Παράδοσις εισαγομένων εμπορευμάτων επί τη παροχή εγγυήσεως

156.-(1) Οσάκις είναι πρακτικώς ανέφικτος η άμεσος βεβαίωσις του γεγονότος εάν οφείλεται οιοσδήποτε δασμός και τις ο πληρωτέος δασμός αναφορικώς προς οιαδήποτε εισαγόμενα εμπορεύματα, άτινα ως καθορίζεται εν τη περί τούτω διασαφήσει προορίζονται προς εσωτερικήν κατανάλωσιν είτε επί τη εισαγωγή είτε εκ τίνος αποθήκης αποταμιεύσεως, ο Διευθυντής δύναται κατά το δοκούν και ανεξαρτήτως οιασδήποτε ετέρας διατάξεως του παρόντος Νόμου, να επιτρέψη παράδοσιν των εμπορευμάτων ευθύς ως ο εισαγωγεύς παράσχει επαρκή εγγύησιν, διά καταθέσεως χρημάτων ή άλλως πως, διά την πληρωμήν παντός μη πληρωθέντος ποσού, όπερ δυνατόν να οφείλεται υπό μορφήν δασμού.

(2) Ο Διευθυντής δύναται διά τους σκοπούς του αμέσως προηγουμένου εδαφίου να θεώρηση εμπορεύματα ως προοριζόμενα δι' εσωτερικήν κατανάλωσιν, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η κατατεθείσα περί τούτων διασάφησις δεν περιέχει άπαντα τα απαιτούμενα διά τελειωτικήν διασάφησιν στοιχεία, εφ' όσον περιέχει τα εκ των στοιχείων τούτων τότε γνωστά τω εισαγωγεί·εν τοιαύτη περιπτώσει ο εισαγωγεύς οφείλει να παράσχη το ταχύτερον τα εναπομένοντα στοιχεία εις τον Διευθυντήν.

(3) Εν η περιπτώσει επιτρέπεται παράδοσις εμπορευμάτων δυνάμει του παρόντος άρθρου, ο Διευθυντής επιδίδει τω εισαγωγεί ειδοποίησιν, καθορίζουσαν το ποσόν του κατ' αυτόν πληρωτέου δασμού, όπερ καθίσταται πάραυτα πληρωτέον ή, εάν κατετέθη οιονδήποτε ποσόν δυνάμει του εδαφίου (1), καθίσταται πάραυτα πληρωτέα η μεταξύ των δύο ποσών διαφορά ή επιστρέφεται παν αχρεωστήτως καταβληθέν τοιούτο:

Νοείται ότι εάν ο εισαγωγεύς αμφισβητή την ορθότητα του ούτω καθοριζομένου ποσού, ούτος δύναται, καθ' οιονδήποτε χρόνον εντός τριών μηνών από της ημερομηνίας της ειρημένης ειδοποιήσεως, να ζητήση παραπομπήν της διαφοράς εις διαιτησίαν ή να υποβάλη αίτησιν τω δικαστηρίω συμφώνως ταις διατάξεσι του άρθρου 161· το άρθρον 161 θα τυγχάνη αναλόγου εφαρμογής, εν πάση όμως περιπτώσει δεν επιτρέπεται τοιαύτη παραπομπή ή αίτησις, μέχρις ου καταληθή παν δυνάμει του παρόντος εδαφίου οφειλόμενον ποσόν· δεν καταβάλλεται δε τόκος υπερημερίας δυνάμει του εδαφίου (2) του εν λόγω άρθρου επί παντός ούτω οφειλομένου ποσού, αναφορικώς προς οιονδήποτε χρονικόν διάστημα προ της πληρωμής του ποσού τούτου.