18ΥΔ. Για τους σκοπούς των άρθρων 18ΥΓ μέχρι 18ΦΖ, εκτός εάν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια _
«ενιαία άδεια» σημαίνει άδεια διαμονής η οποία εκδίδεται από το Διευθυντή και η οποία επιτρέπει στον υπήκοο τρίτης χώρας να διαμένει νόμιμα στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές με σκοπό την εργασία·
«ενιαία διαδικασία υποβολής αίτησης» σημαίνει τη διαδικασία που οδηγεί, βάσει ενιαίας αίτησης που υποβάλλεται, από υπήκοο τρίτης χώρας ή από τον εργοδότη του, σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 18ΥΕ, με σκοπό να χορηγηθεί στον υπήκοο τρίτης χώρας άδεια διαμονής και εργασίας στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές, σε απόφαση σχετικά με την εν λόγω αίτηση για την ενιαία άδεια·
«εργαζόμενος τρίτης χώρας» σημαίνει κάθε υπήκοο τρίτης χώρας που έχει γίνει δεκτός στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές και ο οποίος διαμένει νομίμως και του έχει χορηγηθεί άδεια εργασίας, στα πλαίσια αμειβόμενης σχέσης στις ελεγχόμενες από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας περιοχές σύμφωνα με το κυπριακό δίκαιο ή πρακτική·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1030/2002» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 1030/2002 του Συμβουλίου της 13ης Ιουνίου 2002 για την καθιέρωση αδειών δια΅ονής ενιαίου τύπου για τους υπηκόους τρίτων χωρών», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΚ) αριθ. 380/2008 του Συμβουλίου της 18ης Απριλίου 2008·
«Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004» σημαίνει την πράξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Κανονισμός (ΕΚ) αριθ. 883/2004 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 29ης Απριλίου 2004 για το συντονισμό των συστημάτων κοινωνικής ασφάλειας», όπως τροποποιήθηκε τελευταία από τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ∙ 1372/2013 της Επιτροπής της 19ης Δεκεμβρίου 2013·
«υπήκοος τρίτης χώρας» σημαίνει κάθε πρόσωπο που δεν είναι πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά την έννοια του ’ρθρου 20, παράγραφος 1, της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.