Προστατευτικά εμπιστεύματα

33.-(1) Όταν οποιοδήποτε εισόδημα, περιλαμβανομένου ετήσιου εισοδήματος ή άλλης περιοδικής πληρωμής εισοδήματος, διατάσσεται να κατέχεται ως προστατευτικό εμπίστευμα προς όφελος οποιουδήποτε προσώπου (που στο άρθρο αυτό καλείται “ο αρχικός δικαιούχος”) για περίοδο εφ’ όρου ζωής ή για μικρότερη περίοδο, τότε, κατά τη διάρκεια της περιόδου (που στο άρθρο αυτό καλείται η “περίοδος εμπιστεύματος”) το πιο πάνω εισόδημα, άνευ επηρεασμού οποιουδήποτε προηγούμενου συμφέροντος, κατέχεται με τα ακόλουθα εμπιστεύματα, δηλαδή-

(α) με εμπίστευμα για τον αρχικό δικαιούχο κατά τη διάρκεια της περιόδου του εμπιστεύματος ή μέχρις ότου αυτός, είτε πριν από είτε μετά τον τερματισμό οποιουδήποτε προηγούμενου συμφέροντος, τελεί ή προσπαθεί να τελεί ή ανέχεται οποιαδήποτε πράξη ή πράγμα, ή μέχρις ότου συμβεί οποιοδήποτε γεγονός, άλλο από προκαταβολή βάσει οποιασδήποτε διά νόμου ή ρητής εξουσίας, διά της οποίας, αν το πιο πάνω εισόδημα έπρεπε να καταβληθεί κατά τη διάρκεια της περιόδου του εμπιστεύματος στον αρχικό δικαιούχο απολύτως κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, αυτός θα αποστερείτο από το δικαίωμα να λάβει αυτό ή οποιοδήποτε μέρος αυτού, σε οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις, καθώς και κατά το τερματισμό της περιόδου του εμπιστεύματος, οποιοδήποτε συμβαίνει πρώτο, το εμπίστευμα αυτό του πιο πάνω εισοδήματος αποτυγχάνει ή τερματίζεται~

(β) αν το εμπίστευμα που προαναφέρθηκε αποτυγχάνει ή τερματίζεται κατά τη διάρκεια της συνέχισης της περιόδου εμπιστεύματος, τότε, κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου χρόνου της περιόδου αυτής, το πιο πάνω εισόδημα κατέχεται με εμπίστευμα για χρήση αυτού για τη συντήρηση ή υποστήριξη, ή διαφορετικά προς όφελος, όλων ή οποιουδήποτε ενός ή περισσοτέρων αποκλειομένου του άλλου ή των άλλων από τα ακόλουθα πρόσωπα (δηλαδή)-

(ι) του αρχικού δικαιούχου και του συζύγου ή της συζύγου του, αν υπάρχει, και των τέκνων αυτού ή αυτής ή περισσότερο μακρυνών απογόνων, αν υπάρχουν~ ή

(ιι) αν δεν υπάρχει σύζυγος ή απόγονοι του αρχικού δικαιούχου σε ζωή, του αρχικού δικαιούχου και των προσώπων τα οποία, αν πράγματι αυτός αποβίωνε, θα δικαιούνταν στην περιουσία του εμπιστεύματος ή στο εισόδημα από αυτήν ή στην ετήσια πρόσοδο, αν υπάρχει, ή στις καθυστερήσεις της ετήσιας προσόδου, ανάλογα με την περίπτωση, όπως οι επίτροποι εμπιστευμάτων θεωρούν ορθό κατά την απόλυτη τους διακριτική εξουσία, χωρίς να ευθύνονται για την άσκηση αυτής της διακριτικής εξουσίας.

(2) Το άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται σε εμπιστεύματα που τέθηκαν σε ισχύ πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου αυτού και ισχύει τηρουμένων οποιωνδήποτε αλλαγών των εξυπακουομένων εμπιστευμάτων που προαναφέρθηκαν τα οποία περιέχονται στο έγγραφο που δημιουργεί το εμπίστευμα.

(3) Καμιά διάταξη στο άρθρο αυτό δεν εφαρμόζεται ώστε να καθιστά έγκυρο οποιοδήποτε εμπίστευμα το οποίο, αν περιέχεται στο έγγραφο που δημιουργεί το εμπίστευμα θα υπόκειτο σε ακύρωση.