Εκλογή

13.—(1) Εκλογή αιρετών μελών των Συμβουλίων ενεργείται κατά κάθε πέμπτο έτος κατά το Δεκέμβριο σε ημερομηνία που ορίζεται με Απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου:

Νοείται ότι από τη λήψη της Απόφασης από το Υπουργικό Συμβούλιο μέχρι την ημερομηνία που ορίζεται για διεξαγωγή της εκλογής θα μεσολαβεί περίοδος τουλάχιστον ενός μηνός:

Νοείται περαιτέρω ότι το Υπουργικό Συμβούλιο έχει εξουσία όπως, ανάλογα με τις επικρατούσες συνθήκες, ορίσει άλλη ημερομηνία εκλογής η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τις τριάντα ημέρες από την ημερομηνία που αρχικά ορίστηκε για διεξαγωγή της εκλογής.

(3)(α) Τηρουμένων των εφεξής διατάξεων, κάθε εκλογή είναι μυστική, διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Εκλογικού Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων Κανονισμών, οι οποίες αναπροσαρμόζονται όπως προβλέπεται πιο κάτω, αλλά εκτός από τις διατάξεις οι οποίες αφορούν τη γνωστοποίηση που προνοείται διά του εδαφίου (4) του άρθρου 18 και του εδαφίου (3) του άρθρου 27 των περί Εκλογής Μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων Νόμων του 1979 έως 1981, οι γνωστοποιήσεις αυτές τοιχοκολλούνται μόνο σε περίοπτα μέρη εντός της σχετικής εκλογικής περιφέρειας και δεν δημοσιεύονται σε εφημερίδες.

(β) Ο Υπουργός έχει επίσης εξουσία όπως, όταν οι συνθήκες κάθε περίπτωσης το απαιτούν εξ αντικειμένου, συντέμνει ή επεκτείνει οποιαδήποτε προθεσμία που προβλέπεται στον Εκλογικό Νόμο και προβαίνει σε τέτοιες αναπροσαρμογές των τύπων που προβλέπονται σε αυτόν.

(γ) Όταν πρόκειται για συνδυασμούς υποψηφίων πρέπει να περιέχεται στο έγγραφο υποβολής υποψηφιότητας, το οποίο πρέπει να υπογράφεται από όλους τους υποψήφιους που το αποτελούν, η σειρά προτίμησης κάθε υποψήφιου.

(γ1) Αν κατά το χρόνο υποβολής υποψηφιοτήτων ή μετά την ανακήρυξη υποψηφίου και πριν από την ημέρα της ψηφοφορίας κανένα πρόσωπο δεν υπάρχει ή δεν παραμένει ως υποψήφιος σε οποιαδήποτε περιοχή βελτιώσεως, ο Έφορος υποβάλλει αμέσως σχετική έκθεση στον Υπουργό και ο Υπουργός ορίζει νέα ημερομηνία υποβολής υποψηφιοτήτων η οποία δεν δύναται να υπερβαίνει τις πέντε ημέρες από την ημερομηνία που αρχικά ορίστηκε, η δε παράταση που δίνεται με τον τρόπο αυτό σε καμιά περίπτωση δεν θα επηρεάζει την ημερομηνία ψηφοφορίας που ορίστηκε:

Νοείται ότι σε περίπτωση κατά την οποία και κατά τη νέα ημερομηνία υποβολής υποψηφιοτήτων κανένα πρόσωπο δεν υπάρχει ή δεν παραμένει ως υποψήφιος για την αναφερόμενη περιοχή βελτιώσεως, ο Υπουργός διορίζει κατάλληλα πρόσωπα τα οποία έχουν τα εκλογικά προσόντα που απαιτούνται για το σκοπό αυτό από το Νόμο αυτό για να αποτελέσουν το Συμβούλιο Βελτιώσεως και να ασκήσουν όλες τις λειτουργίες του Συμβουλίου για ολόκληρη την περίοδο της θητείας του.

(δ) Το παράβολο που καταβάλλεται από τους υποψηφίους θα είναι πενήντα λίρες.

(δ1) Σε περίπτωση ψηφοφορίας, αν οποιοσδήποτε υποψήφιος, ήθελε εκλεγεί ή, αν δεν έχει εκλεγεί, έλαβε το ένα τρίτο του εκλογικού μέτρου, το παράβολο επιστρέφεται σε αυτόν.

(ε) Η κατανομή των εδρών των αιρετών μελών των Συμβουλίων θα διεξάγεται με τη διαίρεση του συνόλου των έγκυρων ψήφων κάθε χωριού με τον αριθμό των αιρετών μελών κάθε Συμβουλίου, το πηλίκο δε από τη διαίρεση αυτή, αφού παραλειφθεί το κλάσμα, θα αποτελεί το εκλογικό μέτρο με το οποίο διαιρείται η εκλογική δύναμη κάθε συνδυασμού, και κάθε συνδυασμός λαμβάνει τέτοιο αριθμό αιρετών μελών όσες φορές το εκλογικό μέτρο περιέχεται στην εκλογική του δύναμη· οι τυχόν θέσεις αιρετών μελών που απομένουν και μετά την κατανομή αυτή προσκυρούνται ανά μία, κατά σειρά στο συνδυασμό ο οποίος παρουσιάζει τα ψηλότερα αχρησιμοποίητα υπόλοιπα από την πιο πάνω αναφερόμενη κατανομή, περιλαμβανομένων των συνδυασμών οι οποίοι δεν έλαβαν οποιαδήποτε θέση από την αναφερόμενη κατανομή και των οποίων η εκλογική δύναμη θεωρείται ως αχρησιμοποίητο υπόλοιπο.

(στ) Ανεξάρτητος υποψήφιος που έλαβε ψήφους ίσους ή ανώτερους από το εκλογικό μέτρο καταλαμβάνει μίαν έδρα.

(ζ) Οι θέσεις που, σύμφωνα με τις πιο πάνω διατάξεις, παραχωρούνται σε κάθε συνδυασμό καταλαμβάνονται από τους υποψηφίους που έχουν κατά σειρά τους περισσότερους σταυρούς προτίμησης και, σε περίπτωση ισοψηφίας ή αν δεν υπάρχουν τέτοιοι υποψήφιοι, με τη σειρά με την οποία αναγράφονται στο ψηφοδέλτιο όπως αυτοί έχουν δηλωθεί από το συνδυασμό τους.

Κάθε εκλογέας δικαιούται ένα σταυρό προτίμησης για κάθε δύο αιρετά μέλη. Αν ο αριθμός των αιρετών μελών διαιρούμενος διά του δύο αφήνει υπόλοιπο, τότε ο ολικός αριθμός των σταυρών προτίμησης αυξάνεται κατά ένα.