10.-(1) Οσάκις σκοπείται η διενέργεια δηλώσεως μεταβιβάσεως ή υποθήκης ακινήτου ή αποδοχής τοιαύτης μεταβιβάσεως ή υποθήκης δι’ αντιπροσώπου, εκτός εάν ο αντιπρόσωπος κέκτηται εξουσίαν δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε ετέρου νόμου όπως διενεργή τοιαύτην δήλωσιν διά λογαριασμόν του αντιπροσωπευομένου, ούτος οφείλει να αποδείξη εις τον Διευθυντήν ότι το πρόσωπον διά λογαριασμόν ούτινος διενεργείται η δήλωσις παρέσχεν εις αυτόν έγγραφον εξουσιοδότησιν, προσηκόντως κεκυρωμένην παρ’ αρμοδίας τινός αρχής και χαρτοσεσημασμένην συμφώνως ταις διατάξεσι του εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου, προς διενέργειαν της τοιαύτης δηλώσεως μεταβιβάσεως, ή, αναλόγως της περιπτώσεως, υποθήκης:
Νοείται ότι ο Διευθυντής δύναται-
(α) πριν ή αποδεχθή την γενομένην δήλωσιν να απαιτήση την προσαγωγήν αποδείξεων ότι η παρασχεθείσα εξουσιοδότησις δεν ανεκλήθη, εις πάσαν περίπτωσιν καθ’ ην κρίνει τούτο σκόπιμον είτε λόγω του μακρού χρόνου όστις παρήλθεν από της υπογραφής του σχετικού εγγράφου είτε δι’ έτερον τινα λόγον
(β) να μη επιτρέψη την διενέργειαν της δηλώσεως δυνάμει της φερομένης ως παρασχεθείσης διά του προμνησθέντος εγγράφου εξουσιοδοτήσεως, εάν κατά την γνώμην αυτού υπάρχη ελάττωμα τι ή αμφιλογία περί την παρασχεθείσαν εξουσιοδότησιν ή αμφιβολία περί την ταυτότητα του υπογράψαντος το έγγραφον προσώπου, ή περί την αρμοδιότητα της κυρωσάσης το έγγραφον αρχής εν τη χώρα ένθα το έγγραφον υπεγράφη, μέχρις ου το τοιούτον ελάττωμα διορθωθή ή, αναλόγως της περιπτώσεως, η τοιαύτη αμφιλογία ή αμφιβολία αρθή κατά τρόπον ικανοποιούντα τον Διευθυντήν.
(2) Εάν ο Διευθυντής αποδεχθή την γενομένην δήλωσιν, το εν εδαφίω (1) αναφερόμενον έγγραφον κατατίθεται και φυλάττεται παρά τω αρμοδίω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω:
Νοείται ότι-
(α) εάν τούτο ζητηθή, το προμνησθέν έγγραφον δύναται να επιστραφή και αντικατασταθή διά φωτογραφικού αντιγράφου αυτού, κεκυρωμένου ως πιστού τοιούτου παρά του Διευθυντού
(β) εάν το έγγραφον κατετέθη ήδη παρ’ ετέρω Επαρχιακώ Κτηματολογικώ Γραφείω, αντί του πρωτοτύπου γίνεται αποδεκτόν αντίγραφον πιστοποιηθέν παρά του Διευθυντού ως πιστόν αντίγραφον αυτού.
(3) Διά τους σκοπούς του παρόντος άρθρου “έγγραφον προσηκόντως κεκυρωμένον παρά της αρμοδίας αρχής” σημαίνει έγγραφον φέρον-
(α) εάν μεν υπεγράφη εν Κύπρω, την σφραγίδα και υπογραφήν πιστοποιούντος υπαλλήλου διορισθέντος και ενεργούντος συμφώνως ταις διατάξεσι του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου, ή την σφραγίδα και υπογραφήν του Μουχτάρου και την υπογραφήν ενός Αζά οιασδήποτε πόλεως, χωρίου ή ενορίας, ενεργούντων συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 82 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου
(β) εάν υπεγράφη εν οιαδήποτε ετέρα χώρα-
(i) την σφραγίδα και υπογραφήν προξενικού υπαλλήλου της Δημοκρατίας, ή προσώπου έχοντος εξουσίαν όπως ενασκή τοιαύτα καθήκοντα εκ μέρους της Δημοκρατίας, και είτε η τοιαύτη σφραγίς και υπογραφή ετέθησαν επ’ αυτού προς πιστοποίησιν της υπογραφής του υπογράψαντος το έγγραφον προσώπου, είτε προς πιστοποίησιν της υπογραφής οιουδήποτε προσώπου έχοντος εκάστοτε κατά νόμον την εξουσίαν όπως εν τη τοιαύτη χώρα πιστοποιή υπογραφάς, ή εκδίδη έγγραφα αποδεικνύοντα την υπογραφήν εγγράφων της προνοουμένης υπό του παρόντος άρθρου φύσεως
(ii) εάν εν τη τοιαύτη χώρα δεν υπάρχη προξενικός υπάλληλος της Δημοκρατίας ή έτερον πρόσωπον έχον εξουσίαν όπως ενασκή τοιαύτα καθήκοντα εκ μέρους της Δημοκρατίας, την σφραγίδα και υπογραφήν παντός προσώπου όπερ ο Διευθυντής ικανοποιείται ότι κέκτηται εκάστοτε κατά νόμον εξουσίαν όπως εν τη τοιαύτη χώρα πιστοποιή υπογραφάς ή εκδίδη έγγραφα αποδεικνύοντα την υπογραφήν εγγράφων της προνοουμένης υπό του παρόντος άρθρου φύσεως