Αυτή είναι παλαιότερη έκδοση της διάταξης αυτής. Για την τελευταία έκδοση πατήστε εδώ.
|
[Κείμενο διαγράφηκε από: Δ.Κ. 26.9.2014:] ORDER 30 : SUMMONS FOR DIRECTIONS
1. (a) Except in the cases mentioned in paragraphs (d) and (e) of this Rule, the plaintiff in every action shall take out a summons for directions returnable in not less than four days (Form 25).
[Δ.Κ. 19.7.1996] Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται οποτεδήποτε κρίνει τούτο αναγκαίο να ορίζει αυτεπάγγελτα υπόθεση για οδηγίες.
(b) Such summons shall be taken out within ten days from the time when the pleadings shall be deemed to be closed and before the plaintiff takes any fresh step in the action other than an application for an injunction.
(c) Where under Order 18 the plaintiff applies for judgment, the Court may deal with such application as if the plaintiff had been entitled to take out and had taken out a summons for directions.
(d) This Rule shall not apply to actions in which is filed, within ten days from the time when the pleadings shall be deemed to be closed, a joint statement, signed by all the parties to the action, to the effect that a summons for directions is not required on the ground that there is no need for any one of the orders which might be sought thereunder, or to actions in which the amount in dispute or the value of the subject matter (as defined in section 16(7) of the Courts of Justice Law, Cap. 11), does not exceed fifty pounds, or to actions in which the writ is specially indorsed under Order 2, Rule 6, or to any proceeding commenced by originating summons, but in any such action or proceeding a summons for directions may be taken out at the instance of any party thereto.
(e) This Rule shall not apply to any action wherein the only order for a direction is the one mentioned in paragraph (f) of Rule 2 of this Order.
2. On the hearing of the summons for directions the Court or Judge may in its or his discretion
(a) where a plaintiff or defendant has failed to give sufficient particulars of his claim, defence or counter-claim, make such order for further and better particulars, and as to costs occasioned by such default, as the Court or Judge may think fit, or may order issues to be framed or a special case to be stated, or the counter-claim to be excluded;
(b) make such order for discovery and inspection of documents, or with regard to admissions of fact and of documents, as may seem necessary or desirable having regard to the issues raised in the pleadings;
(c) division that any particular fact or facts may be proved by affidavit, or that the affidavit of any witness may be read at the trial on such conditions as the Court or Judge may think reasonable, or that any witness whose attendance in Court ought for some sufficient ground to be dispensed with be examined before a Commissioner or Examiner : provided that where it appears to the Court or Judge that the other party reasonably desires the production of a witness for cross-examination and that such witness can be produced, an order shall not be made authorizing the evidence of such witness to be given by affidavit, but the expenses of such witnesses at the trial may be specially reserved;
(d) record any consent of the parties either wholly excluding their right of appeal or limiting it to questions of law only;
(e) make such order for inspection of property as may seem desirable;
(f) direct either party to apply to the Registrar within a specified time to fix the case for trial and/or direct the Registrar to fix it at short notice;
(g) make such other order with respect to the proceeding., to be taken in the action, and as to the costs thereof, as may seem necessary or desirable with a view to saving time and expense.
3. No affidavit shall be used on the hearing of a summons for directions except by direction of the Court or a Judge, or except where it is intended to apply under the summons for an order which, if applied for independently, would require to be supported by affidavit.
4. On the hearing of the summons any party to whom the summons is addressed shall, so far as practicable, apply for any order or directions as to any interlocutory matter or thing in the action which he may desire. If any such party intends so to apply for any order or directions other than those mentioned in the summons addressed to him, he shall, not less than two days before the day on which the hearing of the summons is fixed, give notice in Form 26 of his intention to the Registrar and to the party who took out the summons, which notice shall be accompanied by affidavit in case it is intended to apply for an order which, if applied for independently, would require to be supported by affidavit.
5. Any application by any party which might have been made at the hearing of the summons for directions shall, if granted on any subsequent application, be granted at the costs of the party applying, unless the Court or a Judge shall be of opinion that the application could not properly have been made at the hearing of the summons for directions.
6. There shall be no appeal from a decision under this Order without the leave of the Court or Judge giving the decision (which leave may be obtained ex parte), or the Court to which the appeal is to be made to be obtained upon an application by summons, the hearing of which, if before the Court of Appeal (and not only before one Judge thereof) may be treated as the appeal itself if such Court so thinks fit.
7. In any action to which Rule 1 of this Order applies, if the plaintiff does not within ten days from the time when the pleadings shall be deemed to be closed take out a summons for directions under this Order, the defendant shall be at liberty to apply for an order to dismiss the action and upon such application the Judge may either dismiss the action on such terms as may be just, or may deal with such application in all respects as if it were a summons for directions under this Order.
[Κείμενο προστέθηκε από: Δ.Κ. 26.9.2014:] ΔΙΑΤΑΓΗ 30 : ΚΛΗΣΗ ΓΙΑ ΟΔΗΓΙΕΣ
1.
(α) Ο ενάγων σε κάθε αγωγή υποχρεούται εντός τριάντα ημερών από το χρόνο κατά τον οποίο τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα και προτού λάβει οποιοδήποτε νέο μέτρο στην αγωγή, εκτός από αίτηση για παρεμπίπτον διάταγμα, να εκδώσει κλήση για οδηγίες, οριζόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των εξήντα ημερών.
(β) Η κλήση για οδηγίες εκδίδεται σύμφωνα με τον συνημμένο Τύπο 25.
(γ) Σε περίπτωση που ο ενάγων αμελήσει ή παραλείψει να εκδώσει την προνοούμενη στην παράγραφο (α) πιο πάνω κλήση για οδηγίες, ο Πρωτοκολλητής επιδίδει ειδοποίηση προς τον ενάγοντα που εκδίδει ο εναγόμενος με την οποίαν τον ενημερώνει για την παράλειψη και τον καλεί όπως εντός 30 ημερών από την επίδοση της ειδοποίησης καταχωρήσει την αίτηση για οδηγίες.
Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω πρόνοιες η αγωγή ή η ανταπαίτηση θα θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και θα απορρίπτεται από το Δικαστήριο στη λήξη της περιόδου των 60 ημερών, με έξοδα εναντίον του ενάγοντα ως θα είναι η περίπτωση.
Η έννοια του ενάγοντα και της αγωγής, καλύπτει και τον ανταπαιτούντα διάδικο, και, αναλόγως, την ανταπαίτηση.
(δ) Η κατά τα ανωτέρω απόρριψη της αγωγής ή της ανταπαίτησης, ως θα είναι η περίπτωση, δεν θα συνιστά κώλυμα καταχώρησης νέας αγωγής ή ανταπαίτησης με την ίδια αιτία αγωγής .
(ε) Τα έξοδα εναντίον του ενάγοντα ή του ανταπαιτούντος ως θα είναι η περίπτωση θα ψηφίζονται και η πληρωμή τους θα συνιστά προαπαιτούμενο καταχώρησης νέας αγωγής κατά την παράγραφο (δ) ανωτέρω. Το νέο κλητήριο θα φέρει σημείωμα ότι πρόκειται για «Νέα αγωγή σε σχέση με αγωγή αρ………. που απορρίφθηκε την ………… συνεπεία των προνοιών της Δ 30 Θ1» και τα τέλη καταχώρησης της (χαρτόσημα, δικηγορόσημα ή άλλα) θα είναι τα διπλάσια εκείνων που αναλογούν στην κλίμακα της αγωγής ή της ανταπαίτησης ως θα είναι η περίπτωση.
2.
(α) Διάδικος στην αγωγή υποχρεούται να καταθέσει στο Πρωτοκολλητείο μέσα σε 30 μέρες από την έκδοση και επίδοση της κλήσης το συνημμένο στον Τύπο 25, Παράρτημα, συμπληρωμένο ως προς όλα τα στοιχεία αυτού.
(β) Οι προθεσμίες των 30 ημερών που καθορίζονται ανωτέρω στους Θεσμούς 1(α) και 2(α) δεν παρατείνονται εκτός αν καταδειχθεί στο Δικαστήριο ότι υπήρχε αντικειμενική αδυναμία συμμόρφωσης με τις εν λόγω προθεσμίες ή άλλος καλός λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου για παράταση τους.
3. (α) Κατά την πρώτη εμφάνιση της κλήσης για οδηγίες ενώπιον του Δικαστηρίου, όπως προνοείται στην παράγραφο 1(α) ανωτέρω, εκδίδονται οι ανάλογες οδηγίες από το Δικαστήριο στη βάση των αιτημάτων που καταγράφηκαν από τους διαδίκους στο Παράρτημα του Τύπου 25.
Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται, ως κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις, να εκδίδει είτε αυτεπάγγελτα, ή με κοινή δήλωση των διαδίκων, είτε στη βάση προφορικού αιτήματος ενός ή περισσοτέρων των διαδίκων ανάλογα διατάγματα για τα θέματα που καλύπτονται από το Παράρτημα του Τύπου 25, εκδίδοντας, εάν χρειάζεται, συνοπτική προς τούτο απόφαση.
(β) Οι Διαταγές 14, 19 θεσμοί 6-9, 24, 28, 33, 38, 49, 57, 59 και 60 που αναφέρονται στο Παράρτημα του Τύπου 25, θα διαβάζονται υπό το πρίσμα της παρούσας Διαταγής.
Νοείται ότι διάδικος ο οποίος δεν συμπλήρωσε το Παράρτημα, εν όλω ή εν μέρει, δεν δικαιούται να υποβάλει ή να προωθήσει προφορικά ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε αίτημα που αφορά στην έκδοση σχετικών οδηγιών και θεωρείται ότι δεν επιθυμεί την έκδοση τέτοιων οδηγιών στο βαθμό και στην έκταση που δεν συμπλήρωσε το Παράρτημα.
4. Τηρουμένων των προνοιών του Κανονισμού 3 ανωτέρω, το Δικαστήριο καθορίζει ταυτόχρονα με την έκδοση των οδηγιών ή των διαταγμάτων το χρόνο εντός του οποίου ο κάθε διάδικος θα συμμορφωθεί με τις οδηγίες ή τα διατάγματα που θα εκδώσει επί των θεμάτων που καθορίζονται στο Παράρτημα, ορίζει δε αμέσως την υπόθεση για έκδοση οδηγιών ως προς τη μαρτυρία που θα προσαχθεί από κάθε διάδικο.
5. (1) Το Δικαστήριο για αγωγές το αντικείμενο των οποίων είναι μέχρι €3.000 ως στον Θεσμό 7 κατωτέρω αναφέρεται, εκδίδει οδηγίες ως προς την ανταλλαγή εγγράφως της μαρτυρίας μεταξύ των διαδίκων λαμβάνοντας υπόψη
(α) τη δήλωση του διαδίκου ή του δικηγόρου αυτού ως προς τον αριθμό των μαρτύρων που προτίθεται να καλέσει προς υποστήριξη της υπόθεσης του.
(β) το χρόνο ετοιμασίας της μαρτυρίας από κάθε διάδικο.
(2) Τηρουμένων ειδικών οδηγιών που το Δικαστήριο ήθελε εκδώσει λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα της διαφοράς, περιλαμβανομένου και του βάρους απόδειξης, ο ενάγων καταχωρεί πρώτος τη μαρτυρία του μέσα στο χρόνο που θα καθορίσει το Δικαστήριο, ακολουθούμενος από τον εναγόμενο και τον τριτοδιάδικο, όπου υπάρχει, μέσα στο χρόνο που το Δικαστήριο θα καθορίσει για τον κάθε διάδικο.
Νοείται ότι όπου υπάρχουν πέραν του ενός εναγομένου, ή άλλου διαδίκου, που δεν έχουν κοινή υπεράσπιση, ή θέσεις, το Δικαστήριο εκδίδει ανάλογες οδηγίες για κάθε ένα από αυτούς.
(3) Το Δικαστήριο για αγωγές το αντικείμενο των οποίων υπερβαίνει τις €3.000 εκδίδει οδηγίες για την περαιτέρω πορεία και εκδίκαση της υπόθεσης στη βάση των πιο κάτω δεδομένων:
(i) οι διάδικοι υποχρεούνται κατά το στάδιο της έκδοσης οδηγιών να καταθέσουν στο Δικαστήριο ονομαστικό κατάλογο με τους μάρτυρες που προτίθεται κάθε πλευρά να παρουσιάσει μαζί με σύνοψη της μαρτυρίας εκάστου.
(ii) κάθε διάδικος δύναται για καλό λόγο να καλέσει πριν κλείσει την υπόθεση του με σχετικό προφορικό αίτημα και πρόσθετο μάρτυρα ή μάρτυρες.
(4) Όπου οι διάδικοι συμφωνούν, το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει οδηγίες ως προς την ανταλλαγή εγγράφως της μαρτυρίας έστω και αν το αντικείμενο της αγωγής υπερβαίνει τις €3.000, οπότε ακολουθούνται οι διατάξεις των Θεσμών 5(1) και 5(2) ανωτέρω.
(5) Οποτεδήποτε καταχωρείται έγγραφη μαρτυρία, αυτή συμμορφώνεται με τους ακόλουθους κανόνες:
(i) λαμβάνει τη μορφή ένορκης δήλωσης.
(ii) αποτελεί την όλη μαρτυρία του διαδίκου ή του μάρτυρα που την καταχωρεί.
(iii) είναι σε συμφωνία με τους ισχυρισμούς γεγονότων που περιέχονται στο κλητήριο ένταλμα, στην έκθεση απαίτησης ή την υπεράσπιση ή στην ανταπαίτηση, αναλόγως της περιπτώσεως.
(iv) περιλαμβάνει αναφορά στα έγγραφα ή αντικείμενα που υποστηρίζουν τους ισχυρισμούς του διαδίκου ή μάρτυρα, τα οποία και επισυνάπτει σε πρωτότυπη ή δευτερογενή μορφή αποτύπωσης, κατά την κρίση του διαδίκου που καλεί το συγκεκριμένο μάρτυρα και τη φύση του εγγράφου ή αντικειμένου.
(v) πλατειασμοί ή αναφορές σε γεγονότα που κρίνονται από το Δικαστήριο άσχετα με την αντίστοιχη δικογραφία, δεν λαμβάνονται υπόψη κατά την εκδίκαση της υπόθεσης και το Δικαστήριο δύναται να καθορίσει, πριν την έναρξη της ακρόασης, ποια γεγονότα ή αναφορές που καταγράφονται στη μαρτυρία κρίνονται ως άσχετα, επί των οποίων και δεν επιτρέπεται κυρίως εξέταση ή αντεξέταση.
(vi) το Δικαστήριο δύναται κατά την έναρξη της ακρόασης να καταδικάσει με την ανάλογη διαταγή ως προς τα έξοδα εκείνον τον διάδικο που επιχειρεί με τη μαρτυρία του να εισαγάγει άσχετα θέματα ή γεγονότα ή που πλατειάζει στην καταγραφή της ουσιαστικής μαρτυρίας.
6. Όλες οι υποθέσεις, η χρηματική διαφορά των οποίων δεν υπερβαίνει τις €3.000, φέρουν επί του κλητηρίου εντάλματος ανάλογη ένδειξη και τοποθετούνται από το Πρωτοκολλητείο σε κατάλογο «Ταχείας Εκδίκασης», η δε εκδίκαση τους γίνεται στη βάση των αντίστοιχων μαρτυριών όπως κατατέθηκαν στο Δικαστήριο και εκτός αν το Δικαστήριο επιτρέψει ως κατωτέρω στην παράγραφο 7 αναφέρεται την εισαγωγή προφορικής μαρτυρίας, η υπόθεση ορίζεται για αγορεύσεις, προφορικές ή γραπτές κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αφού ακούσει προς τούτο προηγουμένως τους διαδίκους.
7. Το Δικαστήριο δύναται να εκδίδει για τις υποθέσεις που καλύπτονται από την παρ. 6 ανωτέρω, κατ΄ εξαίρεση και μόνο, διαταγή ως προς την παρουσίαση προφορικής μαρτυρίας από διάδικο ή μάρτυρα που ήδη κατέθεσε εγγράφως τη μαρτυρία του ή στην περίπτωση της υποπαραγράφου (γ) κατωτέρω ως προς την παρουσίαση προφορικής μαρτυρίας από μάρτυρα που δεν κατέθεσε εγγράφως τη μαρτυρία του στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(α) Όπου το Δικαστήριο κρίνει αυτεπαγγέλτως ότι επιβάλλεται η εξέταση ή αντεξέταση του διαδίκου ή του μάρτυρα.
(β) Όπου οποιοσδήποτε των διαδίκων υποβάλει στο Δικαστήριο τουλάχιστον ένα μήνα πριν την ημερομηνία κατά την οποία είναι ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση, αίτηση για να επιτραπεί η προφορική εξέταση ή αντεξέταση οποιουδήποτε μάρτυρα είτε του ιδίου, είτε του αντιδίκου του.
(γ) Όπου οποιοσδήποτε των διαδίκων υποβάλει στο Δικαστήριο τουλάχιστον ένα μήνα πριν την ημερομηνία κατά την οποία είναι ορισμένη η υπόθεση για ακρόαση, αίτηση για να επιτραπεί η προφορική μαρτυρία οποιουδήποτε μάρτυρα του ιδίου που ένεκα της ιδιότητας του ή του αντικειμένου της μαρτυρίας του δεν υπήρχε η δυνατότητα να κατονομαστεί ενωρίτερα ή να καταγραφεί η κατάθεση του.
(δ) Το αίτημα καταχωρείται γραπτώς στο Πρωτοκολλητείο με ειδοποίηση προς τους υπόλοιπους διαδίκους και ορίζεται ενώπιον του Δικαστηρίου για προφορική παράσταση σε χρόνο που το Δικαστήριο καθορίζει.
Στο αίτημα καθορίζεται απαραιτήτως το όνομα του διαδίκου ή μάρτυρα του οποίου η προφορική παρουσίαση απαιτείται, εκείνο το μέρος της μαρτυρίας επί της οποίας καθίσταται αναγκαία η προφορική εξέταση, ο λόγος και η αναγκαιότητα της προφορικής εξέτασης ή αντεξέτασης, καθώς και ο χρόνος που απαιτείται για την προφορική αυτή εξέταση.
(ε) Το Δικαστήριο αφού ακούσει τους διαδίκους, ασκεί αναλόγως τη διακριτική του ευχέρεια και εκδίδει αυθημερόν και με συνοπτική αιτιολογία διάταγμα προφορικής παρουσίασης του διαδίκου ή μάρτυρα για σκοπούς διευκρίνισης της μαρτυρίας του.
Νοείται ότι ο χρόνος που καθορίζεται για την εξέταση ή αντεξέταση κάθε διάδικου ή μάρτυρα δεν θα υπερβαίνει τα 30 λεπτά, αλλά το Δικαστήριο κατά τη διακριτική του ευχέρεια δύναται κατά την εξέλιξη της ακροαματικής διαδικασίας να επεκτείνει ανάλογα το χρόνο.
8. (α) Όλες οι υποθέσεις, των οποίων το αντικείμενο της διαφοράς υπερβαίνει τις €3.000 φέρουν επί του κλητηρίου εντάλματος ανάλογη ένδειξη και τοποθετούνται από το Πρωτοκολλητείο σε κατάλογο «Ακροαματικής εκδίκασης», το δε Δικαστήριο εκδικάζει την υπόθεση στη βάση των εγγράφων μαρτυριών που κατατέθηκαν ενώπιον του, επιτρέπει δε σε διάδικο να εξετάσει, αντεξετάσει ή επανεξετάσει μάρτυρα, καθορίζοντας προς τούτο χρονικά πλαίσια κατά το στάδιο έκδοσης οδηγιών σε ειδικά προς τούτο οριζόμενη από το Δικαστήριο ημερομηνία.
(β) Η έκδοση οδηγιών ως ανωτέρω λαμβάνει υπόψη τις παραστάσεις των διαδίκων, την πολυπλοκότητα της υπόθεσης, τα παραμένοντα επίδικα θέματα και τον αριθμό των μαρτύρων που απαραιτήτως δηλώνεται από τους διαδίκους ενώπιον του Δικαστηρίου στη βάση του καταλόγου σύμφωνα με το Θεσμό 5(3) και των οποίων ζητείται η παρουσία στο Δικαστήριο για σκοπούς μαρτυρίας ή διευκρίνισης αυτής.
(γ) Ο χρόνος που διατίθεται για την κυρίως εξέταση είναι 15 λεπτά και ο χρόνος για την αντεξέταση και επανεξέταση μαρτύρων καθορίζεται υπό του Δικαστηρίου ανάλογα με την δήλωση και τα έγγραφα που κατατίθενται στην κύρια εξέταση, (ενδεικτικά ο χρόνος είναι μέχρι 60 λεπτά και 10 λεπτά για την αντεξέταση και επανεξέταση αντίστοιχα).
Νοείται ότι το Δικαστήριο κατά την ενάσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, δύναται να παρατείνει το χρόνο αυτό, τηρώντας τις πιο πάνω χρονικές αναλογίες.
9. Το Δικαστήριο δύναται σε κάθε περίπτωση να εκδώσει οποιεσδήποτε πρόσθετες των ανωτέρω οδηγίες, ως κρίνει ορθό και δίκαιο υπό τις περιστάσεις με γνώμονα τα ακόλουθα κριτήρια:
(α) την εκδίκαση της υπόθεσης το ταχύτερο δυνατό
(β) τη διασφάλιση της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων
(γ) τη διάσωση ή το μετριασμό των εξόδων
(δ) τη διαχείριση της υπόθεσης κατ΄ αναλογία προς:
(i) το χρηματικό αντικείμενο της διαφοράς
(ii) τη σπουδαιότητα της
(iii) το περίπλοκο των εγειρόμενων θεμάτων, πραγματικών ή νομικών.
Ε.Ε., Παρ.2, Μέρος Ι, 14.11.2014, Καν.4. Οι διατάξεις των Δ.25 και Δ.30 εφαρμόζονται σε αγωγές που καταχωρούνται από 1.1.2015.