7.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου αυτού, εταιρεία δύναται με ειδική απόφαση να αλλάξει τις διατάξεις του ιδρυτικού εγγράφου που αφορούν τους σκοπούς της εταιρείας, στην έκταση που ήθελε κρίνει απαραίτητο για να δυνηθεί-
(α) να διεξάγει τις εργασίες της οικονομικότερα ή περισσότερο αποτελεσματικά ή
(β) να επιτύχει τον κύριο σκοπό της με νέες ή βελτιωμένες μεθόδους ή
(γ) να αναπτύξει ή αλλάξει την τοπική περιοχή των εργασιών της ή
(δ) να διεξάγει εργασίες που κάτω από τις υπάρχουσες περιστάσεις δύναται να συνδυαστούν καταλληλότερα και επωφελέστερα με τις εργασίες της εταιρείας ή
(ε) να περιορίσει ή εγκαταλείψει οποιουσδήποτε από τους σκοπούς που καθορίζονται στο ιδρυτικό έγγραφο ή
(στ) να πωλήσει ή διαθέσει ολόκληρη ή οποιοδήποτε μέρος της επιχείρησης της εταιρείας ή
(ζ) να συγχωνευθεί με οποιαδήποτε άλλη εταιρεία ή οργανισμό προσώπων.
(2) Η αλλαγή δεν θα έχει ισχύ μέχρι να εγκριθεί από το Δικαστήριο και ή στην έκταση που θα εγκριθεί μετά από αίτηση.
(3) Το Δικαστήριο προτού εγκρίνει την αλλαγή πρέπει να ικανοποιηθεί-
(α) ότι έχει δοθεί ικανοποιητική ειδοποίηση σε όλους τους κατόχους χρεωστικών ομολόγων της εταιρείας και σε οποιαδήποτε πρόσωπα ή κατηγορία προσώπων που κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου θα επηρεαστούν τα συμφέροντα από την αλλαγή
(β) ότι σε σχέση με κάθε πιστωτή που κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου δικαιούται να φέρει ένσταση και προβάλλει την ένσταση του όπως έδωσε οδηγίες το Δικαστήριο, εξασφαλίστηκε η συγκατάθεση του ή το χρέος του ή εξοφλήθηκε η απαίτηση του ή τερματίστηκε ή εξασφαλίστηκε με τρόπο που ικανοποιεί το Δικαστήριο:
Νοείται ότι το Δικαστήριο δύναται για ειδικούς λόγους να μην απαιτήσει την ειδοποίηση που απαιτεί το άρθρο αυτό στην περίπτωση οποιουδήποτε προσώπου ή κατηγορίας προσώπων.
(4) Το Δικαστήριο δύναται να εκδίδει διάταγμα που να εγκρίνει ολόκληρη ή μέρος της αλλαγής με τέτοιους όρους που ήθελε κρίνει σκόπιμο.
(5) Το Δικαστήριο σύμφωνα με το άρθρο αυτό πρέπει κατά την άσκηση της διακριτικής του εξουσίας να λάβει υπόψη τα δικαιώματα των μελών της εταιρείας ή οποιασδήποτε τάξης των μελών της, καθώς επίσης και τα δικαιώματα και συμφέροντα των πιστωτών και δύναται, αν το κρίνει σκόπιμο, να αναβάλει τη διαδικασία με σκοπό να εξασφαλιστεί κάποια διευθέτηση που να ικανοποιεί το Δικαστήριο για την αγορά των συμφερόντων των μελών που διαφωνούν. Και δύναται να δώσει οδηγίες και να προχωρήσει στην έκδοση των διαταγμάτων που θεωρεί κατάλληλα με σκοπό να διευκολύνει ή να δώσει αποτέλεσμα στη διευθέτηση:
Νοείται ότι για την αγορά αυτή δεν θα δαπανηθεί οποιοδήποτε μέρος κεφαλαίου.
(6) Πιστοποιημένο αντίγραφο του διατάγματος που εγκρίνει την αλλαγή, μαζί με τυπωμένο αντίγραφο του ιδρυτικού εγγράφου όπως αλλάχτηκε, εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία του διατάγματος παραδίνεται από την εταιρεία στον έφορο εταιρειών, και αυτός εγγράφει το αντίγραφο αυτό και πιστοποιεί την εγγραφή με την υπογραφή του. Το πιστοποιητικό αποτελεί αναμφισβήτητη μαρτυρία ότι όλες οι προϋποθέσεις του Νόμου αυτού που αφορούν την αλλαγή και την έγκριση του έχουν τηρηθεί, και μετά το ιδρυτικό έγγραφο με τον τρόπο που αλλάχτηκε θα αποτελεί το ιδρυτικό έγγραφο της εταιρείας.
Το Δικαστήριο δύναται με διάταγμα του να παρατείνει το χρόνο παράδοσης των εγγράφων στον έφορο βάσει του άρθρου αυτού, για τόσο χρόνο όσο θεωρήσει κατάλληλο.
(7) Αν εταιρεία παραλείψει να παραδώσει στον έφορο εταιρειών οποιοδήποτε έγγραφο που απαιτείται από το άρθρο αυτό να του παραδοθεί, η εταιρεία ευθύνεται στην πληρωμή προστίμου που δεν υπερβαίνει τις πενήντα λίρες για κάθε ημέρα που συνεχίζεται η παράλειψη.