Δικαιώματα διόδου, κτλ. επί ακίνητης ιδιοκτησίας άλλου

11.-(1) Κανένα δικαίωμα διόδου ή οποιοδήποτε προνόμιο, ελευθερία, δουλεία, ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα ή πλεονέκτημα δεν αποκτάται επί της ακίνητης ιδιοκτησίας άλλου εκτός-

(α) δυνάμει παραχώρησης από τον κύριο αυτής δεόντως καταχωρισμένης στα βιβλία του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου· ή

(β) όπου αυτό έχει ασκηθεί από οποιοδήποτε πρόσωπο ή από εκείνους από τους οποίους αυτός λαμβάνει την αξίωση για πλήρη περίοδο τριάντα ετών αδιάλειπτα:

Νοείται ότι οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται σε οποιαδήποτε ακίνητη ιδιοκτησία η οποία είναι ιδιοκτησία της Δημοκρατίας ή ιδιοκτησία που περιείλθε στη Δημοκρατία· ή

(γ) όπου αυτό αναγνωρίστηκε με απόφαση αρμόδιου Δικαστηρίου· ή

(δ) όπου αυτό απονεμήθηκε με φιρμάνι ή άλλο έγκυρο έγγραφο που καταρτίστηκε πριν από την 4η Ιουνίου, 1878, το οποίο έτυχε εφαρμογής από το χρόνο της κατάρτισης του· ή

(ε) όπου αυτό έχει αποκτηθεί δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 11Α· ή

(στ) όπου αυτό δημιουργήθηκε και αποκτήθηκε δυνάμει των διατάξεων του περί Αναγκαστικής Απαλλοτριώσεως Νόμου του 1962 ή κάθε νόμου που τροποποιεί ή αντικαθιστά αυτόν· ή

(ζ) όπου αυτό επιφυλάχθηκε εγγράφως από τον κύριο οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας με τη μεταβίβαση της ιδιοκτησίας αυτής:

Νοείται ότι η προηγούμενη παράγραφος εφαρμόζεται και στην περίπτωση που περιλαμβάνεται οποιαδήποτε πρόνοια που σχετίζεται με τη χρήση ή ανάπτυξη οποιασδήποτε ακίνητης ιδιοκτησίας ή με περιορισμό ως προς τη χρήση ή ανάπτυξη αυτής· ή

(η) όπου αυτό δημιουργείται με απόφαση του Διευθυντή για την εξασφάλιση διόδου σε περίκλειστο τεμάχιο, που προέρχεται από διαίρεση και διανομή, στο πλαίσιο της εφαρμογής των διατάξεων των εδαφίων (1), (2) και (3) του άρθρου 29.

(2) Κανένα πρόσωπο δεν ασκεί οποιοδήποτε δικαίωμα διόδου ή οποιοδήποτε προνόμιο, ελευθερία, δουλεία ή οποιοδήποτε άλλο δικαίωμα ή πλεονέκτημα επί της ακίνητης ιδιοκτησίας άλλου εκτός όταν αυτό-

(α) αποκτήθηκε όπως προνοείται στο εδάφιο (1) · ή

(β) ασκείται δυνάμει των διατάξεων οποιουδήποτε εκάστοτε σε ισχύ νόμου·

(γ) ασκείται δυνάμει έγγραφης άδειας από τον κύριο αυτής.