239.-(1) Όταν ο εκκαθαριστής εταιρείας που βρίσκεται υπό εκκαθάριση από το Δικαστήριο έχει ρευστοποιήσει ολόκληρη την ιδιοκτησία της εταιρείας, ή τέτοιο μέρος της που δύναται, κατά τη γνώμη του, να ρευστοποιηθεί χωρίς την άσκοπη παράταση της εκκαθάρισης, και έχει διανέμει τελικό μέρισμα, αν υπάρχει, στους πιστωτές και έχει ρυθμίσει τα δικαιώματα των συνεισφορέων μεταξύ τους, και έχει καταρτίσει τελική έκθεση στους συνεισφορείς, ή έχει παραιτηθεί, ή έχει παυθεί από το αξίωμα του, το Δικαστήριο δύναται, με αίτηση του να μεριμνήσει για να ετοιμαστεί έκθεση για τους λογαριασμούς τους, και με τη συμμόρφωση του στις απαιτήσεις του Δικαστηρίου, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη την έκθεση και οποιαδήποτε ένσταση που δυνατό να υποβληθεί από οποιοδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα ή πρόσωπο που έχει συμφέρον εναντίον της απαλλαγής του εκκαθαριστή, και είτε χορηγεί ή αρνείται να χορηγήσει την απαλλαγή αναλόγως.
(2) Όταν δεν χορηγήται απαλλαγή εκκαθαριστή, το Δικαστήριο δύναται, μετά από αίτηση από οποιοδήποτε πιστωτή ή συνεισφορέα ή ενδιαφερόμενο πρόσωπο, να εκδώσει τέτοιο διάταγμα που θεωρεί δίκαιο, και επιβαρύνει τον εκκαθαριστή με τις συνέπειες οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης που δυνατό να έχει διαπράξει κατά παράβαση του καθήκοντος του.
(3) Διάταγμα του Δικαστηρίου που απαλλάττει τον εκκαθαριστή, τον απαλλάσσει από κάθε ευθύνη σχετικά με οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη που έγινε από αυτόν κατά τη διαχείριση των υποθέσεων της εταιρείας ή διαφορετικά σε σχέση με τη συμπεριφορά του ως εκκαθαριστή, αλλά το διάταγμα αυτό δύναται να ανακληθεί αν αποδειχτεί ότι λήφθηκε με δόλο ή αποσιώπηση ή απόκρυψη οποιουδήποτε ουσιώδους γεγονότος.
(4) Όταν ο εκκαθαριστής δεν έχει προηγουμένως παραιτηθεί ή παυθεί, η απαλλαγή του λογίζεται ως απομάκρυνση από το αξίωμα του.