Πειθαρχία

14Ξ.—(1) Η μη συμμόρφωση του δικηγόρου που ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα στη Δημοκρατία, με τον επαγγελματικό του τίτλο καταγωγής, στις υποχρεώσεις που απορρέουν από τις διατάξεις του βασικού νόμου και των δυνάμει αυτού ή άλλων νόμων εκδοθέντων κανονισμών ή διαδικαστικών κανονισμών συνιστά πειθαρχικό παράπτωμα.

(2) Αρμόδιο όργανο για την εκδίκαση των παραπτωμάτων είναι το δυνάμει του άρθρου 16 του βασικού νόμου Πειθαρχικό Συμβούλιο.

(3) Πριν κινηθεί πειθαρχική διαδικασία κατά του δικηγόρου που ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα με τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής, το Πειθαρχικό Συμβούλιο ενημερώνει σχετικά, το συντομότερο δυνατό, την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, παρέχοντάς της όλες τις χρήσιμες πληροφορίες:

Νοείται ότι, η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής ενημερώνει σχετικά το Πειθαρχικό Συμβούλιο, σε περίπτωση που κινηθεί πειθαρχική διαδικασία κατά δικηγόρου που ασκεί το δικηγορικό επάγγελμα με τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής.

(4) Χωρίς να θίγονται οι εξουσίες του Πειθαρχικού Συμβουλίου ως προς τη λήψη αποφάσεων δυνάμει του βασικού νόμου, τούτο συνεργάζεται καθόλη τη διάρκεια της πειθαρχικής διαδικασίας με την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής και λαμβάνει τα απαιτούμενα μέτρα ώστε η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής να μπορέσει να διατυπώσει τα επιχειρήματα της ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου.

(5) Χωρίς να αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, η προσωρινή ή οριστική αφαίρεση της άδειας ασκήσεως επαγγέλματος από την αρμόδια αρχή του κράτους μέλους καταγωγής, συνεπάγεται αυτόματα για τον ενδιαφερόμενο δικηγόρο την προσωρινή ή οριστική απαγόρευση ασκήσεως του επαγγέλματος υπό τον επαγγελματικό τίτλο καταγωγής στη Δημοκρατία.

(6) Η απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου, για επιβολή κυρώσεων πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη και υπόκειται σε έφεση δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 17 του βασικού νόμου.