18ΡΕ.-(1) Για κάθε παράβαση του άρθρου 18ΡΒ, ο εργοδότης οφείλει να καταβάλλει-
(α) όλες τις οφειλόμενες αποδοχές στον παρανόμως παραμένοντα υπήκοο τρίτης χώρας∙ για τους σκοπούς της παρούσας παραγράφου, το συμφωνημένο επίπεδο αποδοχών θεωρείται ότι είναι τουλάχιστον το ελάχιστο ημερομίσθιο που προβλέπεται από την κυπριακή νομοθεσία, από τις συλλογικές συμβάσεις ή σύμφωνα με την καθιερωμένη πρακτική στους σχετικούς επαγγελματικούς κλάδους, εκτός αν ο εργοδότης ή ο εργαζόμενος μπορεί να αποδείξει ότι ήταν διαφορετικό, πάντα μέσα στα πλαίσια των υποχρεωτικών διατάξεων της κυπριακής νομοθεσίας περί ημερομισθίων·
(β) τις εισφορές ή τα τέλη στα ταμεία κοινωνικών ασφαλίσεων, πλεονάζοντος προσωπικού, ετησίων αδειών μετ’ απολαβών, κοινωνικής συνοχής και ανάπτυξης ανθρώπινου δυναμικού, καθώς και τους φόρους, που θα είχε καταβάλει ο εργοδότης, εάν ο υπήκοος τρίτης χώρας είχε απασχοληθεί νόμιμα, συμπεριλαμβανομένων των επιβαρύνσεων για καθυστερήσεις και των σχετικών διοικητικών προστίμων·
(γ) εφόσον ενδείκνυται, κάθε δαπάνη που προκύπτει από την αποστολή καθυστερούμενων οφειλών στη χώρα στην οποία ο υπήκοος τρίτης χώρας έχει επιστρέψει ή έχει υποχρεωθεί να επιστρέψει.
(2) Σε περίπτωση που ο εργοδότης δεν συμμορφώνεται με τις υποχρεώσεις του κατά τις διατάξεις των παραγράφων (α) ή/και (γ), του εδαφίου (1), ο επηρεαζόμενος παρανόμως παραμένοντας υπήκοος τρίτης χώρας δικαιούται σε κάθε περίπτωση να υποβάλλει αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών για διεκδίκηση οποιασδήποτε οφειλόμενης αμοιβής, έστω και αν έχει επιστρέψει ή υποχρεωθεί να επιστρέψει στη χώρα του.
Η υποβολή της αίτησης γίνεται σύμφωνα με τον περί Ετησίων Αδειών Μετ’ Απολαβών Νόμο, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, και τους δυνάμει αυτού δικονομικούς κανονισμούς.
(3) Πριν από την εκτέλεση οποιασδήποτε απόφασης για επιστροφή τους, οι υπήκοοι τρίτων χωρών που απασχολούνται παράνομα τυγχάνουν συστηματικής και αντικειμενικής ενημέρωσης σχετικά με τα δικαιώματά τους σύμφωνα με το εδάφιο (2) του παρόντος άρθρου και το άρθρο 18ΡΘ.
(4) Για τους σκοπούς των παραγράφων (α) και (β), του εδαφίου (1), θεωρείται κατά τεκμήριο ότι η σχέση απασχόλησης διήρκεσε τουλάχιστον τρεις (3) μήνες, εκτός εάν, μεταξύ άλλων, ο εργοδότης ή ο εργαζόμενος αποδείξουν το αντίθετο.
(5) Οι παρανόμως απασχολούμενοι υπήκοοι τρίτων χωρών δικαιούνται την είσπραξη όλων των καθυστερούμενων αμοιβών που αναφέρονται στην παράγραφο (α), του εδαφίου (1), οι οποίες ανακτώνται βάσει αίτησης που υποβάλλεται σύμφωνα με το εδάφιο (2), ακόμα και στις περιπτώσεις όπου αυτοί έχουν επιστρέψει ή έχουν υποχρεωθεί να επιστρέψουν στη χώρα τους.
(6) Σε περίπτωση όπου έχει χορηγηθεί άδεια παραμονής περιορισμένης διάρκειας σύμφωνα με το εδάφιο (4) του άρθρου 18ΡΘ, ο Διευθυντής δύναται να παρατείνει μέχρι έξι (6) μήνες την εν λόγω άδεια παραμονής για το συγκεκριμένο υπήκοο τρίτης χώρας, μέχρις ότου ο εν λόγω υπήκοος να έχει εισπράξει όλες τις καθυστερούμενες αμοιβές που ανακτώνται δυνάμει του εδαφίου (1) του παρόντος άρθρου και εφόσον πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στην παράγραφο (α), του εδαφίου (4) του άρθρου 18ΡΘ. Οι παράγραφοι (β) και (γ), του εδαφίου (4) του άρθρου 18ΡΘ εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών.
(7) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή των κανονισμών που εκδίδονται με βάση αυτόν, ο Διευθυντής οφείλει να επιστρέψει στον εργοδότη οποιοδήποτε ποσό που κατατέθηκε από αυτόν για σκοπούς ασφάλειας ή εγγύησης, εντός περιόδου σαράντα πέντε ημερών (45) από οποιαδήποτε από τις ακόλουθες ημερομηνίες προηγηθεί:
(α) Την ημερομηνία λήξης ή διακοπής για οποιοδήποτε λόγο της εργοδότησης ή της σύμβασης εργασίας του εργοδότη με τον υπήκοο τρίτης χώρας και αφού ο εργοδότης ενημερώσει σχετικά τις αρμόδιες αρχές ή
(β) την ημερομηνία έκδοσης διατάγματος απέλασης από τη Δημοκρατία του υπηκόου τρίτης χώρας ή
(γ) την ημερομηνία αναχώρησης από τη Δημοκρατία του υπηκόου τρίτης χώρας σε σχέση με τον οποίο έγινε η κατάθεση του ποσού της ασφάλειας ή της εγγύησης.