16.-(1) Οι καταχωρισθείσες στο Εφετείο υποθέσεις δευτεροβάθμιας αναθεωρητικής δικαιοδοσίας, οι οποίες εκκρεμούν ενώπιόν του πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου, παραπέμπονται κατά την εν λόγω ημερομηνία ως έχουν προς εκδίκαση στο καθιδρυθέν Διοικητικό Εφετείο:
(2) Oι Δικαστές οι οποίοι υπηρετούν στο Τμήμα αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Εφετείου θεωρούνται από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου ως Δικαστές του Διοικητικού Εφετείου και συνεχίζουν να υπηρετούν με τους ίδιους όρους υπηρεσίας και υπό την ίδια μισθοδοσία και αρχαιότητα που κατείχαν κατά την εν λόγω ημερομηνία.
(3) Μέχρι τη σύσταση δεύτερου Τμήματος του Διοικητικού Εφετείου, σε περίπτωση κωλύματος Δικαστή ή Δικαστών του Διοικητικού Εφετείου να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η συγκρότηση του Διοικητικού Εφετείου, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο, με τη σύμφωνη γνώμη του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου, προβαίνει σε αντικατάσταση αυτών από Δικαστές του Εφετείου.
(4) Οι καταχωρισθείσες ενώπιον του ακυρωτικού δευτεροβάθμιου δικαστικού συμβουλίου υποθέσεις κατά αποφάσεως του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου δυνάμει των διατάξεων της παραγράφου (δ) του εδαφίου (2) του άρθρου 9 του βασικού νόμου, οι οποίες εκκρεμούσαν πριν από την ημερομηνία έναρξης ισχύος του παρόντος Νόμου, παραπέμπονται, κατά την εν λόγω ημερομηνία, ως έχουν προς εκδίκαση στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστικό Συμβούλιο.