Διατάξεις αναφορικά με εγγυήσεις

299.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του παρόντος Νόμου και ανεξαρτήτως των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου οικείου νόμου, εγγυητής που είναι φυσικό πρόσωπο, το οποίο, κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης εγγύησης είχε ή ανέλαβε ευθύνη, σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης εγγύησης, για ποσό που δεν υπερβαίνει τις πεντακόσιες χιλιάδες ευρώ (€500.000), τυγχάνει μεταχείρισης σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου σε σχέση με εγγυήσεις που έδωσε για επαληθεύσιμα χρέη εταιρείας που βρίσκεται υπό εκκαθάριση.

(2) (α) Σε περίπτωση που ο πιστωτής δεν υποβάλει επαλήθευση γραπτώς στον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή εντός της καθορισμένης προθεσμίας, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (2) του άρθρου 251, δεν δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση.

(β) Ο πιστωτής ενημερώνει τους εγγυητές αναφορικά με την επαλήθευση και την αποδοχή ή απόρριψη από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή δυνάμει του εδαφίου (6) του άρθρου 251:

Νοείται ότι, η εν λόγω ενημέρωση δεν αποτελεί ειδοποίηση για καταβολή πληρωμών εκ μέρους του εγγυητή και δεν επηρεάζει το δικαίωμα του πιστωτή ή του εγγυητή να προσφύγει στο Δικαστήριο, κατά τα οριζόμενα στο εδάφιο (7) του άρθρου 251.

(3) Σε περίπτωση εξασφαλισμένου πιστωτή, η επαλήθευση περιλαμβάνει επιπλέον όλες τις πληροφορίες αναφορικά με:

(α) την εκτίμηση της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, η οποία καθορίζεται σύμφωνα με τη διαδικασία του άρθρου 251Α:

Νοείται ότι, σε περίπτωση κατά την οποία η περιουσία υπόκειται σε περισσότερες από μία εξασφαλίσεις, η αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, για τους σκοπούς της επαλήθευσης κάθε εξασφαλισμένου πιστωτή, θα είναι η αξία την οποία ο εν λόγω εξασφαλισμένος πιστωτής αναμένει να λάβει από την πώληση της εν λόγω περιουσίας, λαμβάνοντας επίσης υπόψη τη σειρά προτεραιότητας των δικαιωμάτων των άλλων εξασφαλισμένων πιστωτών για τους οποίους η εν λόγω περιουσία υπόκειται σε εξασφάλιση, όπως αυτή καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου·

(β) το ποσό του οφειλόμενου χρέους της υπό εκκαθάριση εταιρείας προς τον συγκεκριμένο εξασφαλισμένο πιστωτή κατά την ημερομηνία της επαλήθευσης, στο παρόν άρθρο αναφερόμενο ως ''οφειλόμενο χρέος".

(4) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση του πιστωτή κατά την ημερομηνία γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή, ισούται ή ξεπερνά την αξία του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση.

(5) Σε περίπτωση που η αξία της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, σύμφωνα με την επαλήθευση, είναι χαμηλότερη της αξίας του οφειλόμενου χρέους, ο εξασφαλισμένος πιστωτής δεν δύναται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση για ποσό μεγαλύτερο από το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, όπως αυτά περιλαμβάνονται στην επαλήθευση.

(6) (α) Σε περίπτωση εφαρμογής του εδαφίου (5), το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας, η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, κατατάσσεται ως μη εξασφαλισμένο χρέος για σκοπούς της εκκαθάρισης και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει πληρωμές ως τέτοιο κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές.

(β) Ανεξαρτήτως των διατάξεων της παραγράφου (α), σε περίπτωση που περιουσία της εταιρείας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση διατεθεί και το καθαρό ποσό της διάθεσης είναι μεγαλύτερο από το ποσό της εκτιμημένης αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής θα δικαιούται να λάβει δικαστικά ή νομικά ή άλλα μέτρα εναντίον του εγγυητή σε σχέση με την εγγύηση μόνο για το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού της διάθεσης και του οφειλόμενου χρέους:

Νοείται ότι, το ποσό της διαφοράς μεταξύ του καθαρού ποσού της διάθεσης και του οφειλόμενου χρέους κατατάσσεται ως μη εξασφαλισμένο χρέος για σκοπούς της εκκαθάρισης και ο σχετικός πιστωτής λαμβάνει τυχόν πληρωμές ως μη εξασφαλισμένος πιστωτής, κατ' αναλογία (pari passu) με άλλους μη εξασφαλισμένους πιστωτές:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε περίπτωση που ο εγγυητής κατέβαλε οποιεσδήποτε πληρωμές, για το ποσό της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση και του οφειλόμενου χρέους, πριν τη διάθεση της σχετικής περιουσίας της εταιρείας, και το καθαρό ποσό που προέκυψε τελικά από τέτοια διάθεση είναι μεγαλύτερο από την αξία της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση, τότε ο εξασφαλισμένος πιστωτής οφείλει να επιστρέψει στον εγγυητή οποιοδήποτε ποσό που αυτός κατέβαλε, το οποίο υπερβαίνει τη διαφορά μεταξύ του ποσού που προκύπτει τελικά από το καθαρό ποσό της διάθεσης της περιουσίας και του οφειλόμενου χρέους.

(7) Τυχόν καταμερισμός από τον πιστωτή επιβολής υποχρεώσεων των εγγυητών, των οποίων τα ονόματα περιλαμβάνονται στην επαλήθευση, γίνεται κατ' εφαρμογή της αρχής της ίσης μεταχείρισης, της αρχής της διαφάνειας και σύμφωνα με τις αρχές της επιείκειας.

(8) (α) Οι εγγυητές δύνανται να καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από εγγύηση, και κανένας εγγυητής δεν καταβάλλει ποσό, το οποίο ξεπερνά το ποσό που απομένει μετά από αφαίρεση από το μηνιαίο εισόδημά τους, του συνόλου των-

(i) λογικών εξόδων διαβίωσης σύμφωνα με τις διατάξεις του περί Αφερεγγυότητας Φυσικών Προσώπων (Προσωπικά Σχέδια Αποπληρωμής και Διάταγμα Απαλλαγής Οφειλών) Νόμου· και

(ii) των μηνιαίων δόσεων που ο ίδιος ο εγγυητής υποχρεούται να καταβάλλει σε σχέση με τις δικές του υποχρεώσεις κατά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης.

(β) Σε περιπτώσεις στις οποίες οι εγγυητές καταβάλλουν ποσά μηνιαίως σε σχέση με την ευθύνη τους που απορρέει από την εν λόγω εγγύηση, η συνολική χρονική διάρκεια των μηνιαίων δόσεων, θα είναι η ίδια όπως καθορίστηκε στην αρχική σύμβαση μεταξύ εταιρείας και πιστωτή, εκτός εάν τα ενδιαφερόμενα μέρη συμφωνήσουν διαφορετικά και το επιτόκιο δεν θα είναι μεγαλύτερο από την εν λόγω αρχική σύμβαση.

(9) Οι διατάξεις του εδαφίου (8) εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με χρέη για τα οποία συνήφθησαν συμβάσεις εγγύησης μέχρι την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2018 και εφαρμόζονται καθ᾽ όλη τη διάρκεια της περιόδου καταβολής των καθορισμένων μηνιαίων δόσεων, η οποία άρχισε κατά ή μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2015.

(10) Το σύνολο των οποιωνδήποτε εφάπαξ ποσών και της καθαρής παρούσας αξίας σειράς πληρωμών που καταβάλλονται από εγγυητή καθώς και τυχόν πληρωμών που καταβάλλονται για μη εξασφαλισμένα χρέη προς συγκεκριμένο πιστωτή κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης, δεν δύναται να ξεπερνά το ποσό:

(α) της διαφοράς μεταξύ της αξίας της περιουσίας η οποία υπόκειται σε εξασφάλιση και του ποσού του οφειλόμενου χρέους, σε περίπτωση που το ποσό της αξίας της περιουσίας που υπόκειται σε εξασφάλιση είναι χαμηλότερο του ποσού του οφειλόμενου χρέους εάν πρόκειται για εξασφαλισμένο πιστωτή, ή

(β) το συνολικό χρέος στην επαλήθευση, εάν πρόκειται για μη εξασφαλισμένο πιστωτή:

Νοείται ότι, σε περίπτωση καταβολής από τον εγγυητή εφάπαξ ποσού, θα λαμβάνονται υπόψη οι οποιεσδήποτε πληρωμές καταβλήθηκαν προς τον πιστωτή κατά τη διαδικασία εκκαθάρισης.

(11) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, καμία αγωγή που αφορά εγγύηση σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται από πιστωτή εναντίον εγγυητή μετά την πάροδο δυο (2) ετών από την ημερομηνία γραπτής αποδοχής της επαλήθευσης από τον επίσημο παραλήπτη ή εκκαθαριστή:

Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου ισχύουν για τα διατάγματα εκκαθάρισης τα οποία θα εκδοθούν μετά την έναρξη της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2015.

(12) Όταν οποιοσδήποτε εγγυητής κατέβαλε ολόκληρο το ποσό που προκύπτει ως αποτέλεσμα της εφαρμογής του εδαφίου (5) του παρόντος άρθρου, σε πιστωτή δυνάμει του παρόντος άρθρου, τέτοιος εγγυητής, με την καταβολή τέτοιας πληρωμής, καθίσταται μη εξασφαλισμένος πιστωτής ως προς το ποσό που αντιστοιχεί στην εν λόγω πληρωμή, και έχει όλα τα δικαιώματα μη εξασφαλισμένου πιστωτή έναντι της περιουσίας της εταιρείας, και οι απαιτήσεις του έχουν την ίδια προτεραιότητα με αυτές των άλλων μη εξασφαλισμένων πιστωτών.

(13) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου Νόμου, καμία αγωγή από εγγυητή εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας ή οποιουδήποτε άλλου συνεγγυητή σε σχέση με επαληθεύσιμο χρέος δεν εγείρεται μετά την πάροδο τριών (3) ετών από την ημερομηνία καταβολής πληρωμής από τον εγγυητή στον πιστωτή αναφορικά με χρέος της υπό εκκαθάριση εταιρείας.

Νοείται ότι, οι διατάξεις του παρόντος εδαφίου ισχύουν για τα διατάγματα εκκαθάρισης τα οποία θα εκδοθούν μετά την έναρξη της ισχύος του περί Εταιρειών (Τροποποιητικού) (Αρ. 3) Νόμου του 2015.