2.-(1) Εν τω παρόντι Νόμω, εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειμένου-
“ακίνητον” κέκτηται την έννοιαν ην απέδωκε τω όρω τούτω το άρθρον 2 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου
“αξία” κέκτηται την έννοιαν ην απέδωκε τω όρω τούτω το άρθρον 2 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου
“απαγόρευσις” κέκτηται την έννοιαν ην απέδωκε τω όρω τούτω το άρθρον 12
“αποδοχή”, μετά των γραμματικών του όρου τούτου παραλλαγών ως και των συγγενών αυτού εκφράσεων, εφ’ όσον χρησιμοποιήται αναφορικώς προς οιανδήποτε δήλωσιν μεταβιβάσεως, σημαίνει την δυνάμει του άρθρου 8 ή 9 αποδοχήν της τοιαύτης δηλώσεως υπό του αρμοδίου λειτουργού Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου ή παραρτήματος
“αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο” για ζητήματα που αφορούν ακίνητη ιδιοκτησία, σημαίνει το Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο της Επαρχίας στην οποία βρίσκεται η ακίνητη ιδιοκτησία ή οποιοδήποτε άλλο γραφείο ή χώρο που ο Διευθυντής ήθελε, με ανακοίνωση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, καθορίσει για όλες ή μερικές από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου και περιλαμβάνει οποιοδήποτε παράρτημα Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου που λειτουργεί στην επαρχία αυτού, ο δε όρος “αρμόδιος Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός” θα ερμηνεύεται ανάλογα:
“αρμόδιος λειτουργός” σημαίνει λειτουργόν Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου ή παραρτήματος όστις ήθελεν εξουσιοδοτηθή υπό του Διευθυντού προς αποδοχήν δηλώσεων μεταβιβάσεως ή υποθήκης
“διαχειριστής” σημαίνει διαχειριστήν διορισθέντα δυνάμει των διατάξεων του περί Περιουσίας Καταδίκων Νόμου, ή των διατάξεων του περί Φρενοβλαβών Νόμου
“διαχειριστής εργασιών καλυμμένων αξιογράφων“ έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τον περί Καλυμμένων Αξιογράφων Νόμο του 2010∙
“Διευθυντής” σημαίνει τον Διευθυντήν του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος του Υπουργείου Εσωτερικών, περιλαμβάνει δε Επαρχιακόν Κτηματολογικόν Λειτουργόν και οιονδήποτε έτερον λειτουργόν διοριζόμενον υπό του Διευθυντού δι’ άπαντας ή τινα των σκοπών του παρόντος Νόμου, είτε γενικώς είτε δι’ ειδικόν τινα σκοπόν
“δικαιοδόχος” σημαίνει το πρόσωπον εις ο μεταβιβάζεται εκουσίως ακίνητον ή, αναλόγως της περιπτώσεως, υποθήκη
“δικαιοπάροχος” σημαίνει τον κύριον όστις εκουσίως μεταβιβάζει ακίνητον ή, αναλόγως της περιπτώσεως, τον ενυπόθηκον δανειστήν όστις εκουσίως μεταβιβάζει υποθήκην
“εγγεγραμμένος”, με τις γραμματικές του όρου παραλλαγές και συγγενείς εκφράσεις, σημαίνει καταχωρημένος στο κτηματικό μητρώο, είτε τούτο είναι χειρόγραφο είτε μηχανογραφημένο, και ως ημερομηνία εγγραφής λογίζεται η ημερομηνία κατά την οποία η καταχώρηση προηγείται χρονικά σε οποιοδήποτε από τα δύο μητρώα·
“εκτετιμημένη αξία” κέκτηται, ανεξαρτήτως της αποδιδομένης εις τον ορισμόν της εν τω παρόντι εδαφίω λέξεως “αξία” εννοίας, την έννοιαν ην απέδωκε τη λέξει “αξία” ο εν τω Παραρτήματι του περί Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος (Τέλη και Δικαιώματα) Νόμου διαλαμβανόμενος ορισμός
“εμπράγματον βάρος” κέκτηται την έννοιαν ην απέδωκε τω όρω τούτω το άρθρον 12
“ενυπόθηκος δανειστής” σημαίνει το πρόσωπον υπέρ ου συνιστάται υποθήκη
“ενυπόθηκος οφειλέτης” σημαίνει κύριον ακινήτου συνιστώντα υποθήκην επί του τοιούτου ακινήτου
“επαρχία” σημαίνει κτηματολογικήν επαρχίαν, ως καθορίζεται εν άρθρω 39 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου
“Επαρχιακόν Δικαστήριον” διά ζητήματα αφορώντα εις οιονδήποτε ακίνητον σημαίνει το Επαρχιακόν Δικαστήριον της επαρχίας εν ή κείται το τοιούτο ακίνητον
“Επαρχιακόν Κτηματολογικόν Γραφείον” σημαίνει το εν τινι επαρχία γραφείον του Κτηματολογικού και Χωρομετρικού Τμήματος
“Επαρχιακός Κτηματολογικός Λειτουργός” σημαίνει τον υπεύθυνον Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου
“επίτροπος”, οσάκις τούτο προκύπτει εκ του κειμένου, σημαίνει επίτροπον δυνάμει των διατάξεων του εκάστοτε εν ισχύϊ και εις τραστς (trusts) αφορώντος νόμου, περιλαμβάνει δε σύνδικον πτωχεύσεως δυνάμει των διατάξεων του περί Πτωχεύσεως Νόμου
“έτερον Επαρχιακόν Κτηματολογικόν Γραφείον” διά ζητήματα αφορώντα εις οιονδήποτε ακίνητον σημαίνει το Επαρχιακόν Κτηματολογικόν Γραφείον επαρχίας ετέρας ή της επαρχίας εν ή κείται το ακίνητον
“έφορος” σημαίνει έφορον εχθρικής περιουσίας διορισθέντα δυνάμει των διατάξεων του περί Εμπορίας μετά του Εχθρού Νόμου
“Κανονισμοί Πωλήσεως” σημαίνει τους Κανονισμούς Πωλήσεως τους γενομένους δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 101 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, ή οιουσδήποτε ετέρους Κανονισμούς τροποποιούντας ή αντικαθιστώντας τούτους
“κηδεμών” σημαίνει κηδεμόνα δυνάμει των διατάξεων του περί Κηδεμονίας Ανηλίκων και Ασώτων Νόμου
“κτηματικόν μητρώον” σημαίνει το τηρούμενον δυνάμει των διατάξεων του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου κτηματικόν μητρώον
“κύριος” σημαίνει τον εγγεγραμμένον κύριον ακινήτου
“μεταβίβασις”, μετά των γραμματικών του όρου τούτου παραλαγών και συγγενών εκφράσεων, σημαίνει-
(α)καθ’ όσον αφορά εις ακίνητον τι, την μεταβίβασιν του επ’ αυτού τίτλου εξ ενός προσώπου εις έτερον
(β)καθ’ όσον αφορά εις υποθήκην τινά, την εκχώρησιν ταύτης υπό του ενυποθήκου δανειστού εις έτερον πρόσωπον,
δι’ εκουσίας πράξεως των άνω προσώπων
“παράρτημα” σημαίνει παράρτημα Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου λειτουργούν προς διεκπεραίωσιν των υποθέσεων του κοινού κατά τας εκάστοτε υπό του Διευθυντού καθοριζομένας ημέρας
“προσωπικός αντιπρόσωπος” κέκτηται την έννοιαν ην απέδωκε τω όρω τούτω το άρθρον 2 του περί Διαχειρίσεως Κληρονομιών Νόμου, περιλαμβάνει δε τον εκτελεστήν ή διαχειριστήν ως καθορίζεται εν άρθρω 2 του περί Διαθηκών και Κληρονομικής Διαδοχής Nόμου, ως και προξενικόν υπάλληλον διαχειριζόμενον κληρονομίαν τινά δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 2 του περί Προξενικής Συμβάσεως Νόμου
“υποθήκη”, μετά των γραμματικών του όρου παραλλαγών και συγγενών εκφράσεων, σημαίνει επιβάρυνσιν συσταθείσαν επί ακινήτου τη βουλήσει του κυρίου προς εξασφάλισιν οριστικού, μέλλοντος ή υπό αίρεσιν χρηματικού τινος χρέους ή υποχρεώσεως και περιλαμβάνει, χωρίς περιορισμό, τις μετά τη διάσπαση υποθήκες, όπως ο όρος αυτός αναφέρεται στο άρθρο 32Α.
(2) Διά τους σκοπούς των άρθρων 24, 25, 26, 27, 28, 31, 32, 33, 34, 35, 36, 44, 49 και του Μέρους VI, οι όροι “ενυπόθηκος δανειστής” και “ενυπόθηκος οφειλέτης” εν εδαφίω (1) του παρόντος άρθρου περιλαμβάνουσιν, εκτός εάν άλλως προκύπτη εκ του κειμένου, τους κληρονόμους, προσωπικούς αντιπροσώπους, διαχειριστάς, κηδεμόνας και επιτρόπους των προσώπων τούτων, ως και τους εφόρους περιουσιών τοιούτων προσώπων και-
(α)επί ενυποθήκου δανειστού, ο όρος περιλαμβάνει παν πρόσωπον όπερ εκάστοτε, δυνάμει μιας ή πλειόνων μεταβιβάσεων της υποθήκης ως προνοείται εν άρθρω 32, δικαιούται να λάβη το διά της υποθήκης εξασφαλιζόμενον ποσόν
(β)επί ενυποθήκου οφειλέτου, ο όρος περιλαμβάνει παν πρόσωπο όπερ-
(i)δυνάμει μιας ή πλειόνων μεταβιβάσεων του ενυποθήκου ακινήτου, ως προνοείται εν άρθρω 31 ή
(ii)κατόπιν της διά πλειστηριασμού αγοράς του τοιούτου ακινήτου υποκειμένου εις την υποθήκην, ως προνοείται εν εδαφίω (6) του άρθρου 41,
είναι ο εκάστοτε κύριος του τοιούτου ακινήτου.
(3) Διά τους σκοπούς των άρθρων 29, 31, 37, 40, 41 και 42, ο όρος “υφισταμένη υποθήκη” ή “προγενεστέρα υποθήκη” περιλαμβάνει οιονδήποτε εμπράγματον βάρος εκ των υπ’ αριθμούς 5, 6, 8 και 10 του Μέρους Ι του Πρώτου Παραρτήματος, ο δε όρος “ενυπόθηκος δανειστής” υφισταμένης ή προγενεστέρας υποθήκης αναφέρεται, εις την περίπτωσιν τοιούτου εμπραγμάτου βάρους, εις το πρόσωπον, αρχήν ή οργανισμόν προς όφελος του οποίου το τοιούτο εμπράγματον βάρος επενεργεί.