251.-(1) Το Δικαστήριο δύναται να ορίσει προθεσμία ή προθεσμίες μέσα στις οποίες οι πιστωτές θα επαληθεύσουν τις οφειλές ή απαιτήσεις τους ή θα αποκλείονται από το όφελος οποιασδήποτε διανομής που γίνεται πριν από την επαλήθευση των χρεών αυτών.
(2) (α) Όπου εταιρεία εκκαθαρίζεται από το Δικαστήριο, πρόσωπο το οποίο ισχυρίζεται ότι είναι πιστωτής της εταιρείας και επιθυμεί να ανακτήσει το χρέος του στο σύνολο ή μερικώς, πρέπει να υποβάλει επαλήθευση γραπτώς στον εκκαθαριστή, εντός τριάντα πέντε (35) ημερών από την ημερομηνία δημοσίευσης του διατάγματος εκκαθάρισης στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
(β) Μετά από δεόντως αιτιολογημένο αίτημα πιστωτή, η προθεσμία των τριάντα πέντε (35) ημερών δύναται να παραταθεί, από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή.
(3) (α) Η επαλήθευση δέον να γίνεται με τον τύπο που καθορίζεται στους περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμούς και θα υπογράφεται από αυτόν ή από πρόσωπο εξουσιοδοτημένο προς τούτο και κάθε πιστωτής επιβαρύνεται τα έξοδα επαλήθευσης της απαίτησής του, περιλαμβανομένων των εξόδων της εξασφάλισης οποιωνδήποτε εγγράφων απαιτούνται ή μαρτυρίας που απαιτείται από τον εκκαθαριστή.
(β) Η επαλήθευση περιλαμβάνει ή αναφέρεται σε κατάσταση λογαριασμού που αποδεικνύει τις λεπτομέρειες του χρέους και ειδικεύει τις αποδείξεις πληρωμών, αν υπάρχουν, με τις οποίες το χρέος δύναται να υποστηριχτεί και, όπου εφαρμόζεται, τα ονόματα όλων των εγγυητών που έχουν ευθύνη σε σχέση με χρέος της εταιρείας και την έκταση της ευθύνης που προκύπτει από την εγγύηση, σύμφωνα με τη σύμβαση εγγύησης, κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης. Ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής δύναται οποτεδήποτε να ζητήσει την προσαγωγή δικαιολογητικών δαπάνης.
(4) Επαλήθευση εκθέτει κατά πόσο ο πιστωτής είναι ή δεν είναι εξασφαλισμένος πιστωτής.
(5) Κάθε πιστωτής που κατέθεσε επαλήθευση δικαιούται να βλέπει και εξετάζει τις επαληθεύσεις άλλων πιστωτών πριν από την συνέλευση πιστωτών, και σε κάθε εύλογο χρόνο.
(6) Ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής εξετάζει άμεσα κάθε επαλήθευση και τους λόγους του χρέους και το αργότερο εντός είκοσι μίας (21) ημερών αποδέχεται ή απορρίπτει αυτή γραπτώς για σκοπούς μερίσματος,ολικώς ή μερικώς, ή απαιτεί περαιτέρω μαρτυρία προς υποστήριξή της. Αν απορρίπτει επαλήθευση, αναφέρει γραπτώς προς τον πιστωτή τους λόγους για την απόρριψη.
(7) Αν ο πιστωτής και, όπου εφαρμόζεται, ο εγγυητής δεν ικανοποιείται με την απόφαση του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή αναφορικά με την επαλήθευσή του, δύναται με αίτησή του, να προσφύγει στο Δικαστήριο και η αίτηση δέον να γίνεται εντός είκοσι μίας (21) ημερών από την ημέρα που έλαβε γνώση της απόφασης του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή.
(8) Το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει, σε σχέση με τα δικαιώματα του πιστωτή ή, όπου εφαρμόζεται, του εγγυητή, ο οποίος αποτείνεται σε αυτό, σύμφωνα με το εδάφιο (7) την επικύρωση, ή την ακύρωση ή τη διαφοροποίηση της απόφασης του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή, λαμβάνοντας υπόψη τις διατάξεις του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμου και του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου.
(9) Επαλήθευση πιστωτή, δύναται καθ' οιονδήποτε χρόνο με τη σύμφωνη γνώμη του εκκαθαριστή να αποσυρθεί ή να διαφοροποιηθεί σε σχέση με το ποσό που απαιτείται.
(10) Το Δικαστήριο δύναται να απαλείψει ή να μειώσει το ποσό που απαιτείται-
(α) κατόπιν αίτησης του επίσημου παραλήπτη ή εκκαθαριστή, όπου ο εκκαθαριστής πιστεύει ότι η επαλήθευση έχει γίνει. λανθασμένα αποδεκτή ή θα πρέπει να μειωθεί, ή
(β) κατόπιν αίτησης πιστωτή, αν ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής αρνηθεί να ενεργήσει επί του θέματος.
(11) Ο επίσημος παρdλήπτης ή εκκαθαριστής θα υπολογίσει την αξία οποιουδήποτε χρέους, το οποίο χρέος, λόγω του ότι είναι υπό οποιαδήποτε αίρεση ή για οποιονδήποτε άλλο λόγο, δεν έχει συγκεκριμένη αξία και δύναται να αναπροσαρμόσει οποιοδήποτε υπολογισμό που έγινε προηγουμένως λόγω αλλαγής συνθηκών ή πληροφοριών που έχουν καταστεί διαθέσιμες στον εκκαθαριστή και να πληροφορήσει τον πιστωτή σχετικά:
(12) Εκτός αν ο επίσημος παραλήπτης ή εκκαθαριστής το επιτρέψει, επαλήθευση αναφορικά με χρήματα που οφείλονται δυνάμει συναλλαγματικής, γραμματίου εις διαταγή, επιταγής ή άλλου αξιογράφου ή ασφάλειας, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή, εκτός εάν παρουσιαστούν το έγγραφο ή η ασφάλεια ή αντίγραφο αυτών δεόντως πιστοποιημένα από τον πιστωτή ή τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπό του ως πιστά αντίγραφα.
(13) (α) Εξασφαλισμένος πιστωτής, ο οποίος έχει διαθέσει την εξασφάλισή του, δύναται να επαληθεύσει για το υπόλοιπο ποσό χρέους, αφότου αφαιρεθεί το ποσό το οποίο έλαβε με τη διάθεση της εξασφάλισης και, αν ο εξασφαλισμένος πιστωτής παραδώσει την εξασφάλιση του, δύναται να επαληθεύσει για ολόκληρο το χρέος ως να ήταν μη εξασφαλισμένος.
(β) Εξασφαλισμένος πιστωτής ο οποίος δεν έχει διαθέσει την εξασφάλισή του δύναται να επαληθεύσει για το υπόλοιπο ποσό χρέους, αφού πρώτα αφαιρεθεί το ποσό της αξίας της εξασφάλισής του, όπως αυτή καθοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 251Α.
(14) Για το σκοπό επαλήθευσης χρέους το οποίο δημιουργήθηκε ή είναι πληρωτέο σε συνάλλαγμα άλλο από το ευρώ, το ποσό του χρέους θα μετατρέπεται σε ευρώ, σύμφωνα με τον επίσημο δείκτη συναλλάγματος, κατά το χρόνο που η εταιρεία τέθηκε σε εκκαθάριση.
(15) (α) Όπου το χρέος που επαληθεύεται στα πλαίσια εκκαθάρισης επιφέρει τόκο, ο τόκος επαληθεύεται ως μέρος του χρέους, εκτός εάν είναι πληρωτέος σε σχέση με οιαδήποτε περίοδο μετά την έναρξη εκκαθάρισης εταιρείας.
(β) Οι απαιτήσεις πιστωτή δύνανται να περιλαμβάνουν τόκο επί του χρέους αναφορικά με περιόδους πριν η εταιρεία περιέλθει σε εκκαθάριση, παρά το γεγονός ότι προηγουμένως δεν είχε επιφυλαχθεί ή συμφωνηθεί τόκος, στις ακόλουθες περιπτώσεις:
(i) Αν το χρέος είναι πληρωτέο δυνάμει γραπτής συμφωνίας και πληρωτέο σε συγκεκριμένο χρόνο, τόκος δύναται να απαιτηθεί για την περίοδο από την ημέρα συνομολόγησης της συμφωνίας μέχρι την ημέρα που η εταιρεία περιήλθε σε εκκαθάριση·
(ii) εάν το χρέος είναι πληρωτέο καθ' οιονδήποτε άλλο τρόπο, τόκος δύναται να απαιτηθεί εάν πριν από την ημερομηνία απαίτησης, απαίτηση πληρωμής του χρέους είχε γίνει γραπτώς, από ή εκ μέρους του πιστωτή και δόθηκε ειδοποίηση ότι τόκος θα ήταν πληρωτέος από την ημερομηνία της απαίτησης μέχρι την ημέρα πληρωμής
(iii) τόκος δυνάμει της υποπαραγράφου (ii) δύναται να απαιτηθεί μόνο για την περίοδο από την ημερομηνία απαίτησης μέχρι την ημερομηνία που η εταιρεία περιήλθε σε εκκαθάριση.