18ΡΑ. Για τους σκοπούς των άρθρων 18ΡΑ μέχρι 18Σ, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια-
«απασχόληση» σημαίνει την άσκηση δραστηριοτήτων που καλύπτουν οποιαδήποτε μορφή εργασίας ρυθμιζόμενη σύμφωνα με την κυπριακή νομοθεσία ή σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική, για λογαριασμό ή υπό τη διεύθυνση ή/και την εποπτεία εργοδότη·
«αποδοχές παρανόμως παραμένοντα υπηκόου τρίτης χώρας» ή «αποδοχές» σημαίνει το ημερομίσθιο ή το μισθό και οποιαδήποτε άλλη αντιστάθμιση, σε μετρητά ή σε είδος, που λαμβάνει ο εργαζόμενος, άμεσα ή έμμεσα, σε σχέση με την απασχόλησή του, από τον εργοδότη του, που ισοδυναμεί με τις απολαβές εργαζομένων παρόμοιου επιπέδου, οι οποίοι εργάζονται με νόμιμη σχέση απασχόλησης∙
«εξαιρετικά καταχρηστικοί όροι εργασίας» σημαίνει όρους εργασίας, περιλαμβανομένων όσων οφείλονται σε διακρίσεις λόγω φύλου ή άλλες διακρίσεις, οι οποίοι είναι κατάφωρα δυσανάλογοι προς τους όρους εργασίας των νόμιμα απασχολούμενων εργαζομένων, έχοντας επίπτωση, για παράδειγμα, στην υγεία και στην ασφάλεια των εργαζομένων, και οι οποίοι προσβάλλουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια·
«επιχείρηση προσωρινής απασχόλησης» σημαίνει φυσικό ή νομικό πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο, συνάπτει συμβάσεις εργασίας ή σχέσεις εξαρτημένης εργασίας με προσωρινά απασχολουμένους, με σκοπό να τους τοποθετεί σε έμμεσους εργοδότες για να εργασθούν προσωρινά υπό την επίβλεψη και τη διεύθυνσή τους·
«εργοδότης» σημαίνει κάθε πρόσωπο, περιλαμβανομένων των επιχειρήσεων προσωρινής απασχόλησης, για λογαριασμό ή υπό τη διεύθυνση ή/και την εποπτεία του οποίου λαμβάνει χώραν η απασχόληση·
«νομικό πρόσωπο» σημαίνει κάθε νομική οντότητα που έχει τέτοιο καθεστώς βάσει του κυπριακού δικαίου, πλην κρατών ή δημοσίων φορέων κατά την άσκηση της κρατικής εξουσίας, καθώς και διεθνών οργανισμών δημοσίου δικαίου·
«Οδηγία 2009/52/ΕΚ» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας με τίτλο «Οδηγία 2009/52/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 18ης Ιουνίου 2009, σχετικά με την επιβολή ελάχιστων προτύπων όσον αφορά τις κυρώσεις και τα μέτρα κατά των εργοδοτών που απασχολούν παράνομα διαμένοντες υπηκόους τρίτων χωρών», ως εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται∙
«παράνομη απασχόληση» σημαίνει την απασχόληση παρανόμως παραμένοντα υπηκόου τρίτης χώρας. και ο όρος «παρανόμως απασχολούμενος» τυγχάνει ανάλογης ερμηνείας∙
«παρανόμως παραμένοντας υπήκοος τρίτης χώρας» σημαίνει υπήκοο τρίτης χώρας που βρίσκεται στην επικράτεια της Δημοκρατίας και δεν πληροί ή δεν πληροί πλέον τις προϋποθέσεις παρουσίας ή διαμονής στη Δημοκρατία.
«υπεργολάβος» σημαίνει οποιοδήποτε πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται η εκτέλεση ενός μέρους ή του συνόλου των υποχρεώσεων προηγούμενης σύμβασης·
«υπήκοος τρίτης χώρας» έχει την έννοια που του αποδίδει το άρθρο 18ΟΔ.