9.-(1) Εφ’ όσον οιονδήποτε πρατήριον πετρελαιοειδών δεν ήθελε πληροί πλέον τας προϋποθέσεις, υφ’ας τούτο κατεσκευάσθη ή εφ’ όσον η λειτουργία ή διατήρησις αυτού ήθελεν είναι αντίθετος προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οιωνδήποτε δυνάμει τούτου γενομένων Κανονισμών, ή αντίκειται προς τους όρους ή περιορισμούς τους επιβληθέντας υφ’ οιασδήποτε αδείας παρασχεθείσης δυνάμει του παρόντος Νόμου, η Αρχή Αδειών δύναται να ανακαλέση την τοιαύτην άδειαν και να επιδώση τω αδειούχω, ιδιοκτήτη ή, αναλόγως της περιπτώσεως, τω κατόχω του τοιούτου πρατηρίου, ειδοποίησιν καλούσαν τούτον όπως κλείση και απομακρύνη το εν λόγω πρατήριον, εντός της εν τη ειδοποιήσει καθοριζομένης προθεσμίας.
(2) Εάν ο αδειούχος, ιδιοκτήτης ή κάτοχος, εις ον εγένετο η επίδοσις της δυνάμει του εδαφίου (1) ειδοποιήσεως, παραλείψη να συμμορφωθή προς ταύτην, όπως κλείση και απομακρύνη το πρατήριον πετρελαιοειδών εντός της εν τη ειδοποιήσει καθοριζομένης προθεσμίας, να διαπράττη εξακολουθούν αδίκημα και θα υπόκειται εις πρόστιμον .25 δι’ εκάστην ημέραν καθ’ ην θα εξακολουθή την παράλειψιν και το εκδικάζον την υπόθεσιν Δικαστήριον δύναται να διατάξη την απομάκρυνσιν και την κατεδάφισιν του πρατηρίου εντός τακτής προθεσμίας, εκτός εάν εν τω μεταξύ ο καταδικασθείς ήθελε τύχει νέας αδείας παρά της Αρχής Αδειών.