Διατάξεις αναφορικά με αιτήσεις για εκκαθάριση

213.-(1) Αίτηση στο Δικαστήριο για την εκκαθάριση εταιρείας γίνεται με αίτηση που υποβάλλεται, τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού, από οποιοδήποτε από τα ακόλουθα πρόσωπα:

(α) Την εταιρεία·

(β) πιστωτή ή πιστωτές, περιλαμβανομένων οποιωνδήποτε ενδεχόμενων ή μελλοντικών πιστωτών·

(γ) συνεισφορέα ή συνεισφορείς·

(δ) σύνδικο άλλου κράτους μέλους, όπως αυτός ορίζεται σύμφωνα με την παράγραφο (β) του άρθρου 2 του Επίσημη Κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαϊου περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας και ο οποίος διορίζεται εντός του πλαισίου δικαστικών διαδικασιών δυνάμει της παραγράφου (1) του άρθρου 3 του Κανονισμού αυτού, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται·

(ε) προσωρινό σύνδικο, ο οποίος ορίζεται από δικαστήριο άλλου κράτους μέλους, σύμφωνα με το άρθρο 38 του Κανονισμού (ΕΚ) 1346/2000 του Συμβουλίου της 29ης Μαϊου περί των διαδικασιών αφερεγγυότητας·

(στ) εξεταστή·

(ζ) τον επίσημο παραλήπτη σύμφωνα με το εδάφιο (1) του άρθρου 222·

ή από όλα ή οποιαδήποτε από τα πρόσωπα αυτά, μαζί ή ξεχωριστά:

Νοείται ότι-

(α) συνεισφορέας δεν δικαιούται να υποβάλει αίτηση για εκκαθάριση εκτός αν-

(i) ο αριθμός των μελών σε περίπτωση δημόσιας εταιρείας μειώνεται σε λιγότερο από επτά· ή

(ii) οι μετοχές σχετικά με τις οποίες είναι συνεισφορέας, ή μερικές από αυτές, είτε παραχωρήθηκαν αρχικά σε αυτόν ή κατέχονται από αυτόν και είναι εγγεγραμμένες στο όνομα του τουλάχιστο για έξι μήνες κατά τη διάρκεια των δεκαοκτώ  μηνών πριν από την έναρξη της εκκαθάρισης, ή περιήλθαν σε αυτόν λόγω θανάτου προηγούμενου κατόχου· και

(β) αίτηση για εκκαθάριση, αν η βάση για την αίτηση είναι η παράλειψη παράδοσης στον έφορο της θέσμιας έκθεσης ή η συγκρότηση της θέσμιας συνέλευσης, δεν υποβάλλεται από οποιοδήποτε πρόσωπο άλλο από μέτοχο, ούτε πριν από την εκπνοή δεκατεσσάρων ημερών μετά την τελευταία ημέρα που έπρεπε να συγκροτηθεί η συνέλευση· και

(γ) το Δικαστήριο δεν ορίζει ημερομηνία για ακρόαση αίτησης για έγκριση που υποβλήθηκε από ενδεχόμενο ή μελλοντικό πιστωτή μέχρι να δοθεί τέτοια εγγύηση για έξοδα που το Δικαστήριο κρίνει εύλογη και μέχρι να αποδειχτεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση για εκκαθάριση προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου· και

(δ) σε περίπτωση που εμπίπτει στο εδάφιο (3) του άρθρου 163, αίτηση για εκκαθάριση δύναται να υποβληθεί από το Γενικό Εισαγγελέα.

(2) Όταν εταιρεία εκκαθαρίζεται εκούσια ή με επιτήρηση του Δικαστηρίου, αίτηση για εκκαθάριση δύναται να υποβληθεί από τον επίσημο παραλήπτη που είναι διαπιστευμένος στο Δικαστήριο όπως επίσης από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο εξουσιοδοτημένο για αυτό με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού, αλλά το Δικαστήριο δεν εκδίδει διάταγμα εκκαθάρισης στην αίτηση εκτός αν ικανοποιηθεί ότι η εκούσια εκκαθάριση με επιτήρηση δεν δύναται να συνεχιστεί με την κατάλληλη προσοχή στα συμφέροντα των πιστωτών ή συνεισφορέων.

(3) Ο αιτητής, με την υποβολή της αίτησης για εκκαθάριση καταβάλλει στον επίσημο παραλήπτη τέλος, το οποίο καθορίζεται με Κανονισμούς οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 333, για την κάλυψη των εξόδων που θα προκύψουν για την εκτέλεση του διατάγματος εκκαθάρισης, και το οποίο κατατίθεται στο Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας και οποιαδήποτε έξοδα γίνονται εκ μέρους του επίσημου παραλήπτη για την εκτέλεση του διατάγματος εκκαθάρισης αφαιρούνται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας:

Νοείται ότι, ο πρωτοκολλητής του Δικαστηρίου δεν αποδέχεται την καταχώριση αίτησης για εκκαθάριση, εκτός εάν συνοδεύεται από την απόδειξη καταβολής του προβλεπόμενου στους πιο πάνω Κανονισμούς τέλους στον επίσημο παραλήπτη:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η αίτηση απορρίπτεται από το Δικαστήριο ή αποσύρεται από τον αιτητή, επιστρέφεται στον αιτητή ποσοστό του τέλους που καταβλήθηκε, το ύψος του οποίου καθορίζεται με Κανονισμούς οι οποίοι εκδίδονται δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 333.