Απαιτήσεις από ενδιαφερόμενα μέρη

26.-(1) Πρόσωπο που ισχυρίζεται ότι οποιοδήποτε ύδωρ, υδατικά δικαιώματα ή υδατικά έργα που του ανήκουν ή απολαμβάνονται από αυτό περιήλθαν στην Επιτροπή βάσει της παραγράφου (α) του εδαφίου (1) του άρθρου 6 δύναται, εντός τριών μηνών από την ημερομηνία της ίδρυσης της Επιτροπής αυτής, ή εντός τέτοιας περαιτέρω περιόδου όπως η Επιτροπή ήθελε επιτρέψει, να καταθέσει στον Πρόεδρο της γραπτή αίτηση κατά τον καθορισμένο τύπο (που στο εξής στο άρθρο αυτό ονομάζεται "η αίτηση") που ορίζει το ύδωρ, τα υδατικά δικαιώματα ή τα υδατικά έργα που διεκδικούνται από αυτό και τους λόγους στους οποίους ο αιτητής βασίζεται για να αποδείξει την αξίωση του.

(2) Ο Πρόεδρος, μετά την παραλαβή της αίτησης, υποβάλλει την αίτηση στην Επιτροπή προς εξέταση.

(3) Η Επιτροπή, με κάθε εύλογη ταχύτητα, προβαίνει στην εξέταση της αίτησης και πληροφορεί γραπτώς τον αιτητή για την απόφαση της όχι αργότερα από τρεις μήνες από την ημερομηνία της κατάθεσης της αίτησης.

(4)(α) Αν η αξίωση του αιτητή γίνει δεκτή από την Επιτροπή, πληρώνεται αποζημίωση σε αυτόν όπως προβλέπεται στο Νόμο αυτό.

(β) Αν η αξίωση του αιτητή δεν γίνει δεκτή από την Επιτροπή, ο Πρόεδρος, εντός δεκαπέντε ημερών από την ημερομηνία της απόφασης της Επιτροπής, διαβιβάζει την αίτηση στο Δικαστήριο.

(5) Το Δικαστήριο, εντός δύο μηνών από την ημερομηνία της διαβίβασης της αίτησης, βάσει του εδαφίου (4), ορίζει ημερομηνία για την ακρόαση της και μεριμνά ώστε ειδοποίηση για αυτήν να επιδοθεί στον αιτητή και τον Πρόεδρο ή σε οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο μέρος.

(6) Η διαδικασία που εκάστοτε ισχύει σχετικά με την ακρόαση αστικών αγωγών εφαρμόζεται στην ακρόαση της αίτησης και το Δικαστήριο, αναφορικά με οποιαδήποτε τέτοια ακρόαση, έχει όλες τις εξουσίες Δικαστηρίου που δικάζει αστική υπόθεση.

(7)Το Δικαστήριο αποφασίζει τη φύση, έκταση και αξία του ύδατος, υδατικών δικαιωμάτων ή υδατικών έργων που διεκδικούνται και υπολογίζει την αποζημίωση που πρέπει να πληρωθεί για αυτά, και η απόφαση του θα είναι τελική και αναμφισβήτητη και καμιά έφεση δεν θα χωρεί σε αυτήν:

Νοείται ότι το Δικαστήριο, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και τηρουμένων οποιωνδήποτε Διαδικαστικών Κανονισμών, δύναται, αυτεπάγγελτα, και με την αξίωση, οποιουδήποτε των μερών, να επιφυλάξει για γνωμοδότηση από το Ανώτατο Δικαστήριο οποιοδήποτε νομικό ζήτημα που εγείρεται στη διαδικασία, με τον τύπο ειδικής υπόθεσης, και το Ανώτατο Δικαστήριο θα ακούει και αποφασίζει το νομικό ζήτημα που προκύπτει στην ειδική αυτή υπόθεση και τέτοια γνώμη θα είναι δεσμευτική για το Δικαστήριο.