Ειδικές διατάξεις σε περίπτωση Ορισμένων συναλλαγών

25.—(1) Οι διατάξεις του Μέρους αυτού του Νόμου αυτού δεν θα επεκτείνονται ή παρεμβαίνουν-

(α) στη χονδρική πώληση δηλητηρίου·

(β) στην πώληση δηλητηρίου από εξουσιοδοτημένο πωλητή δηλητηρίων ή στην πώληση οποιουδήποτε δηλητηρίου που καθορίζεται στο Δεύτερο Μέρος του Πρώτου Πίνακα του Νόμου αυτού από αδειούχο πωλητή δηλητηρίων σε-

(i) δεόντως προσοντούχο ιατρό ή οδοντίατρο ή κτηνίατρο για το σκοπό του επαγγέλματος του·

(ii) οποιοδήποτε υπάλληλο της Κυβέρνησης κατά την άσκηση των καθηκόντων του ως τέτοιου υπαλλήλου·

(iii) Κυβερνητικό ίδρυμα· ή

(iv) οποιοδήποτε νοσοκομείο, ιατρείο ή παρόμοιο ίδρυμα ή σε οποιοδήποτε πρόσωπο ή ίδρυμα που ασχολείται με την επιστημονική εκπαίδευση ή έρευνα αν το νοσοκομείο αυτό, ιατρείο, ίδρυμα ή πρόσωπο είναι εγκεκριμένο με διάταγμα, είτε γενικό είτε ειδικό, του Υπουργικού Συμβουλίου που δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας,

αν τηρούνται οι απαιτήσεις που περιέχονται στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού.

(2)(α) Στην περίπτωση πωλήσεων βάσει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου αυτού ο πωλητής πρέπει να είναι κάτοχος άδειας που εκδίδεται από το Συμβούλιο Δηλητηρίων σε τέτοιο τύπο ως το Συμβούλιο Δηλητηρίων ήθελε εγκρίνει·

(β) ο πωλητής πρέπει να λαμβάνει πριν από την ολοκλήρωση της πώλησης γραπτή παραγγελία η οποία υπογράφεται από τον αγοραστή και η οποία αναφέρει το όνομα και τη διεύθυνση του, το εμπόριο, επιχείρηση ή επάγγελμα, το όνομα και ποσότητα του αντικειμένου που πρόκειται να αγοραστεί και το σκοπό για τον οποίο ζητείται·

(γ) ο πωλητής πρέπει εύλογα να ικανοποιείται ότι η υπογραφή είναι του προσώπου που φέρεται ότι έχει υπογράψει την παραγγελία, και ότι το πρόσωπο αυτό διεξάγει το εμπόριο, επιχείρηση ή επάγγελμα που αναφέρεται στην παραγγελία, ως ένα στο οποίο χρησιμοποιείται το δηλητήριο που πρόκειται να αγοραστεί·

(δ) αν το αντικείμενο που πωλήθηκε στέλλεται μέσω ταχυδρομείου, πρέπει να στέλλεται συστημένο·

(ε) στην περίπτωση οποιουδήποτε δηλητηρίου που καθορίζεται στο Πρώτο Μέρος του Πρώτου Πίνακα του Νόμου αυτού οι διατάξεις του εδαφίου 2(α) του άρθρου 21 του Νόμου αυτού πρέπει να τηρούνται·

(στ) οι διατάξεις του άρθρου 23 του Νόμου αυτού αναφορικά με τη σήμανση των δηλητηρίων πρέπει να τηρούνται.

(3) Ανεξάρτητα από οποιαδήποτε διάταξη που περιέχεται στην παράγραφο (ε) του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού ή στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου 21 οι χονδρικές πωλήσεις δηλητηρίων δύνανται, αντί να καταχωρίζονται σε βιβλίο δηλητηρίων, να καταχωρίζονται σε τέτοιο άλλο βιβλίο ως το Συμβούλιο Δηλητηρίων ήθελε εγκρίνει.

(4) Οι αιτήσεις παροχής άδειας που γίνονται δυνάμει του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού, θα γίνονται κατά τον τύπο που θα εγκρίνει το Συμβούλιο Δηλητηρίων.

(5) Πριν εκδώσει άδεια όπως προνοείται στο εδάφιο (2) του άρθρου αυτού, το Συμβούλιο Δηλητηρίων πρέπει να πεισθεί ότι ο αιτητής είναι πρόσωπο κατάλληλο για την πώληση δηλητηρίων και ότι το οίκημα στο οποίο προτίθεται να ασκήσει την επιχείρηση αυτή είναι κατάλληλο για το σκοπό αυτό.

(6) Το Συμβούλιο Δηλητηρίων δύναται να απαιτήσει από κάθε πρόσωπο το οποίο ζητά την έκδοση άδειας με βάση τις διατάξεις του άρθρου αυτού να υποστεί εξετάσεις αναφορικά με τη νομοθεσία που αυτό ήθελε καθορίσει με Κανονισμούς που εκδίδει με την έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου.

Τέτοιοι Κανονισμοί δύνανται να προνοούν-

(α) Για το διορισμό εξεταστών οι οποίοι θα διεξάγουν τις εξετάσεις για τους σκοπούς του άρθρου αυτού.

(β) Ότι κανένα πρόσωπο δεν δύναται να είναι υποψήφιος σε οποιαδήποτε τέτοια εξέταση εκτός αν ικανοποιήσει το Συμβούλιο Δηλητηρίων ότι έλαβε τέτοια γενική μόρφωση όπως δυνατό να καθοριστεί στους Κανονισμούς αυτούς.

(γ) Ότι δεν θα χορηγείται η άδεια που αναφέρεται στην παράγραφο (α) του εδαφίου (2) του άρθρου αυτού σε οποιοδήποτε πρόσωπο ως αποτέλεσμα τέτοιας εξέτασης εκτός αν το πρόσωπο αυτό ικανοποιήσει το Συμβούλιο Δηλητηρίων ότι έλαβε επαρκή πρακτική εκπαίδευση αναφορικά με το χειρισμό και την πώληση δηλητηρίων.

(δ) Για τη διαδικασία που θα ακολουθείται κατά τη διεξαγωγή των εν λόγω εξετάσεων.

(7) Το Συμβούλιο δύναται να αρνηθεί την έκδοση άδειας, ή να ανακαλέσει την άδεια οποιουδήποτε ο οποίος, κατά τη γνώμη του, κρίνεται πρόσωπο ακατάλληλο για την παροχή άδειας για λόγους που αφορούν είτε τον ίδιο προσωπικά, είτε το οίκημά του:

Νοείται ότι κάθε πρόσωπο του οποίου προσβάλλονται τα νόμιμα συμφέροντα από την άρνηση ή ανάκληση αυτή δύναται, εντός δέκα ημερών από την κοινοποίηση σε αυτόν της άρνησης ή ανάκλησης, να προσβάλει αυτήν ενώπιον του Υπουργού:

Νοείται περαιτέρω ότι οι διατάξεις των εδαφίων (4), (5), (6) και (7) του άρθρου 11 του Νόμου αυτού δεν θα εφαρμόζονται σε πρόσωπα τα οποία, κατά την έναρξη της ισχύος του Νόμου αυτού, κατέχουν έγκυρη άδεια που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεων του Κεφ. 254, άρθρο 25(1)(α).