρούσα, που η απόδειξη γεγονότος δύναται να επιτευχθεί με την προσαγωγή ποικιλότροπης μαρτυρίας, το ζήτημα πρέπει να αντιμετωπισθεί στο τέλος της ημέρας συνολικά και όχι βέβαια αποσπασματικά. 

 

Το αυτονόητο στις υπό κρίση υποθέσεις, θα ήταν η παρουσία του παραγωγού της βιντεοταινίας οπότε και η αυθεντικότητα της θα τίθετο άμεσα στο μικροσκόπιο της αντεξέτασης ως προς τους λόγους που είχε ληφθεί η ταινία, τον τρόπο χρήσης της μηχανής που χρησιμοποιήθηκε, τη διάρκεια της, τις κινήσεις του παραγωγού κατά τη βιντεοληψία, καθιστώντας ενδεχομένως, αλλά όχι απαραιτήτως, μη αναγκαία την προσαγωγή επιστημονικής μαρτυρίας προς απόδειξη της αυθεντικότητας. 

 

Κατά κανόνα, η πραγματική μαρτυρία («real evidence»), δεν δημιουργεί πρόβλημα στην αποδοχή της ως απτής μαρτυρίας που ομιλεί αφεαυτής υπό την έννοια της υπόθεσης The Statue of Liberty (1968) 2 All E.R. 195.  Είναι, δηλαδή, τέτοιας φύσης που από μόνη της δίνει πληροφορίες ευκόλως παρατηρούμενες από το Δικαστήριο.  Και διακρίνεται ως μη εξ ακοής (Murphy on Evidence 8η έκδ. σελ. 237-238), όπου για παράδειγμα ένας υπολογιστής χρησιμοποιείται ως «μηχανή» επεξεργασίας αριθμών χωρίς ανθρώπινη παρέμβαση, οπότε και είναι αποδεκτή η παραγωγή από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή του σχετικού εντύπου («computer printout»), ως απτή μαρτυρία. (Wood (1982) 76 Cr. App. R. 23 και Minors  (1989) 1 W.L.R. 441).  Μάλιστα, οι κανόνες της καλύτερης δυνατής μαρτυρίας («best evidence rule»), κάμπτονται και η δεκτότητα μιας πραγματικής μαρτυρίας κρίνεται στη βάση όχι φορμαλιστικών κριτηρίων, επιτρέποντας έτσι την αποδοχή αντιγράφου (Kajala v. Noble (1982) 75 Cr. App.R.  149), ή, την προσαγωγή ακόμη και προφορικής μαρτυρίας όπου η ταινία είχε κατά λάθος διαγραφεί (Taylor v. Chief Constable of Cheshire (1986) 1 W.L.R. 1479).

 

Εδώ, όμως, η αποδοχή της βιντεοταινίας ως πραγματικής μαρτυρίας είχε έντονο το στοιχείο της ανθρώπινης και όχι απλώς της απρόσωπης μηχανικής ανάμειξης και έτσι ήταν επιβεβλημένη η προσαγωγή του παραγωγού.

 

Η απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στην A. Panayides Constructions Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 416, κατά την ταπεινή μου γνώμη, δεν έθεσε τα πράγματα διαφορετικά.  Κρίνοντας ότι το άρθρο 4(2) του Κεφ. 9, πριν τροποποιηθεί εξ ολοκλήρου, είχε επιβιώσει του Άρθρου 188 του Συντάγματος, το συγκεκριμένο επίδικο εκεί τεκμήριο (λογαριασμός νοσοκομείου του εξωτερικού ενόψει πρακτικής δυσκολίας παρουσίασης μάρτυρα εκ του νοσοκομείου), πληρούσε τις προϋποθέσεις κατάθεσης του, μη καταστρατηγώντας το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη λόγω μη παροχής του δικαιώματος αντεξέτασης.  Ιδιαίτερα, τη στιγμή που άλλα έγγραφα από το ίδιο νοσοκομείο είχαν κατατεθεί χωρίς ένσταση.  Η έμφαση στην απόφαση της πλειοψηφίας, επί του συγκεκριμένου ζητήματος με αναφορά και στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων ήταν πως ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος για δίκαιη δίκη κάτω από το Άρθρο 6(3)(δ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, αντίστοιχο με το Άρθρο 12.5(δ) του Συντάγματος, αποφασίζεται συγκεκριμένα («in concreto») και όχι αφηρημένα («in abstracto»), λόγος δε για στέρηση  δικαιώματος αντεξέτασης σε υπόθεση είναι δυνατό να γίνει «…. εάν, βάσει των περιστατικών της, μπορεί να λεχθεί ότι, ως εκ της μη αντεξέτασης των εν λόγω προσώπων, στη γραπτή κατάθεση των οποίων στηρίχθηκε το Δικαστήριο, ο αντίδικος ή ο κατηγορούμενος δεν έτυχε, τελικά, δίκαιης δίκης.» (απόφαση Γαβριηλίδη, Δ.). Στην A. Panayides Constructions Ltd, κρίθηκε ότι θα  ήταν άδικος ο αποκλεισμός του εγγράφου οδηγώντας σε απόληξη στέρησης δικαιωμάτων, λόγω της αυστηρής εφαρμογής του εξ ακοής κανόνα, σε συνάρτηση του με το δικαίωμα αντεξέτασης.

 

 Στην παρούσα υπόθεση, η μη παροχή της δυνατότητας αντεξέτασης του παραγωγού, περιορισμένη, καθώς προσωπικά το αντιλαμβάνομαι το ζήτημα, και μόνο στην απόδειξη της αυθεντικότητας, απέληγε σε αποστέρηση δικαιωμάτων της υπεράσπισης.

 

Τα πιο πάνω αναφέρονται, και πρέπει να αναγιγνώσκονται υπό το φως του δεδομένου ότι σ΄ ένα ευρύτερο πλαίσιο, υπήρχε και άλλη μαρτυρία, επαρκής από τη φύση της, που κατεδείκνυε την αυθεντικότητα της βιντεοταινίας, ανεξάρτητα από τον ίδιο τον παραγωγό της.  Θεωρούμενη η μαρτυρία της κατηγορούσας αρχής στο σύνολο της, δεν θα μπορούσε να τεθεί ζήτημα μη δίκαιης δίκης υπό την ευρύτερη και αφηρημένη της έννοια.  Ως προς το συγκεκριμένο όμως ζήτημα που αντιμετωπίστηκε την πιστοποίηση, δηλαδή, της αυθεντικότητας της βιντεοταινίας, αυτή δεν ήταν δυνατόν να γίνει με την αποδοχή της προς τούτο θέσης του παραγωγού, μεταφερθείσα διά του Γενικού Εισαγγελέα.

 

 

ΑΡΤΕΜΗΣ, Π.:  Είχα την ευκαιρία να μελετήσω την απόφαση της πλειοψηφίας, του Κωνσταντινίδη, Δ.,  στην οποία εκτίθενται πλήρως τα γεγονότα των υπό εκδίκαση εφέσεων, με τα οποία και συμφωνώ και ως εκ τούτου δεν παρίσταται ανάγκη να τα επαναλάβω.

 

Πέραν των γεγονότων αυτών, πλείστες παρατηρήσεις και επί μέρους κρίσεις του Δικαστηρίου, με βρίσκουν σύμφωνο, πλην, εντούτοις, του ουσιώδους θέματος του κατά πόσο το άρθρο 137 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, καλύπτει τους λόγους έφεσης που εγείρονται στις παρούσες εφέσεις, επί του οποίου και διαφωνώ.

 

Κατά την κρίση μου, πλείστοι από τους λόγους έφεσης δεν καλύπτονται από τις πρόνοιες του άρθρου αυτού, όπως έχουν επεξηγηθεί με νομολογία που ακολούθησε. 

 

Το σχετικό άρθρο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«137(α) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δύναται –

(α) να ασκήσει έφεση ή να εγκρίνει την άσκηση έφεσης από αθωωτική απόφαση Κακουργιοδικείου ή Επαρχιακού Δικαστηρίου για οποιοδήποτε από τους ακόλουθους λόγους:

 

(ι)  ότι δεν υπήρξε απόδειξη βάσει της οποίας το Δικαστήριο μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός ή γεγονότα αναγκαία για τη θεμελίωση της απόφασης αυτής˙

(ιι)  ότι απόδειξη έγινε πλημμελώς δεκτή ή αποκλείστηκε˙

(ιιι)  ότι ο νόμος εφαρμόστηκε πλημμελώς επί των πραγματικών γεγονότων˙

(iv)  ότι υπήρξε αντικανονικότητα διαδικασίας˙

. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .»

 

(Ο όρος «απόδειξη» αποδίδει τον όρο “evidenceτου αρχικού κειμένου, δηλ. σημαίνει «μαρτυρία»).

 

Επισημαίνω ότι, βάσει των προνοιών του άρθρου 137 και της σχετικής νομολογίας, δικαιολογείται ο αυστηρός περιορισμός του δικαιώματος έφεσης στα πλαίσια του άρθρου 137, τοσούτω μάλλον και εν όψει των διατάξεων του άρθρου 12.2 του Συντάγματος, που προνοούν ότι καταδικασθείς ή αθωωθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου.

 

Για σκοπό καλύτερης κατανόησης της θέσης που θα εκφράσω, παραθέτω και τους λόγους έφεσης των πιο πάνω υποθέσεων, που είναι κοινοί σε όλες:

 

«Πρώτος Λόγος Έφεσης

Το Κακουργιοδικείο πλημμελώς απέκλεισε την απόδειξη, που νομίμως παρουσιάστηκε και έγινε κατ΄αρχάς αποδεκτή από το Κακουργιοδικείο βάσει του δικαίου περί αποδείξεως, με τη μορφή μιας βιντεοταινίας η οποία απεικόνιζε τα αδικήματα των κατηγορουμένων.

 

Δεύτερος Λόγος Έφεσης

Το Δικαστήριο λανθασμένα απέκλεισε την απόδειξη που συνίστατο στην μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων που στήριξαν την αυθεντικότητα του τεκμηρίου 43.

 

Τρίτος Λόγος Έφεσης

Το Κακουργιοδικείο εσφαλμένα απέκλεισε την απόδειξη που συνίστατο στη μαρτυρία των παραπονουμένων όσον αφορά την αναγνώριση των κατηγορουμένων.

 

Τέταρτος Λόγος Έφεσης

Το Δικαστήριο πλημμελώς απέκλεισε αποδείξεις σχετικές  με την ενοχή των Κατηγορουμένων.

 

Πέμπτος Λόγος Έφεσης

Το Δικαστήριο εσφαλμένα απέκλεισε την απόδειξη που συνίστατο στη μαρτυρία των αξιωματικών της Αστυνομίας όσον αφορά την αναγνώριση των κατηγορουμένων.

 

Έκτος Λόγος Έφεσης

Το Δικαστήριο πλημμελώς χρησιμοποίησε τη δημοσιότητα που δόθηκε στην υπόθεση ως ένα από τους λόγους που δικαιολογούσαν την αθώωση των κατηγορουμένων με αποτέλεσμα να εφαρμόσει πλημμελώς τη σχετική νομολογία και να καταστήσει τη διαδικασία εξέτασης της υπόθεσης αντικανονική.

 

Έβδομος Λόγος Έφεσης

Το Δικαστήριο εφάρμοσε πλημμελώς τα άρθρα 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα πάνω στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης.

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (2000) 2 Α.Α.Δ. 152, «πρόδηλο είναι από το κείμενο του άρθρου 137(1)(α), κρινόμενο στην ολότητά του, ότι το δικαίωμα υποβολής έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα περιορίζεται σε νομικά ζητήματα».  Θα έπρεπε στο πιο πάνω να προστεθεί και το «όπως αυτά καθορίζονται στο άρθρο αυτό και όπως έχουν ερμηνευθεί από τη νομολογία».  Τούτο είναι αναγκαίο, αφού το άρθρο δεν αναφέρεται γενικά σε «νομικά θέματα», αλλά μόνο σε εκείνα που προκύπτουν από τις πρόνοιές του.  Επίσης, τονίστηκε στην πιο πάνω απόφαση, καθώς και σε άλλες, ότι δεν επιτρέπεται η άσκηση έφεσης εναντίον της αξιολόγησης της μαρτυρίας ή οποιουδήποτε θέματος συναφούς προς αυτή, όπως επίσης και αποκλείεται η προσβολή των ευρημάτων του Δικαστηρίου επί των γεγονότων.  Σημειώνω εδώ πως η νομολογία αναφέρεται γενικά στην αξιολόγηση μαρτυρίας και όχι μόνο σε θέματα αξιοπιστίας.

 

Είναι προφανές από τα πιο πάνω, ότι, τουλάχιστον οι λόγοι έφεσης μέχρι και τον πέμπτον, αναφέρονται σε πλημμελή ή εσφαλμένο αποκλεισμό απόδειξης (μαρτυρίας), ώστε να παραπέμπουν ευθέως στην υποπαράγραφο (ιι), όπου αναφέρεται ότι « απόδειξη έγινε πλημμελώς αποδεκτή ή αποκλείστηκε»

 

Ο πλημμελής  αποκλεισμός μαρτυρίας και τι συνιστά τέτοιο αποκλεισμό, υπήρξε αντικείμενο της νομολογίας μας.

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Μανώλη (1995) 2 Α.Α.Δ. 208, στη σελ. 213, το Δικαστήριο, μη δεχόμενο εισήγηση του δικηγόρου του εφεσείοντα ότι η απόρριψη μαρτυρίας μερικώς ή ολικώς ήταν αποκλεισμός της, ανέφερε τα ακόλουθα, στη σελ. 214:

 

«Η εισήγηση αυτή του δικηγόρου του εφεσείοντα δεν μας βρίσκει σύμφωνους, γιατί η μερική ή ολική απόρριψη μαρτυρίας των δύο μαρτύρων κατηγορίας, . . ., ήταν το αποτέλεσμα της αξιολόγησης της μαρτυρίας και κατ΄επέκταση της απόρριψης της και όχι του πλημμελούς αποκλεισμού της.  Ο πλημμελής αποκλεισμός μαρτυρίας είναι η μη αποδοχή αποδεκτής μαρτυρίας και όχι η αποδοχή αποδεκτής μαρτυρίας και η μετέπειτα απόρριψή της σαν αναξιόπιστης».

 

(Η υπογράμμιση είναι δική μου).

 

Έτσι, ο όρος «αποκλεισμός» έχει την έννοια της εκ προοιμίου απαγόρευσης προσκόμισης της μαρτυρίας.

 

Τα πιο πάνω υιοθετήθηκαν και στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σοφρωνίου (πιο πάνω) στη σελ. 159.

 

Προκύπτει σαφώς από τα πιο πάνω, πως σε καμία περίπτωση το Κακουργιοδικείο απέκλεισε πλημμελώς ή άλλως μαρτυρία.  Αντίθετα, η βιντεοταινία δεν αποκλείστηκε, αφού κατατέθηκε ως τεκμήριο ενώπιον του Δικαστηρίου.  Ούτε η μαρτυρία των εμπειρογνωμόνων σχετικά με την αυθεντικότητα αποκλείστηκε εκ προοιμίου˙ τελικά δεν έγινε αποδεκτή μετά από αξιολόγηση. Αλλά και η μαρτυρία των παραπονουμένων έγινε δεκτή και προσκομίστηκε όπως και αυτή των αξιωματικών, που αναφερόταν στην αναγνώριση των κατηγορουμένων.  Όλες οι μαρτυρίες αυτές έγιναν αποδεκτές, αλλά, στο τέλος, αφού αναλύθηκαν από το Κακουργιοδικείο και αξιολογήθηκαν, απορρίφθηκαν.   Ασχέτως αν ορθά ή όχι απορρίφθηκαν. Έτσι, δεν μπορεί να στηριχθεί η άποψη πως υπήρξε πλημμελής αποκλεισμός αποδεκτής μαρτυρίας, αφού τέτοιος αποκλεισμός θα πρέπει να συνίσταται σε απαγόρευση προσκόμισης της μαρτυρίας και όχι τελικής απόρριψής της μετά από αξιολόγηση.

 

Παρόλο ότι οι πέντε πρώτοι λόγοι έφεσης παραπέμπουν στην υποπαράγραφο του άρθρου 137(1)(α)(ii), εντούτοις θα προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσο οι λόγοι αυτοί μπορεί να καλύπτονται και από άλλες υποπαραγράφους του άρθρου. 

 

Όσον αφορά την υποπαράγραφο (i), που αναφέρεται στη μη ύπαρξη μαρτυρίας, βάσει της οποίας το Δικαστήριο θα μπορούσε εύλογα να διαπιστώσει πραγματικό γεγονός αναγκαίο για τη θεμελίωση της απόφασης,  παραπέμπω στη σχετική νομολογία.

 

Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δημοσθένους (1990) 2 Α.Α.Δ. 153, λέχθηκαν τα ακόλουθα επί τους προκειμένου στις σελ. 157 – 158:

 

«Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι το δικαίωμα περιορίζεται σε περιπτώσεις απουσίας μαρτυρίας για τη διαπίστωση γεγονότος ή γεγονότων.  Το κριτήριο είναι αντικειμενικό και περιορίζεται στην εξακρίβωση αν υπήρχε μαρτυρία η οποία θα μπορούσε να θεμελιώσει εύρημα, όχι μαρτυρίας η οποία να δικαιολογεί τα ευρήματα του Δικαστηρίου.   . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .

Η δεύτερη και σημαντικότερη διαπίστωση είναι ότι το εδάφιο αυτό της νομοθεσίας περιορίζει το δικαίωμα της έφεσης σε περιπτώσεις όπου αμφισβητείται η ύπαρξη γεγονότος αναγκαίου για τη θεμελίωση της απόφασης.  Η ύπαρξη αμφιβολιών ως προς τα συστατικά στοιχεία του εγκλήματος εκθεμελιώνει την κατηγορία.  Πρόκειται για αρνητική διαπίστωση που δε σχετίζεται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο γεγονός αλλά με την αποτυχία της Κατηγορίας να αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας την κατηγορία εναντίον του κατηγορουμένου.  Η διάταξη της νομοθεσίας η οποία εξετάζεται μπορεί να επικληθεί μόνο στις περιπτώσεις όπου προβλέπεται η ύπαρξη θετικού γεγονότος για την υποστήριξη της απόφασης

 

(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μου).

 

Στην παρούσα περίπτωση είναι προφανές ότι δεν μπορεί να εφαρμοστεί η παράγραφος αυτή, αφού δεν πρόκειται περί ύπαρξης θετικού γεγονότος για την υποστήριξη της απόφασης αθώωσης, αλλά πρόκειται για αρνητική διαπίστωση που σχετίζεται με την κρίση του Δικαστηρίου πως η Κατηγορούσα Αρχή απέτυχε να αποδείξει την υπόθεση της με την αναγκαία βεβαιότητα.  Στο σημείο αυτό θα ήταν διαφωτιστικό να παραθέσω ένα παράδειγμα για το πώς κατανοώ την έννοια των προνοιών της υποπαραγράφου αυτής.  Αν, π.χ., πρόσωπο που αντιμετώπιζε κατηγορία πρόκλησης τραυματισμού αθωωνόταν μετά από απόφανση του Δικαστηρίου ότι ενέργησε σε αυτοάμυνα,  θα τύγχανε εφαρμογής η υποπαράγραφος (i) αν δεν υπήρχε οποιαδήποτε μαρτυρία που να δικαιολογούσε και πάνω στην οποία να είχε βασισθεί το εύρημα αυτό.  Κάτι τέτοιο, όπως παρατήρησα πιο πάνω, δεν συμβαίνει στην παρούσα υπόθεση.

 

Ούτε οι λόγοι 1 – 5 μπορεί να καλυφθούν από τις πρόνοιες της υποπαραγράφου (iii), που αφορούν την πλημμελή εφαρμογή νόμου επί των πραγματικών γεγονότων.  Με βάση την υποπαράγραφο αυτή, παρέχεται δικαίωμα έφεσης όταν σχετικές πρόνοιες του νόμου τυγχάνουν εσφαλμένης εφαρμογής στα γεγονότα.  «Τα γεγονότα είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν τα ευρήματα του Δικαστηρίου.  Ο όρος ´γεγονότα΄ (facts) αντιδιαστέλλεται, στο πλαίσιο του Άρθρου 137(1)(α), προς τον όρο ΄μαρτυρία΄ (evidence), υποδηλώνει δε παραδεκτά γεγονότα ή γεγονότα τα οποία διαπιστώνει το Δικαστήριο ως υπαρκτά».  (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σωφρονίου (πιο πάνω)).  Αν διδόταν ευρεία ερμηνεία γενικά στο άρθρο και ειδικά στον όρο «γεγονότα», ώστε στην ουσία, να περιλαμβάνει και μαρτυρία, τότε κάθε λανθασμένη αξιολόγηση μαρτυρίας θα ενέπιπτε στην αρχή της πλημμελούς εφαρμογής του νόμου, οδηγώντας σε απεριόριστο δικαίωμα έφεσης για οποιοδήποτε θέμα.

 

Κρίνοντας το ζήτημα,  καταλήγω πως ούτε η υποπαράγραφος αυτή μπορεί να εφαρμοστεί στους πέντε πρώτους λόγους  και ιδιαίτερα στον πρώτο,  σε συνάρτηση με το συμπέρασμα του Δικαστηρίου πως η μαρτυρία των δύο εμπειρογνωμόνων ήταν αντινομική. Αυτό δεν συνιστούσε γεγονός επί του οποίου εφαρμόστηκε πλημμελώς ο νόμος, αλλά ήταν αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων. Στην ουσία το Δικαστήριο το τι είπε ήταν ότι, η κρίση του ενός εμπειρογνώμονα, ότι ήταν σχεδόν βέβαιο ότι η βιντεοκασέτα ήταν αυθεντική, ήταν μία κρίση αντιφατική με εκείνη του άλλου εμπειρογνώμονα, που ανάφερε ότι η βιντεοκασέτα ήταν πιο πιθανόν να είναι αυθεντική παρά να μην είναι.  Ήταν δηλαδή στην ουσία σύγκριση της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας και αξιολόγηση, έστω και  λανθασμένη,  που δεν καλύπτεται από την υποπαράγραφο (iii) του άρθρου 137(1)(α).

 

 Όλοι  οι πρώτοι πέντε λόγοι έφεσης, κατά την κρίση μου, συνιστούν συγκαλυμμένη προσβολή της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των ευρημάτων του Κακουργιοδικείου.

 

Ο 6ος λόγος έφεσης, καθώς και ο 7ος, που αφορούν τη δημοσιότητα που δόθηκε στην υπόθεση, καθώς και την εφαρμογή των άρθρων 20 και 21 του Ποινικού Κώδικα στα γεγονότα της υπόθεσης αντιστοίχως, είναι δυνατόν και μάλλον καλύπτονται από τις πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α), αλλά το θέμα δεν έχει πια ουσιαστική σημασία, εν όψει της κατάληξής μου που αφορά τους άλλους πέντε λόγους έφεσης που προηγούνται.

 

Τελειώνοντας, παραπέμπω στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Δημοσθένους (πιο πάνω), όπου ο Πικής, Δ., (όπως ήταν τότε) παρατήρησε τα πιο κάτω σημαντικά σχετικά με το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα για έφεση από αθωωτική απόφαση του Κακουργιοδικείου:

 

«Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Χριστοδούλου (1990) 2 Α.Α.Δ.) 133, γίνεται αναφορά στις πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α) και υποδεικνύεται ότι το δικαίωμα του Γενικού Εισαγγελέα πηγάζει αποκλειστικά από τις διατάξεις του Κεφ. 155˙ περαιτέρω, ότι αποτελεί παρέκκλιση από τις σχετικές αρχές του αγγλικού κοινού δικαίου (που αποτελούν το θεμέλιο του δικαιικού μας συστήματος) και καθιστούν το πρωτόδικο δικαστήριο το μοναδικό κριτή της αθωότητας ή της ενοχής του κατηγορουμένου.  Δικαιολογείται συνεπώς, όπως έχει υποδειχθεί στην πιο πάνω απόφαση, ο αυστηρός περιορισμός του δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα για έφεση στα πλαίσια που θέτει το άρθρο 137.  Το γεγονός ότι στην Κύπρο ο δικαστής είναι ταυτόχρονα ο κριτής του δικαίου, δε μειώνει το ρόλο του ως κριτή των γεγονότων, ούτε αλλοιώνει το παραδοσιακό πλαίσιο της δίκης βάσει των αρχών του κοινού δικαίου.

 

Αποτελεί θεμελιακή αρχή του κοινού δικαίου ότι ο κατηγορούμενος δεν πρέπει να δικάζεται για το ίδιο αδίκημα περισσότερες της μιας φορές ή, ακόμα ακριβέστερα, δεν πρέπει να τίθεται αντιμέτωπος με τον κίνδυνο καταδίκης για περισσότερες της μιας φορές.  Η αρχή αυτή αποτελεί ένα από τα εχέγγυα της ελευθερίας και ενσωματώνεται στο Σύνταγμα.  Το άρθρο 12.2 ορίζει:

 

΄Ο απαλλαγείς ή καταδικασθείς δεν δικάζεται εκ δευτέρου για το αυτό αδίκημα.  Ουδείς τιμωρείται εκ δευτέρου δια την αυτήν πράξιν ή παράλειψιν, εκτός εάν συνεπεία ταύτης προεκλήθη θάνατος.`

 

Η ερμηνεία του άρθρου αυτού του Συντάγματος δεν τέθηκε προς συζήτηση και ούτε εξετάστηκε αν οι πρόνοιες του άρθρου 25(3) του Περί Δικαστηρίων Νόμου, και εκείνες του άρθρου 145(1)(δ) του Κεφ. 155 για επανεκδίκαση συμβιβάζονται με τις πρόνοιες του άρθρου 12.2 του Συντάγματος.  Ο μόνος λόγος για τον οποίο κάμνουμε αναφορά στις διατάξεις του άρθρου 12.2 είναι για να επισημάνουμε το περιεχόμενό τους και να υποδείξουμε ότι παρέχουν πρόσθετο λόγο για τον αυστηρό περιορισμό του δικαιώματος του Γενικού Εισαγγελέα για έφεση κατ΄αθωωτικής αποφάσεως του Επαρχιακού Δικαστηρίου στα πλαίσια που θέτουν οι πρόνοιες του άρθρου 137(1)(α) του Κεφ.155.»

 

Καταλήγοντας, θα ήθελα να υποδείξω ακόμη μία πρόνοια του άρθρου 137, που υποστηρίζει και πάλι τον αυστηρό περιορισμό του δικαιώματος για έφεση κατ΄αθωωτικής απόφασης.  Αυτή είναι η πρόνοια του άρθρου 137(4), όπου αναφέρεται ότι, σε περίπτωση έφεσης από το Γενικό Εισαγγελέα (ασχέτως του αν αυτή επιτυγχάνει ή όχι), η Δημοκρατία καταβάλλει τα έξοδα του εφεσίβλητου, όπως αυτά καθοριστούν από τον Αρχιπρωτοκολλητή.

 

Όσον αφορά τους εφεσίβλητους, κατηγορούμενους 8 και 10, υπάρχει και επιπρόσθετος, κατά την κρίση μου, λόγος, για τον οποίο οι εφέσεις εναντίον τους θα έπρεπε να απορριφθούν.  Ο κατηγορούμενος 10 ήταν παρών μόνο για 2 έως 3 λεπτά στη σκηνή και από τη μαρτυρία δεν προκύπτει οποιαδήποτε συμμετοχή του  στα αδικήματα που διαπράχθηκαν.  Για τον κατηγορούμενο 8, παρόλο ότι αυτός βρισκόταν στη σκηνή για περισσότερο χρόνο, εντούτοις δεν υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία που να τον συνδέει με διάπραξη αδικήματος ή ανοχή διάπραξης.  Αντίθετα, η μαρτυρία του ενός εκ των παραπονουμένων δείχνει πως αυτός, όχι μόνο δεν έλαβε μέρος στην κακοποίηση των παραπονουμένων, αλλά, αντίθετα, με την παρέμβασή του απέτρεψε τα χειρότερα.  Ως εκ τούτου, κρίνω ότι κακώς καταχωρήθηκε  η έφεση και εναντίον τους, αφού με αυτή την απόφαση της Εισαγγελίας υποβλήθηκαν και οι δύο σε αχρείαστη ταλαιπωρία και έξοδα, στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας που να δικαιολογεί τη διαδικασία αυτή.

 

Εν όψει όλων των πιο πάνω, θα κατέληγα σε απόρριψη όλων των εφέσεων εναντίον των εφεσίβλητων/κατηγορουμένων.

 




www.cylaw.org