49.-(1) Πας όστις εν γνώσει αυτού προβαίνει εις οιανδήποτε ψευδή βεβαίωσιν ή προκαλεί την διενέργειαν τοιαύτης ψευδούς βεβαιώσεως-
(α) εν οιαδήποτε δηλώσει μεταβιβάσεως ή υποθήκης γενομένη δυνάμει των διατάξεων του παρόντος Νόμου
(β) εν οιωδήποτε εγγράφω περιέχοντι πληροφορίαν τινα ή αποδεικτικόν στοιχείον όπερ ήθελε προσαχθή ή παρασχεθή εις τον Διευθυντήν ή τον αρμόδιον λειτουργόν αναφορικώς προς τοιαύτην δήλωσιν μεταβιβάσεως ή υποθήκης ή
(γ) εν οιαδήποτε ενόρκω δηλώσει γενομένη και προσαχθείση εις τον Διευθυντήν ως αίτησις, ή σχετικώς προς αίτησιν, πωλήσεως ακινήτου δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VI,
είναι ένοχος αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις την αυτήν ποινήν ως εάν προέβαινεν εις ψευδή μαρτυρίαν εις τινα δικαστικήν διαδικασίαν.
(2) Ο ενυπόθηκος οφειλέτης ακινήτου όστις διενεργεί ή διατάσσει ή εκουσίως επιτρέπει οιανδήποτε πράξιν ως εκ της οποίας το τοιούτο ακίνητον καταστρέφεται ή ζημιούται ουσιωδώς, εκτός εάν αποδείξη επαρκούντως τω δικαστηρίω ότι έπραξεν ούτω άνευ δολίας προθέσεως, είναι ένοχος αδικήματος δυνάμει του παρόντος Νόμου και εν περιπτώσει καταδίκης υπόκειται εις χρηματικήν ποινήν μη υπερβαίνουσαν τας (1500, ή εις φυλάκισιν διά διάστημα μη υπερβαίνον τα δύο έτη, ή εις αμφοτέρας τας ποινάς της φυλακίσεως και της χρηματικής τοιαύτης.