339.-(1) Το Δικαστήριο, μετά από αίτηση που γίνεται στο Δικαστήριο από τον εκκαθαριστή εταιρείας, δύναται με διάταγμα να ορίσει το ποσό που πρέπει να πληρωθεί με μορφή αμοιβής σε κάθε πρόσωπο που, με βάση τις εξουσίες που περιέχονται σε οποιοδήποτε έγγραφο, διορίστηκε ως παραλήπτης ή διαχειριστής της περιουσίας της εταιρείας.
(2) Η εξουσία του Δικαστηρίου σύμφωνα με το εδάφιο (1) όταν κανένα προηγούμενο διάταγμα δεν εκδόθηκε με βάση το εδάφιο εκείνο-
(α) επεκτείνεται στον ορισμό της αμοιβής για οποιαδήποτε περίοδο πριν από την έκδοση του διατάγματος ή της αίτησης για αυτό και
(β) ασκείται ανεξάρτητα από το ότι ο παραλήπτης ή διαχειριστής απέθανε ή έπαυσε να ενεργεί από το πριν από την έκδοση του διατάγματος ή την υποβολή αίτησης για αυτό και
(γ) όταν ο παραλήπτης ή διαχειριστής πληρώθηκε ή κατακράτησε για την αμοιβή του για οποιαδήποτε περίοδο πριν από την έκδοση του διατάγματος οποιοδήποτε ποσό που υπερβαίνει εκείνο που ορίστηκε με τον τρόπο αυτό για εκείνη την περίοδο, επεκτείνεται στο να απαιτήσει από αυτόν ή τους προσωπικούς αντιπροσώπους του να υποβάλουν λογαριασμό για την υπέρβαση ή τέτοιο μέρος της που δυνατό να ορίζεται στο διάταγμα:
Νοείται ότι η εξουσία που παρέχεται από την παράγραφο (γ) του εδαφίου αυτού δεν ασκείται σε σχέση με οποιαδήποτε περίοδο πριν από την υποβολή της αίτησης για το διάταγμα εκτός αν κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου υπάρχουν ειδικές περιστάσεις που κάνουν κατάλληλη την άσκηση της εξουσίας με τον τρόπο αυτό.
(3) Το Δικαστήριο δύναται από καιρό σε καιρό μετά από αίτηση που γίνεται από τον εκκαθαριστή ή τον παραλήπτη ή το διαχειριστή να μεταβάλλει ή τροποποιεί διάταγμα που εκδόθηκε σύμφωνα με το εδάφιο (1).